Το βότανο δρα ολιστικά, καθώς κάθε μέρος του φυτού μπορεί να διαθέτει διαφορετικές θεραπευτικές ιδιότητες, βοηθώντας έτσι στην ομοιόσταση του οργανισμού.

Τέσσερις είναι οι βασικοί τρόποι χρήσης των φυτών: ως αφέψημα, ως έγχυμα, ως βάμμα ή σε κάψουλες υπό μορφή σκόνης. Tο έγχυμα προκύπτει αν ποτίσουμε το ξερό βότανο με βραστό νερό και το αφήσουμε να παραμείνει για 5-10 λεπτά, κατά προτίμηση σκεπασμένο, ώστε να μην εξατμίζονται τα ευεργετικά του αιθέρια έλαια.

Συνήθως, σε έγχυμα χρησιμοποιούνται τα μαλακά μέρη του βοτάνου, όπως τα αποξηραμένα φύλλα ή τα άνθη. Αν πρόκειται για ρίζα, καρπό, φλοιό ή κάποιο άλλο σκληρό τμήμα του φυτού, προτιμάμε το αφέψημα, όπου το βότανο βράζει μαζί με το νερό. Tα βάμματα παρασκευάζονται από τους φαρμακοποιούς. Tο ξερό βότανο εμβαπτίζεται σε αλκοόλ, όπου και παραμένει για μέρες, ώστε να ελευθερωθούν όλες οι ουσίες του. Στη συνέχεια, ο ασθενής διαλύει ορισμένες σταγόνες από το βάμμα σε νερό -σύμφωνα με τις οδηγίες του βοτανοθεραπευτή- και το πίνει. Τόσο στα αφεψήματα και τα εγχύματα όσο και στα βάμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν περισσότερα από ένα βότανα, ανάλογα με την περίπτωση. Εναλλακτικά, ο ασθενής μπορεί να καταναλώσει κάψουλες με βότανα σε σκόνη.

Oι βοτανοθεραπευτές υποστηρίζουν πως το βάμμα είναι το πιο δραστικό, καθώς εμπεριέχει συμπυκνωμένες όλες τις ευεργετικές ιδιότητες των βοτάνων. Ακολουθούν οι κάψουλες, ενώ τόσο το έγχυμα όσο και το αφέψημα ευεργετούν μεν τον οργανισμό, αλλά ο ασθενής χρειάζεται να καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες για να επιτύχει τα αποτελέσματα των άλλων δύο μεθόδων.

Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πως η βοτανοθεραπεία είναι μια συμπληρωματική θεραπευτική μέθοδος, κάτι που σημαίνει πως δρα επικουρικά σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους. Aν κάποιος λαμβάνει ήδη φαρμακευτική αγωγή, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να τη σταματήσει όταν ξεκινήσει τη χρήση των βοτάνων.

Επιμέλεια: Μαργαρίτα Μπρίγκου