Με τον Τάκη ήμασταν αρραβωνιασμένοι δύο χρόνια. Ήμασταν τρελοί ο ένας για τον άλλο. Εκείνος με πρόσεχε και μου φερόταν σαν σε βασίλισσα. Αλλά κι εγώ ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του.

Και οι δύο είχαμε μια καλή οικονομική επιφάνεια κι έτσι νοικιάζαμε μια μονοκατοικία στα βόρεια προάστια.

Κατά τη διάρκεια όμως του τελευταίου εξαμήνου της σχέσης μας, η πρώην φίλη του ήρθε και μετακόμισε λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι μας. Σε γενικές γραμμές είμαι ψύχραιμος χαρακτήρας, όμως όταν άρχισαν κάποια περίεργα «σούρτα φέρτα» του Τάκη στο σπίτι της, δήθεν για να «βοηθήσει στη μετακόμιση» ή να «αλλάξει τις λάμπες στο σαλόνι», μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά μου.

Η συμπεριφορά του άρχισε να αλλάζει. Στην αρχή, έλεγε πως ήταν κουρασμένος, άλλες φορές έπεφτε πολλή δουλειά στο γραφείο και λοιπές δικαιολογίες. Όταν προσπαθούσα να του μιλήσω, για να του επισημάνω την αλλαγή του, δεν σήκωνε κουβέντα. Σε κάποιο καβγά μας, μάλιστα, του «πέταξα» στα μούτρα τις υποψίες μου. Με έβγαλε τρελή. Η διαίσθηση μου όμως, μόνο τρελή δεν θα μπορούσε να με βγάλει. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν αποδείξεις.

Αποφάσισα να τον παρακολουθήσω. Θα έβγαινε για ψώνια- συνήθεια που μισούσε και απέφευγε όσο ήταν μαζί μου. Έτσι όταν έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο, μπήκα κι εγώ στο δικό μου και άρχισα την παρακολούθηση. Τότε ήταν που τον είδα να την παίρνει από το σπίτι της και να πηγαίνουν σε εστιατόριο της παραλιακής. Τα παθιασμένα φιλιά που τους έβλεπα να ανταλλάσσουν κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήταν αδιάψευστος μάρτυρας της απιστίας του.

Ήθελα να τα βάλω μαζί του. Ήθελα να στήσω καβγά μέσα στο εστιατόριο. Πολλά ήθελα να κάνω. Όμως κρατήθηκα. Δεν έκανα τίποτε. Αποφάσισα να βρω έναν τρόπο για εκδίκηση. Και τον βρήκα λίγες μέρες μετά.

Εκτός από το σπίτι, νοικιάζαμε ένα κτίσμα που χρησιμοποιούσαμε ως γκαράζ. Το γκαράζ ήταν τριπλό με ενδιάμεσους τοίχους, των οποίων οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Τους δύο χώρους χρησιμοποιούσαμε για τα αυτοκίνητά μας. Ο τρίτος χώρος ήταν άδειος. Κάποια στιγμή που χρειάστηκε να αποθηκεύσω πράγματα, αναζήτησα τα κλειδιά του χώρου από τον Τάκη. Εκείνος είχε αρνηθεί διακριτικά, λέγοντάς μου πως είναι πολύ καλύτερα να φυλάσσονται στο σπίτι.

Έτσι πλήρωσα έναν κλειδαρά να ανοίξει την κλειδαριά του γκαράζ. Έκπληκτη και σοκαρισμένη αντίκρισα κούτες με ρούχα και πράγματά της να γεμίζουν τον χώρο. Έριξα μια ματιά για να διαπιστώσω πως επρόκειτο για πανάκριβες μάρκες. Πιθανότατα τα είχε αφήσει προσωρινά, μέχρι να ολοκληρώσει την εγκατάσταση στο καινούργιο σπίτι. Δεν θα τα έπαιρνε, όμως, ποτέ!

Το σχέδιο είχε καταστρωθεί. Όσο ο Τάκης βρισκόταν στη δουλειά, το γκαράζ άδειαζε κούτα – κούτα και το περιεχόμενο πήγαινε στα κοντινά ορφανοτροφεία ή ενορίες. Όλα τα πανάκριβα συνολάκια της κυρίας θα τα χαίρονταν οι άνθρωποι που είχαν ανάγκη από τα βασικά. Το άδειασμα του χώρου μού πήρε πέντε ημέρες.

Όταν τελείωσα, τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Ένιωθα ενοχές αλλά και χαρά. Δεν ξέρω αν η «αντίδρασή» μου ήταν η σωστή, ήταν όμως η μόνη που άντεχα. Λίγες ημέρες αργότερα ο Τάκης με πλησίασε και με ρώτησε αν άνοιξα το γκαράζ. «Τι δουλειά έχω μέσα σε ένα άδειο γκαράζ;», του απάντησα. Δεν είπε τίποτε κι έφυγε. Ούτως ή άλλως είχα δίκιο. Το γκαράζ ήταν άδειο. Όπως ήταν πλέον και τα συναισθήματά μου για εκείνον. Δύο μέρες αργότερα άδειασε και το υπόλοιπο σπίτι. Από τα πράγματά μου. Οριστικά.