Η Bally είναι μία από τις ιστορικότερες και πιο διάσημες εταιρείες παραγωγής υποδημάτων πολυτελείας στον κόσμο. Έχει την έδρα της και την παραγωγή της στην Ελβετία, ενώ διαθέτει τα προϊόντα της μέσω 730 καταστημάτων σε 70 χώρες, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 400 εκατομμύρια ευρώ και στις 5 ηπείρους! Ανάμεσά τους βρίσκονται καταστήματα στους πιο εμπορικούς δρόμους του κόσμου -όπως η Λεωφόρος των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι, η Λεωφόρος Madison της Νέας Υόρκης, η New Bond Street του Λονδίνου, η Via Montenapoleone του Μιλάνου, η Λεωφόρος Nevsky στην Αγία Πετρούπολη αλλά και άλλοι γνωστότατοι δρόμοι στο Beverly Hills-, σε μεγάλα αεροδρόμια όπως το Heathrow του Λονδίνου, κ.ά. Στην Ελλάδα, η Bally διαθέτει 3 καταστήματα, εκ των οποίων δύο στην Αθήνα κι ένα στη Θεσσαλονίκη.

Ο γνωστός οίκος ιδρύθηκε ως “Bally&Co” το 1851 από τον Carl Franz Bally και τον αδελφό του, Fritz, στο υπόγειο της οικογενειακής τους κατοικίας στο Schönenwerd της Ελβετίας. Το 1854 δημιούργησαν ένα μικρό εργοστάσιο υποδημάτων στο Schönenwerd, αλλά ο Fritz Bally εγκατέλειψε την επιχείρηση ενώ αυτή ακόμη βρισκόταν στα σπάργανα και ως εκ τούτου ο Carl Franz Bally συνέστησε την επιχείρηση υπό την ονομασία “C. F. Bally”. Την περίοδο εκείνη ανοίγουν και τα πρώτα καταστήματα της Bally στη Βέρνη, τη Βασιλεία και τη Ζυρίχη. Μέσα σε περίπου μία δεκαετία η επιχείρηση έφθασε να απασχολεί 500 εργάτες, ενώ, εκτός από μία σειρά καινοτομιών, η επιχείρηση με δαπάνη της δημιουργεί κι ένα μεγάλο πάρκο στην καρδιά του Schönenwerd.

Τη δεκαετία του 1870 η επιχείρηση βρίσκεται στην κορυφή της παραγωγής παπουτσιών στην Ευρώπη, ενώ ο γιος του Franz, Edward, εισάγει υπερσύγχρονα μηχανήματα για την παραγωγή υποδημάτων από τις ΗΠΑ. Επίσης, ανοίγουν ακόμα περισσότερα καταστήματα Bally στο Παρίσι, τη Γενεύη, το Μοντεβιδέο και το Μπουένος Άιρες. Η εταιρεία τη δεκαετία του 1880 εξάγει τα προϊόντα της σε πολλές χώρες της Ευρώπης δι’ αντιπροσώπων, ενώ ανοίγει το πρώτο της κατάστημα στην Αγγλία, και πιο συγκεκριμένα στη Νew Bond Street του Λονδίνου, διάσημη για τα καταστήματα ειδών πολυτελείας.

Το 1892 η επιχείρηση περνά στα χέρια των παιδιών του Franz Bally και μετονομάζεται σε “C. F. Bally and Sons”. H δεκαετία του 1900 χαρακτηρίστηκε από την ταχύτατη επέκταση του διεθνούς εμπορίου και η Bally εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία επεκτείνεται συνεχώς στις χώρες της Ευρώπης. Το 1907 η εταιρεία εισάγει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης, εντούτοις η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου παραμένει στα χέρια της οικογένειας Bally.

Λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εταιρεία δημιουργεί γραμμές παραγωγής υποδημάτων στη Γαλλία καθώς και δύο καινούργια εργοστάσια στην Βόρεια Ελβετία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Bally φθάνει στο απόγειο της παραγωγής της, καθώς προμηθεύει με παπούτσια τους στρατούς της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ελβετίας. Το 1916 αποτελεί έτος-ρεκόρ για την Bally, καθώς απασχολούσε 7.159 εργαζομένους και οι πωλήσεις της έφτασαν τα 4 εκατομμύρια ζευγάρια παπουτσιών.

Τα επόμενα χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μειωμένη αγοραστική δύναμη στις βασικές για τη Bally αγορές, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της εταιρείας και την απόλυση εργαζομένων. Η αναδιοργάνωσή της σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη βοηθά την Bally να αντεπεξέλθει. Η εταιρεία κατόρθωσε να επιβιώσει και της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 αλλά και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποτέλεσμα τελικά να επεκταθεί και σε πολλές νέες αγορές -με πιο σημαντική αυτήν της Βόρειας Αμερικής.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου ιδρύθηκε στο Schönenwerd μουσείο υποδημάτων στην έδρα της Bally, το οποίο λειτουργεί και σήμερα, έχοντας μία από τις μεγαλύτερες συλλογές του είδους της στον κόσμο, με αναφορές από την αρχαιότητα έως σήμερα. Το 1951, 100 χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Bally δημιουργεί ένα ανδρικό παπούτσι για επίσημες εμφανίσεις ονόματι Scribe, το οποίο ακόμα παράγεται από την εταιρεία στην Ελβετία. Το όνομα Scribe προέρχεται από το διάσημο Scribe Hotel του Παρισιού, όπου ο εγγονός του ιδρυτή της εταιρείας C. F. Bally διέμενε κατά την περίοδο εκείνη. Παρότι τη δεκαετία του 1960 η εταιρεία αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό από την παραγωγή υποδημάτων σε χώρες χαμηλού κόστους, η Bally διαφοροποιεί τα προϊόντα της και ανακαινίζει το κεντρικό της κατάστημα στη Ζυρίχη, το οποίο καταλαμβάνει 1.465 τ.μ. σε 5 ορόφους και αποτελεί το μεγαλύτερο κατάστημα προϊόντων Bally μέχρι και σήμερα.

Το 1976 η Bally πρόσθεσε στη συλλογή της δερμάτινες τσάντες και αξεσουάρ, καθώς και ρούχα υψηλής ραπτικής, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά η εταιρεία φεύγει από την ιδιοκτησία της οικογένειας Bally. Το 1999 η Bally περνά στα χέρια του αμερικανικού επενδυτικού fund “Τexas Pacific Group” με κύριο στόχο να επανέλθει η Bally στην κερδοφορία και να επανακτήσει την αίγλη της. Η εταιρεία γιόρτασε τα 150 χρόνια της το 2001 με μεταφορά της έδρας της στο Caslano, στις όχθες της λίμνης Lugano, στην Ελβετία, όπου μεταφέρθηκε και η παραγωγή όλων των υποδημάτων της Bally, ενώ το κεντρικό showroom της εταιρείας βρίσκεται στο Μιλάνο βάζοντας την εταιρεία ξανά στο επίκεντρο της διεθνούς μόδας.

Το 2007 υπεύθυνος σχεδιασμού της εταιρείας γίνεται ο διάσημος σχεδιαστής Brian Atwood, ενώ το 2008 η εταιρεία περνά στα χέρια της γερμανικής εταιρείας ειδών πολυτελείας LABELUX, συμφερόντων της οικογένειας Benckiser. Η έδρα της εταιρείας, όπου λαμβάνει χώρα και η παραγωγή των υποδημάτων της Bally, βρίσκεται στο Caslano της επαρχίας Ticino, στην Ελβετία.