Έγινε το μοιραίο. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην εκκλησία και βγήκε η στολισμένη αντίζηλος.

Εγώ κρυμμένη πίσω από ένα παρκάκι γύρευα να δω το βλέμμα του Οδυσσέα.

Το look γνωστό. Μαύρα γυαλιά. Μαντήλι και χαρτομάντιλα. Ό,τι απαιτεί η περίσταση.

Με καρδιά τσακισμένη. Βλέμμα θλιμμένο και μια φωνή που δεν βγαίνει.

Ελαφρό λαϊκό άσμα για μουσική υπόκρουση. Όχι από κανένα τρανζιστοράκι που είχα επάνω μου αλλά από το γειτονικό σπίτι. Είχαν πάρτι. Ήταν του Αγίου Γεωργίου χθες.

Το βλέμμα του Οδυσσέα να λάμπει. Γατίσιο. Χτυπά το κινητό μου. «Πώς είσαι;», μια φίλη από τα παλιά. «Ζω, με τρία θαυμαστικά», θα της πω.

«Καλοζείς», απαντά λες και δεν ξέρει. «Πού είσαι;» η δεύτερη ερώτηση. Τη φοβόμουν. Τι να πω; Κρυμμένη σε κάτι θάμνους βλέπω το γάμο του Οδυσσέα;

«Σπίτι», κόρνα από δίπλα και δύο οδηγοί να βρίζονται μπρος στην εκκλησιά. Ακόμη μια βρισιά θέλει να του δώσει… Είναι ο πατέρας της νύφης που παρ’ ολίγον να του τρακάρουν τη Μερσέντες.

«Φασαρία ακούω», θα πει. Κι αυτή η αναθεματισμένη ραντάρ το αυτί της. «Ναι έχω βγει στο μπαλκόνι.» Έχω νευριάσει τώρα. Αφήστε με μόνη, πέντε λεπτά θα κλάψω και τελειώνω. Βιάζομαι να της το κλείσω. Άσε που κάτι θείες σαν κάτι να πήρε το αυτάκι τους «να, να από εκεί πίσω»!

Νιαου, νιάου… «Ξουτ, βρωμόγατα. Είναι γρουσουζιά για τον γάμο Μηλίτσα;», ρωτά η μία την άλλη.

«Μην δίνεις σημασία. Καλό και ευλογημένο! Κοίτα τον Οδυσσέα μας. Να ζούσε η μανούλα του να τον καμαρώσει με το γαμπριάτικο… Κούκλος είναι σαν τον Αλέν Ντελόν!»

Ναι με 183,75 κιλά παραπάνω. «Καλέ μιλάει ο θάμνος;», πάλι η θεία. «Ξεκούτιανες τελείως… Αχ, σαν την Θυμιούλα του Καρκαλέτσ’ που νόμιζε ότι της μιλούσε ο άνδρας της ο Σπύρος.»

Αυτό μου έλειπε έχω που έχω τον πόνο μου, έχω που έχω την πίκρα μου, να σου μπροστά μου και οι θηλυκοί γέροι του Μάπετ Show. «Βουλώστε το!»

«Λέλα, δεν είμαι καλά. Τώρα άκουσα κι εγώ μια φωνή. Ουιουιουι… Σκιάχτηκα. Τι γίνεται στην Αθήνα; Μουρλάθηκαν τα δέντρα, οι άνθρωποι όλα. Άντε να γυρίσουμε στην Καρδίτσα μας», φλυαρεί η άλλη κυριούλα.

Το αξάν δίνει και παίρνει. Ένας λυγμός μου βγαίνει ασυναίσθητα καθώς τον βλέπω να αγκαλιάζεται με τον φίλο του, πλέον και κουμπάρο του.

Πάλι το κινητό. Αυτή τη φορά ήταν ο φίλος μου ο Νίκος. «Έλα μου… Είσαι καλύτερα;», ρωτά ευδιάθετα για να του απαντήσω έτσι. «Μμμμ», μουγκρίζω γιατί αν μιλήσω θα καταλάβει ότι το δάκρυ μου έχει γίνει ποτάμι και πάει να βρει τη θάλασσα…

«Τι θα κάνουμε; Έρχομαι να σε πάρω.» «Όχι», θα πω απότομα. «Γιατί, τι έχεις; Ακόμη στενοχωριέσαι;»

«Δεν είμαι σπίτι.» Βλακεία τώρα θα ρωτά που είμαι και τι να πω έξω από την εκκλησία καθισμένη στο απέναντι παγκάκι;

«Μίλησα πριν με την τρελή την άλλη και μου είπε ότι είσαι σπίτι». Έχει κάνει και ρεπορτάζ. Τώρα παγιδεύτηκα. «Ναι, πετάχτηκα να πάρω ένα γάλα», θα πω. Τι θεία έμπνευση ήταν αυτή;  

Η νύφη ετοιμάζεται να πετάξει την ανθοδέσμη, πριν μπει με τον Οδυσσέα στο αυτοκίνητο.

«Λοιπόν, έρχομαι να σε πάρω» μιλά το κινητό μου… Μια γάτα τρίβεται στα πόδια μου. «Ξουτ, ξουτ», θα μιμηθώ την θεία του Οδυσσέα.

Μαυρόγατα και κακό. Αλλά τι χειρότερο θα μου τύχαινε;

«Έτοιμες; Ένα, δύο, τρία…» μετρά αντίστροφα η νυφούλα-αντίζηλος. Την πετά τόσο μακριά… Που προσγειώνεται στο κεφάλι μου.

Η νύφη είχε κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στην ανθοδεσμο-βολία. Η Βερούλη μπροστά της δεν έπιανε μια.

Η δύναμη και ο άνεμος την μετέτρεψαν σε τούβλο. Ένα μακρόσυρτο «ωχχχχ» ακούστηκε πίσω από τους θάμνους.

Το γατί πετάχτηκε έντρομο. Οι καλεσμένοι γελούν. Ο Οδυσσέας για να πειράξει την νύφη πάει να φέρει το αντικείμενο βολής.

Με βρίσκει πίσω από το θάμνο με ένα καρούμπαλο πάνω στο μέτωπο, να σφαδάζω και να κλαίω… Από τον πόνο, από την θλίψη και να θέλω να πεθάνω από την ντροπή μου.

Του πετάω την ανθοδέσμη στα μούτρα. Τον βλέπω με το γνωστό του κρυφογελάκι. Η νύφη και το σόι τον φωνάζουν. Εμφανίζεται όπως οι ηθοποιοί στην σκηνή ενώ κάτι ευτράπελο διαδραματίζεται στα παρασκήνια. Εκεί στον θάμνο που ήμουν εγώ.

Δεν μπορεί να θυμηθεί τις ατάκες του. «Να τη βρήκα», είπε την ηλίθια που έλεγε ότι δεν θα έρθει κιόλας. Σίγουρα σκέφτηκε.

Μόνο μάζεψα τα καρούμπαλά μου, τα γυαλιά μου, σηκώθηκα για να φύγω, καθώς ένα μήνυμα ήρθε στο κινητό μου από τον ακατονόμαστο…

«Την τρέλανες τη θεία μου τη Λέλα! Ακόμη νομίζει ότι ακούει θάμνους να μιλούν. Πού να ‘ξερε…»