Μόλις είχα πάρει τις εξετάσεις από το γιατρό. Δεν μπορούσα και πολλά να καταλάβω. Λίγο που αισθανόμουν εξαντλημένη, λίγο που αυτά τα ιατρεία και οι ιατροί με αρρωσταίνουν, δεν έβγαζα άκρη.

Κοίτα να δεις τι σου είναι η επιστήμη, αν δεν ξέρεις από ιατρικά, σου φαίνονται όλα Κινέζικα.

Επρόκειτο για ένα τυπικό check up, γιατί δεν ένιωθα καλά. Τελευταία οι δυνάμεις μου ένιωθα να με εγκαταλείπουν και αυτός ο διαβολεμένος πυρετός μετά το party στο Villa δεν έλεγε να υποχωρήσει.

Ο Γιάννης όλο μου έλεγε, «Καλά, με το πρώτο συνάχι, τρέχεις στο γιατρό. Ούτε έρωτα να είχες μαζί του. Χριστιανή μου, είσαι 30 χρονών, σταμάτα». «Με ξέρεις 7 χρόνια, ακόμη να με μάθεις. Μου φεύγει ένα βάρος, σαν να χάνω 50 κιλά. Και δεν θέλω σχόλια!», συνήθιζα να του απαντάω ναζιάρικα.

Τί ήθελε κι αυτός ο γιατρός να πάρει άλλον ασθενή! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Έχω και τον Γιάννη το χαβά του, θα αργήσουμε για το δείπνο στης μητέρας του. Του το κλείνω και δεν καταλαβαίνει. «Είμαι στο γιατρό», του λέω χαμηλόφωνα.

«Η κ. Πεπονάκη;», φωνάζει η νοσοκόμα. Ακόμη κοιτάζω πίσω μου μην κρυφογελάει κανείς κοροϊδεύοντας το επίθετό μου και με «το μαχαίρι» ανά χείρας για να του επιτεθώ (κατάλοιπο από το σχολείο).

Μπαίνω μέσα και μου λέει ο γιατρός: «Τί κάνει το κορίτσι μου σήμερα; Για να δω τις εξετάσεις του…». Εκεί ακριβώς τον διακόπτω, «Μόνο γρήγορα αν γίνεται γιατί με έχει φάει ο Γιάννης με την γκρίνια του. Βλέπετε έχουμε κανονίσει».

Ο γιατρός μου, ο κ. Πάκης, είναι ένας κοντός, καραφλός, καλοκάγαθος άνθρωπος, που σίγουρα αν τον έβλεπε κάποιος στο δρόμο, μάλλον για χασάπη θα τον περνούσε με την χρυσή καδένα να στολίζει το στέρνο του. Καθώς τον παρατηρούσα ήταν σαν αλλαγή καιρού. Συνοφρυώθηκε, σκοτείνιασε, ξαφνικά όλα αυτά. 

Πήρε το αυστηρό ύφος του γιατρού: «Κυρία Πεπονάκη, πόσο χρονών είστε;» Του είπα την ηλικία μου – αν και δεν είναι chic για μια κυρία να την ρωτούν – και το οικογενειακό μας ιατρικό ιστορικό που μου ζήτησε. «Ξέρεις εγώ δεν συνηθίζω να λέω ψέματα στους ασθενείς μου. Είστε παντρεμένη, έχετε παιδιά;»

Καλά, τί σχέση έχει η γάμος και τα παιδιά με την υγεία; Άρχισα να ανησυχώ πολύ! «Πείτε μου, έχω μια σχέση σοβαρή. Πείτε μου συμβαίνει κάτι;», ήθελα να μάθω εναγωνίως.

«Κυρία Πεπονάκη», παύση… «Κυρία Πεπονάκη, έχετε καρκίνο στο πάγκρεας. Δυστυχώς είναι καλπάζουσα μορφή, αλλά θα κάνουμε ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό μπλα, μπλα μπλα….». Είχα πάψει να ακούω. Σκεφτόμουν όσα δεν έκανα στην ζωή μου, όσα ανέβαλα για να τα κάνω στο διηνεκές μέλλον… Τώρα το τέλος πλησίαζε! 

Δεν μπορούσα να σηκωθώ από την καρέκλα, είχαν παραλύσει τα πόδια μου. Μόνο την κηδεία μου είχα στο μυαλό μου. Ένα μαύρο στην οθόνη του μυαλού μου.

Δεν είμαι δυνατή για να το ξεπεράσω, μόνο πίστη στο Θεό έχω και έλεγα ότι δεν θα με πάρει κοντά του τόσο γρήγορα. Αλήθεια η μητέρα μου… Πώς θα της το πω; Θα πεθάνει πριν από εμένα. Τί δεν θα έδινα να γινόμουν πάλι μικρή και ασφαλής να κρυβόμουν στην αγκαλιά της, να με προστατεύσει από όλα.

«Θα το πολεμήσω», σκέφτηκα μετά. Θα γλιτώσω. Σαν τον Διγενή Ακρίτα θα ξεγελάσω το Χάρο. Θα παλέψω στα Μαρμαρένια Αλώνια. Χριστέ μου, τί λέω… Δεν θέλω να πεθάνω.

Όλες αυτές οι σκέψεις, η κηδεία μου, οι δικοί μου που θα τους έχανα, το μοιρολόι του Γιάννη. Κλείστηκα στο σπίτι, στον εικονικό μου τάφο στο κρεβάτι σε στάση νεκρού. Μαύρα πανιά στους καθρέπτες. Τηλέφωνο δεν σήκωνα, ήθελα να κρατήσω την αναπνοή μου να πεθάνω πιο γρήγορα και ο πυρετός πότε 38,8, πότε 39,9.

Ο Γιάννης να κλαίει, να κάνει όρκους αιώνιας αγάπης και να ζητεί την χείρα μου πάνω από το νεκροκρέβατο. Στην μάνα μου θα το έλεγα από Δευτέρα. Αυτό μπορούσα να το αναβάλω για λίγο τόσο λίγο… 

Σηκώθηκα κακήν κακώς να πάω μέχρι την κουζίνα για «λίγο» νερό. Τίποτα δεν μπορούσα να κάνω άλλο μέσα στην ζάλη μου. Ο τηλεφωνητής πάλι… Παρατήστε με, ήθελα να πω, μα πού κουράγιο!

 «Κυρία Πεπονάκη, κυρία Πεπονάκη… Δεν είστε εκεί; Από τον γιατρό έχει γίνει λάθος στην διάγνωση. Μια ίωση έχετε. Λάθος φάκελο σας διαβάσαμε. Καλέ δεν πεθαίνετε…», βρήκε η σιχαμένη γριά γραμματέας να αστειευτεί, «Άλλος θα πάει αδιάβαστος. Ε, είναι γέρος όμως». 

Όταν ξύπνησα, πρέπει για ώρες να ήμουν αναίσθητη το μόνο που ήθελα ήταν να τραγουδήσω: ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΙΣΑ ΤΗ ΖΩΗ!  

Να κάνω όλα όσα ανέβαλα τόσα χρόνια, να πάω εκείνο το ταξίδι στο Περού, να κάνω ωτο-στοπ, καταδύσεις και να γίνω εθελόντρια του ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. Α… να πω επίσης στην μανούλα μου και στα αγαπημένα μου πρόσωπα πόσο πολύ τα αγαπώ!

Έγραψα στον καθρέπτη του δωματίου μου: ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΝΑ Ξ*#@%$… ΤΟΝ ΑΓΥΡΤΗ-ΓΙΑΤΡΟ!