Σε όλα ανάποδη, όπως λέει και η μαμά μου. Από μικρή διέφερα από τα άλλα κοριτσάκια. Όλες ήταν ερωτευμένες με τον Ριτζ από την «Τόλμη και Γοητεία» και εγώ με τον πατέρα του τον Έρικ. Στο σχολείο αντί για τον Γιαννάκη τον συμμαθητή μου, εγώ ήθελα τον δάσκαλο της Γ’ Τάξης.

Ακόμη και στο παραμύθι της Χιονάτης ρωτούσα να μου πουν πόσο χρονών ήταν το βασιλόπουλο και πόσα χρόνια διαφορά είχε από την κοιμωμένη. Άφωνη η μητέρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο της εφηβεία μου. Μου άρεσε ο άγαμος θείος της καλύτερής μου φίλης, ο κύριος Θεόδωρος. Λίγο κουλτουριάρης, λίγο μποέμ και πολύ γυναικάς. Όπως άκουγα την μητέρα της Νάντιας να μας λέει συνέχεια, «Να βρείτε ένα καλό παιδί. Μακριά από τύπους σαν τον αδελφό μου τον Θόδωρο. Να δω αυτόν ποιος θα τον γηροκομήσει».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έμπαινε αφηρημένος στο δωμάτιο που καθόμασταν για να ρωτήσει, «Τι λέτε θα έρθετε μαζί μου απόψε; Να γυρίσουμε όλα τα night clubs».

«Ναι, ναι», ξεφωνίζαμε σαν χορωδία σκεπτόμενες ότι θα μας έδιναν αμέσως την άδεια οι δικοί μας. Ήταν στη μέση ο κυρ-Θόδωρος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ακουγόταν η φωνή της μητέρας της Νάντιας, η κυρία Ελένη που ανάδευε τα ζυμάρια όπως πάντα και μύριζε ολόκληρη σαν γαλακτομπούρεκο, να μας επαναφέρει στην τάξη, «Άσε ήσυχα τα κορίτσια δεν είναι για τα μούτρα σου… Κοίτα να βρεις καμία να συμμαζευτείς. Μαγκούφης θα μείνεις καημένε μου.»

Και καθώς άκουγε την αδελφή του να τον κατσαδιάζει, κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε, «Μην την ακούτε. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι γεννημένοι γονείς και άλλοι που είναι γεννημένοι εραστές».

Πάλι η κυρία Ελένη από μέσα έκοβε και έραβε, «Μου βάζεις και ζελέ στο μαλλί. Κακομοίρη μου σε λίγο δεν θα έχεις μαλλί. Μου θέλεις και μικρούλες. Τι να σου λιμπιστούν μωρέ τα νιάτα σου ή την ομορφιά σου;»

Απορούσα με την υπομονή του. Δεν αντιδρούσε καθόλου. Μόνο γελαστός μας έλεγε συνωμοτικά, «Μην γίνετε έτσι ποτέ. Οι άνδρες την σιχαίνονται την μουρμούρα. Είναι λόγος για να σας αφήσουν».

Ερχόταν στο μυαλό μου αυτή η ιστορία που είχα κρυφακούσει να λέει μια φίλη της μαμάς μου ότι ο άνδρας της είχε πάει για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε. Λέτε να του γκρίνιαζε όλη μέρα;

Δίκιο είχε, ορισμένοι άνθρωποι δεν είναι γεννημένοι για παντρειές. Όπως δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον δικό μου πατέρα με νεανικά ρούχα και ζελέ στα μαλλιά να τριγυρίζει από μπαρ σε ντίσκο, έτσι και ο κυρ-Θόδωρος δεν του ταίριαζε διόλου η εικόνα του κλασικού οικογενειάρχη.

Χριστούγεννα του 2000. Εγώ και η Νάντια είχαμε κλείσει τα 18 και πλέον μπορούσαμε να πάμε μόνες μας στα πιο hot στέκια. Ο κόσμος όλος είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Γιόρταζαν το millennium και την αυγή μας καινούριας δεκαετίας πολλά υποσχόμενης, κυρίως για εμάς που θα μπαίναμε στα είκοσι…

Πανεπιστήμιο, ήμασταν ήδη φοιτήτριες, εγώ της Νομικής και εκείνη της Φιλοσοφικής, όνειρα τρελά που έφτανα ως τον ουρανό και έρωτες… Αυτά ήταν τα άμεσα σχέδιά μας.

Θα ρουφούσαμε τη ζωή με το καλαμάκι του φραπέ, ήταν η ατάκα που λέγαμε η μία στην άλλη καθώς ρουφούσαμε το τελείωμα του αφρού…

Μπήκαμε στο κλαμπ. Όλα τα ανδρικά βλέμματα καρφώθηκαν πάνω μας. Δυο κουκλίτσες ή για να θυμόμαστε και την θεωρητική μας κατεύθυνση, δυο πλακώνες ζωγραφιστές ήμασταν… Ανεξάρτητες, ελεύθερες, γεμάτες ζωή!

Η μουσική λίκνιζε από μόνη της τα κορμιά μας. Τα αγόρια, της ηλικίας μας, μας θώπευαν με τα βλέμματά τους. Όμως ούτε εκείνοι ούτε εμείς είχαμε το θάρρος για το πρώτο βήμα.

Παραπέρα στους λευκούς καναπέδες, που άστραφταν λες και ήταν δόντια δράκου με το black light να τους φωτίζει, καθόταν ένα τσούρμο από κορίτσια που κακάριζαν…

«Καλλιστεία έχουν σήμερα;», θα με ρωτήσει η Νάντια, η οποία με την αδιακρισία που την διέκρινε κινήθηκε προς τα εκεί.

«Θείε; Θείε;», ούρλιαζε για να την ακούσουν. Ποιος θείος της ήταν ο Πρεβελάκης, ο γνωστός διοργανωτής των καλλιστείων ή ο Hugh Hefner, του Playboy με τα κουνελάκια του…

Την βλέπω να φιλιέται και να αγκαλιάζεται με ένα κύριο, λίγο… ώριμο, όχι σταφιδιασμένο, απλώς ώριμο! Καλοστεκούμενο θα έλεγα.

«Έλα, πάμε. Βρήκα γνωστό. Μάντεψε ποιος είναι εδώ; Ο θείος μου ο Θόδωρος. Τον θυμάσαι;», μου ξυπνά το παρελθόν η ανιψιά του «μεγάλου» μου έρωτα.

«Βρε, βρε τα μωρά που μεγάλωσαν…», θα πει καλωσορίζοντάς μας. Στοιβαγμένες ανάμεσα σε γυμνά σαρκία που δονούνταν από τα ντεσιμπέλ καθίσαμε κι εμείς.

Η αγωγή μου, η φωνή της κυρίας Ελένης και αδελφής του giovenno που ηχούσε στα αυτιά μου, «Σα δε ντρέπεσαι… Καλέ θα μπορούσαν να ήταν κόρες σου!», τα ταμπού μου, με έκαναν να ανακάθομαι άβολα στον καναπέ δόντι δράκου.

Η ανιψούλα διασκέδαζε με τον αιώνιο έφηβο θείο της και συναγωνίζονταν στις χορευτικές φιγούρες. «Έλα, θείε…», έλεγε εκείνη, «Σφηνάκια και κανάτες για όλους», πρόσθετε εκείνος.

Τα επιφωνήματα και τα φωνήεντα τύπου «ααα, οοο, εεε, ουαου», έδινα και έπαιρναν από τις «ciaoυσες» του Γιώργου Μαρίνου. Και εγώ ένας θιασώτης απλός στην τραγωδία της ζωής του μπαρμπα-Θόδωρου! Τελικά δεν έβαλε μυαλό.

Τον χάζευα να χορεύει, να πίνει, να φιλά τα κορίτσια και να διασκεδάζει. Όλο και έφερνα τον πατέρα μου στην θέση του. Θα πρέπει να ήταν συνομήλικοι ή μήπως ο μπαμπάς μου και πρόσφατα παππούς ήταν μικρότερος;

Ένα χέρι ακουμπούσε την μέση μου. Ο κυρ-Θόδωρος ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε και σημείωσε με έκπληξη, «Πω, πω σωστή δεσποινίδα έγινες. Φαντάζομαι πόσα αγόρια θα βασανίζεις!»

«Τι λέτε κύριε Θόδωρε;», είπα σαν χαμηλοβλεπούσα που της έκαναν μια φιλοφρόνηση, κι όλο και κοκκίνιζα, αλλά που να φανεί με τόσο μακιγιάζ.

«Μου αρέσει που είσαι συνεσταλμένη. Αν είχα κόρη θα ήθελα να ήταν σας εσένα. Έχεις όμορφο πρόσωπο, ωραία μάτια… Έχεις φιλαράκο; Πες μου εμένα…», τώρα μιλούσε τα ποτό, δεν τον ξεσυνεριζόμουν.

Το πνεύμα της κυρίας Ελένης και μητέρας της ξεσαλωμένης φίλης μου με είχε καταλάβει. «Συνετίσου Θόδωρα. Ξεκούτιανες τελείως;» Ήθελα εξορκισμό γρήγορα.

«Γιατί δεν μου μιλάς; Μεγάλωσες και ντρέπεσαι; Αλήθεια τι σπουδάζεις;», τώρα αλλάξαμε κατηγορία, είδαμε ότι δεν ξέρουμε από αθλητικά και το ρίξαμε στην ιστορία.

«Νομική. Εσείς τι κάνετε; Το τελειώσατε εκείνο το μυθιστόρημα που είχατε στα σκαριά;», φαίνεται τον αιφνιδίασα. Είχε πιει πικρό καφέ και ξεμέθυσε. Ξέχασε που ήμασταν και ποιες συνόδευε. «Πού το θυμάσαι βρε νιάνιαρο; Το μυθιστόρημά μου. Πόσα χρόνια πίσω με πήγες; Να ‘ξέρες!»

Τι είχα κάνει; Του είχα πατήσει το κουμπί του. Θυμήθηκε άξαφνα όλα τα χρόνια που έχασε και το όνειρό του παρέμενε ανεκπλήρωτο. «Δίκιο έχει η κυρα-Λένη, αλλά ποιος την ακούει;», μου είπε λες και χρειαζόταν να απολογηθεί.

«Τι κάνεις αύριο; Νιάνιαρο σου χρωστάω ένα κέρασμα. Πού και πότε;» Γιατί μου χρωστούσε κέρασμα; Τι είχα κάνει;

«Αύριο σε περιμένω στην βιβλιοθήκη για καφέ και να σου πω κι εκείνη την ιστορία για το μυθιστόρημά μου», μου έκλεισε με νόημα το μάτι.

«Θείε, τα τραγούδια της εποχής σου, πάμε να χορέψουμε! Θέλω να μας θαυμάσουν», αυτή στον κόσμο της. Είχε γίνει animal party. «Αύριο, δίχως αντίρρηση», ψιθύρισε και χάθηκε στην πίστα με την ανιψιά. Σόι πήγαινε το βασίλειο.

Δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω. Κανείς δεν ήξερε ότι εγώ είχα και ένα λόγο παραπάνω να αρνηθώ. Χρόνια προσπαθούσα να θάψω την «αφύσικη» αγάπη μου για εκείνον. Τον πλατωνικό μου έρωτα. Τις ώρες που τον άκουγα – παίζοντας με την Νάντια χαρτιά – να χτυπά τα πλήκτρα της παλιάς γραφομηχανής και να δίνει σάρκα και οστά στις πιο τολμηρές φαντασιώσεις μου.

Παρά τις αμφιβολίες μου, τα ταμπού που είχα, την μόνιμη σκέψη μου – πού μπλέκεις; Θα πληγωθείς! – πήγα.

Καθόταν στο πρώτο τραπεζάκι πάνω στο πεζοδρόμιο. Τον χτυπούσε ο ήλιος. Είχε βάλει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και διάβαζε την εφημερίδα του. Την ίδια, εκείνη που μας έστελνε να αγοράσουμε και με τα ρέστα μας κερνούσε παγωτό.

«Τι θα πιεις;», ρώτησε καθώς στεκόταν το γκαρσόνι δίπλα του. «Καφέ.» και παρήγγειλε με μια άνεση ίδιο με τον δικό του. «Μα τον πίνω…», για να με αποστομώσει, «Είσαι μικρή ακόμη για να ξέρεις πώς θα τον πιεις. Εγώ ξέρεις πόσα σχέδια άλλαξα;»

Όσο πίναμε τον καφέ και μου έλεγε, «Σε ευχαριστώ που ήρθες. Χθες άγγιξες μια ευαίσθητη χορδή μου… Πόσο μεγάλωσες!» και λοιπά, τον παρατηρούσα. Είχε ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Τα μαλλιά του είχα γκριζάρει στους κροτάφους και την κορυφή, όμως δεν φορούσε ζελέ. Είχε ακούσει άραγε την αδελφή του;

Γοητευτικός για την ηλικία του, σκέφτηκα. «Με ακούς;», λέει. Αισθάνθηκα όπως στο σχολείο που με έπιανε ο καθηγητής να έχω χαθεί στις σκέψεις μου.

«Γιατί δεν παντρεύτηκες;», η γλώσσα μου με πρόλαβε. «Δεν έτυχε να βρω την κατάλληλη. Όλες με ήθελαν για τα λεφτά μου», με κοροϊδεύει.

«Αλήθεια, πες μου», επιμένω. «Κάποιοι άνθρωποι δεν είναι γεννημένοι για γονείς, αλλά γεννημένοι εραστές», λέγαμε μαζί το ποιηματάκι που είχε χαραχτεί στο παιδικό μου μυαλουδάκι. Το είχα ανακαλέσει στη μνήμη.

«Όλα τα θυμάσαι βλέπω», ενθουσιάζεται. «Και το βιβλίο και αυτό, άφησα εποχή!», ναι εσύ και ο Τζον Τραβόλτα ήθελα να του πω αλλά ντράπηκα.

Οι τρόποι του όμως πάντα άψογοι, τον έκαναν να διαφέρει από τους άνδρες που με τριγύριζαν ως τότε. Και το μισάνοιχτο πουκάμισο που άφηνε εκτεθειμένο το γυμνό άτριχο στέρνο του. «Πειράζει που σου πιάνω το χέρι;», ρωτά ευγενικά.

«Έρωτα, έρωτα…» τραγουδά η Μαριάννα από την εποχή του στα αυτιά μου. Θέλω σαν άλλη Μαίρη Χρονοπούλου να χορεύω στα στενά και εκείνος Λάκης Κομνηνός να με σηκώνει αγκαλιά.

Ο ένας καφές έφερε τον άλλον και είχαμε φτάσει να ξεσηκώσουμε όλο το Αθηνόραμα. Ο καιρός περνούσε. Ενώ στην αρχή ντρεπόμουν να τον αγγίξω δημόσια λόγω της διαφοράς ηλικίας, μετά το ξεπέρασα. «Μα θα μπορούσε να είναι κόρη του», ψιθύριζαν οι γύρω μας.

Μέχρι που φτάσαμε στο καλοκαίρι του 2007. «Θυμάσαι αυτό το βιβλίο», θα μου πει απολαμβάνοντας τη θέα στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του που έβλεπε και το πιο μικρό λιθαράκι της Ακρόπολης. «Ποιο;», λέω.

«Το είχα γράψει για εσένα. Μου άρεσες από τότε. Ήσουν μια σταλιά κοριτσάκι με δυο τεράστια εκφραστικά μάτια με την κάψα του καλοκαιριού μέσα τους. Ήσουν ο πειρασμός ο ίδιος.» τείνει το χέρι του και μου δίνει ένα φάκελο με χαρτιά. Τα αποτελέσματα του ήχου της γραφομηχανής που συνόδευε την εφηβεία μου.

Πρόλογος… «Ξέρεις πόσο απέχει το όνειρο από την πραγματικότητα; Έσκυψα και την φίλησα…».

Στο γάμο μας στο δημαρχείο Αγίας Παρασκευής ήταν όλοι παρόντες, οι γονείς μου, οι φίλοι μας και η κυρία Ελένη. «Τι χούφτωσες, γερο-Μπισμπίκη», μας ευχήθηκε με τα κρύα αστεία της η ανιψιά του και φίλη μου. «Κορόιδο γαμπρέ», έλεγε ο μπαμπάς μου ο οποίος ως εκ θαύματος απέκτησε συμπαίκτη στο Μπριτζ. Η μαμά μου επιφυλακτική να μας εύχεται κοτσάροντας από δίπλα ένα «Ανησυχώ!»

Και η κυρία Ελένη, η οποία δεν πίστευε ότι ο άγαμος, μπον βιβέρ αδελφός της θα παντρευόταν στα 59 του (χώρια τα καλοκαίρια), όλο μου έλεγε, «Να του βάλεις τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι, με ακούς οι άνδρες θέλουν χαλινάρι.» ενώ στρεφόμενη σε αυτόν «Μμμμμ, την τύλιξες, σαρδανάπαλε!».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης