«Ο χωρικός μύριζε όσο έκανε τον ιερέα, ολόκληρη η αριστοκρατία μύριζε, ακόμα και ίδιος ο βασιλιάς σαν λιοντάρι και η βασίλισσα σαν κατσίκα», γράφει ο Πάτρικ Ζίσκιντ στο μυθιστόρημά του «Άρωμα».

Το βιβλίο μας μεταφέρει στο Παρίσι του 17ου αιώνα, όπου ο φόβος για το νερό ήταν υπαρκτός, επειδή ήταν δημοφιλής η πεποίθηση πως μέσω αυτού μεταφέρονται ασθένειες. Η ανάγκη, λοιπόν, για την κάλυψη της δυσάρεστης οσμής ήταν μεγάλη, οπότε η χρήση αρώματος «άνθισε» εκείνη την εποχή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Έλαια, μπαχαρικά, λουλούδια και όχι μόνο συνδυάζονταν μεταξύ τους με μαεστρία και προσέφεραν στον καθένα ο,τι επιθυμούσε.

Η χρήση αρωμάτων συνεχίστηκε και τον 19ο αιώνα με το άρωμα να φοριέται και τους αρωματοποιούς να ξεκινούν επιχειρήσεις, κατοχυρώνοντας το όνομά τους.

Η γαλλική Γκρας υπήρξε σταθμός στην αρωματοποιία, χάρη στα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα γαρύφαλλα, τη λεβάντα και τις βιολέτες, που καλλιεργούνταν εκεί. Στην πόλη αυτή, αναπτύχθηκε και η τεχνική εξαγωγής «καθαρού» αρώματος, έπειτα από την απόσταξη με υδρατμό ή οινόπνευμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μπορεί τα αρώματα να μύριζαν υπέροχα, να ξυπνούσαν μνήμες, όνειρα και σκέψεις, ωστόσο, οι πρώτες ύλες τους δεν ήταν οι προφανείς. Ο μόσχος ζήβεθου, για παράδειγμα, παράγεται από έναν αδένα στη βάση της ουράς της αφρικανικής γάτας και σε μικρές ποσότητες προσθέτει βάθος και ζεστασιά σε ένα άρωμα. Το ίδιο και το αμπέρι, που εκκρίνεται από το έντερο της φάλαινας. Συνήθως αναφέρεται ως…

Διαβάστε τη συνέχεια στο govastileto.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης