Γιατί οι άνδρες δεν παραδέχονται ότι μας αγαπούν τη στιγμή που τους το ζητάμε. Απορία το έχω. Πρώτα μας βγάζουν το λάδι με τα καπρίτσια τους και μετά με περισσή ευκολία βάζουν τον καπελάκι τους και φεύγουν στα δύσκολα.
Ρωτάμε με απλά ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και σε όποια γλώσσα κατέχει καλύτερα η καθεμία μας, να μας απαντήσουν σε μια τόσο απλή ερώτηση. “Με αγαπάς;”, αυτό ρωτώ, που με κοιτάς σαν χάνος και γουρλώνεις τα μάτια λες και είσαι απέναντι από την Μανωλίδου στο παιχνίδι της Αλήθειας.
Ηρέμησε, καλέ μου, μεταξύ μας είμαστε, τους τέσσερις τοίχους του παιδικού σου δωματίου. Α, ξέχασα τη μαμά σου με το ποτήρι στην πόρτα να αγχώνεται όπως τότε στις Πανελλαδικές. Ο υποβολέας μην χάσει καμία λέξη…
“Τι θέλεις τώρα… Όχου! Έχω και αγώνα αύριο!” Ποιον αγώνα; Αφού την κοιλιά σου την κλωτσάς με τα γόνατα, ρε αθλητικέ τύπε.
Εννοείς να πας στο γήπεδο με τους άλλους ανευθυνόμαγκες και να κανιβαλλιστείτε στην θύρα “7” για την ομαδάρα. Αν σε ρωτήσω τον Ολυμπιακό τον αγαπάς; Σίγουρα θα πεταχτείς από την καρέκλα που κάθεσαι δήθεν σκεπτικός, ενώ από μέσα σου παρακαλάς να τελειώσει η ερωτική μου ανάκριση και θα πιθηκίζεις τον ύμνο “Θρύλε μου σε αγαπώ…”
Να ήμουν και καμία που σου ζητάω συνέχεια να μου επιβεβαιώνεις τον έρωτά σου; Η κακομοίρα πρώτη φορά σήμερα μάζεψα το θάρρος να σε ρωτήσω, “Αντώνη που θα πάει η βαλίτσα; Δέκα χρόνια είναι αυτά!”
Και τι χρόνια, τα καλύτερα. Ήμουν μπουμπούκι στα δεκαοχτώ όταν έπεσα στον έρωτά σου. Οικονομικά εγώ, Δραματική εσύ. Πτυχίο, μεταπτυχιακό και δουλειά εγώ, πτυχίο Εθνικού και κομπαρσιλίκια εσύ.
Όλο “πολεμούν το ταλέντου σου”, λέγεται το βαριέμαι να πάω να δουλέψω. Βλέπεις είναι και η κυρία Αμαλία στη μέση που όλο γκρινιάζει ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και σε έχουν χαντακώσει, αλλά
κάποια μέρα θα αναγνωριστεί το ταλέντο σου.
Μην πας μακριά, σκέφτηκα να παρακαλέσω τον Σαμαρά, τώρα που έγινε Υπουργός Πολιτισμού μέσω ενός παλιού μου γκόμενου που ήταν το πρώτο βιολί του στην “Πολιτική Άνοιξη”, μπας και σε πάρουν σε καμία παράσταση στην Επίδαυρο.
Μέχρι Υπουργό είχε φτάσει η αγάπη μου για σένα. Κι εσύ, αχάριστε, ούτε ένα “σ’ αγαπώ” συναιρεμένο ασυναίρετο, όπως σε βόλευε.
Ήθελα να ήξερα πώς σου είχε δώσει το πτυχίο υποκριτικής ο Κούρκουλος, ως Πρόεδρος του Εθνικού, αφού δεν μπορούσες ούτε μια ατάκα να πεις.
“Θέλεις να χωρίσουμε, τι καταλαβαίνεις;”, θα απειλήσει. Μην μου μουγκρίζεις εμένα για
Το είχαμε γυρίσει στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, “Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε”, συμπλήρωνε το υποβολείο-μητερούλα!
Αντί να είναι με το μέρος μου…
Κάπως έτσι φτάσαμε στον χωρισμό. Η ζωή μου κυλούσε ομαλά, λιγάκι βροχερά – όταν τον θυμόμουν. Είχα αποφασίσει να κλείσω οριστικά τον παλιό κύκλο και να ανοίξω έναν καινούριο τεράστιο…
Καλοκαίρι, πνιγμένη στη δουλειά, μετρώντας αντίστροφα για την άδεια βρίσκω το γραφείο μου μαζί με την εσωτερική αλληλογραφία μια πρόσκληση για την “Αντιγόνη” που θα ανέβαινε στην Επίδαυρο υπό την σκηνοθετική μαεστρία του Κυριάκου Καραγιάννη.
Σπάνια λάμβανα τέτοιες θεατρικές προσκλήσεις, δεδομένου ότι δεν είναι και του εργασιακού μου αντικειμένου. Βέβαια τόσα χρόνια με τον Αντώνη είχα αποκτήσει την κριτική ματιά του Γεωργουσόπουλου. Είχα άποψη για την σκηνοθεσία – δεν τόνισε σωστά την σκηνή του αποχαιρετισμού, για την σκηνογραφία αν ήταν λάθος – αφού το έργο ήταν τοποθετημένο στα χρόνια του Μεσοπολέμου – και το αν η καρατερίστα δεν υποστήριξε σωστά την σκηνή με την ντάμα, κι άλλα τέτοια ειδικά!
Συνέπιπτε με την άδεια μου, άρα μπορεί να πήγαινα, έτσι για να αποτείνω φόρο τιμής στον Αντώνη, τον πρώην γενικώς! Το μυαλό μου σίγουρα δεν πήγαινε ότι θα μπορούσε να μου την είχε στείλει εκείνος. Δεν συνήθιζε της εκπλήξεις.
Να ‘μαι κι εγώ ντυμένη την κουλτούρα της Επιδαύρου για να απολαύσω ένα από τα πιο cult
Η παράσταση ξεκίνησε. Πρώτη κεραμίδα με βρήκε κατευθείαν στο δόξα πατρί! Ο Αντώνης στο ρόλο του Αίμωνα, κοντολογίς ο γιος του Κρέοντα και αγαπητικός της Αντιγόνης!!! Αχα, αχα πιστέψτε το. Ο αργόσχολος, ο άεργος, ο “δεν θέλω να αφήσω το φρέντο από τα χέρια” στην Επίδαυρο!
Πιο εκεί, μέσα στο σκοτάδι λαμπίριζε όλο καμάρι για τον γιόκα της η υποβολέας-μητερούλα του, η οποία είχε μάθει όλη την τραγωδία του Σοφοκλή νερό, όπως ήξερε την Εσμεράλδα από τα βραζιλιάνικα. Ο πατέρας του άοσμος, άηχος είτε έβλεπε τον γιό του σε αρχαία τραγωδία είτε τον Μάρκο Σεφερλή στο “Δελφινάριο”, ένα και το αυτό.
Επί σκηνής συμβαίνουν πράγματα και θαύματα. Η Αντιγόνη παραβαίνει τις διαταγές του Κρέοντα, Βασιλιά της Θήβας και επιχειρεί να θάψει τον νεκρό αδελφός της Πολυνείκη, ο οποίος αλληλοσκοτώθηκε με τον άλλο τους αδελφό, Ετεοκλή για την εξουσία. Εκείνη απολογείται ενώπιων του και υπερασπίζεται την πράξη της, δηλαδή να εφαρμόσει τον θεϊκό νόμο, να θάψει τον αδελφό της, έναντι του επίγειου που εκπροσωπεί ο βασιλιάς. Φυλακίζεται σε υπόγειο τάφο.
Καλέ αυτός ο ρόλος είναι κομμένος και ραμμένος για την μητέρα του ηθοποιού Αντώνη. Αααα θα σας μαλώσω κύριε σκηνοθέτα που προτιμήσατε άλλη.
Ενώ όλα αυτά λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια χιλιάδων, για να μην πω μυριάδων θεατών στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, ξάφνου ο Αίμων γίνεται Αντώνης και άρχιζε από σκηνής να μου κάνει ερωτική εξομολόγηση, υποκαθιστώντας και τον χορό στο γνωστό “Έρως ανίκατε μάχαν, έρως ος εν κτήμασι πίπτεις…” etc, etc.
Όσα δεν μου είχε πει δέκα χρόνια τώρα ο Αντωνάκης, τα ξεφούρνισε με μιας. “Για Όσκαρ ήμουν”, θα μου έλεγε αργότερα. “Ή μήπως για το Χρυσό Βατόμουρο”, θα διόρθωνα. Είχε κάνει την “Αντιγόνη” της Επιδαύρου παράσταση της Αννίτας Πάνια. Σε λίγο θα έβγαινε η επόμενη ταλεντάρα, ο Κατέλης να ερμηνεύσει, “Κουμπί or not Κουμπί!”
Το πλήθος έχει ενθουσιαστεί, ο σκηνοθέτης και Κρέων αλαλάζει, “Καταστροφή, καταστροφή”
Την επόμενη μέρα οι κριτικοί θα έθαβαν την παράσταση, όμως έπλεκαν το εγκώμιο “ενός νέου ταλαντούχου ηθοποιού, που κράτησε άσβεστο το ενδιαφέρον του θεατή χάρις το αυτοσχέδιο εφεύρημά του. Κι ας προσπάθησε – εις μάτην – να μας πείσει ο κύριος Καραγιάννης ότι εκείνος το είχε προσχεδιάσει. Με τι ταλέντο, κύριε σκηνοθέτα; Η μοναδική ταλαντούχα πράξη που έχετε κάνει για αυτή την παράσταση είναι η επιλογή του Αντώνη Βεργή να ερμηνεύσει τον ρόλο του Αίμωνα”. Πρώτος και καλύτερος ο πιο δύσκολος, ο Βιδάλης.
“Σ’ αγαπάω”, είχε κολλήσει ο Αντώνης, “Δεν πιστεύω να έχεις αμφιβολία πια; Θέλεις να παντρευτούμε;” Ήμουν έτοιμη να κλάψω στην ατάκα, “I do, I do”, όταν πετάχτηκε από το γνωστό της πόστο ο υποβολέας – κυρία Αμαλίτσα, “Τώρα που έγινε διάσημος και θα αρχίσουν τα περιοδικά και οι τηλεοράσεις να γράφουν για σένα… Θα βγούμε και στην Φαίη Σκορδά, δεν γίνεται να παντρευτείς, θα χάσεις τις θαυμάστριες”.