Ο Νίκος με προϊδέασε για τον στρατό. Πήγαινε για τη θητεία του στον στρατό κι εγώ θα έμενα μοναχούλα. «Υγειονομικό Άρτας» είπε. «Καθότι ιατρός, ζητεί η πατρίδα τη συνεισφορά μου».

 
Η μάνα του ακουγόταν από μέσα να κλαίει και να καταριέται τη «μαμά» πατρίδα που της έπαιρνε τον κανακάρη της. Ούτε στο μέτωπο να πήγαινε, δεν θα έκανε έτσι. Για 12 μήνες θα έλειπε. Τα χρόνια που έλειπε για το μεταπτυχιακό του δεν την είχαν πειράξει. Δύο βήματα θα ήταν. Τώρα με τη γέφυρα του Ρίου -Αντίρριου; Ούτε δύο ώρες.

Εγώ πάλι ατάραχη. «Και πόσο θα πάρει αυτό το στρατιωτικό; Για να ξέρω να σε περιμένω…να μη σε περιμένω…» είπα, για να γελάσουμε. Τι ήταν αυτό που είχα πει; Γιατί ο «φαντάρος» τα είχε βάψει από χακί σε μαύρα και ήταν έτοιμος να κλάψει.
 
«Δεν έπρεπε να το πεις αυτό. Εγώ ήθελα να σε ακούω να μου λες ότι με αγαπάς και να μένω ξύπνιος τις ώρες που θα βαράω γερμανικό νούμερο στη σκοπιά». Ποιοι Γερμανοί, ποιο νούμερο, γιατί θα το χτυπάει;

Τι είχαν πάθει στο σπίτι του στρατιώτη; Μάλλον, ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος στρατιώτης που είχε μπει στη γραμμή; Σίγουρα δεν ήταν ο Νίκος μου, το μωράκι μου που δεν σήκωνε γυναικείες τζιριτζάντουλες.
 
Πλέον προστέθηκαν στις απανταχού αντίζηλες η Καλλιόπη, που θα με απατούσε μαζί της μόνο κατόπιν άνωθεν εντολής, και η Ροζαλία που την ποθούσε σαν τα καμάκια του καλοκαιριού τις Σουηδέζες τουρίστριες. Κι εγώ, η κακιά, που δεν καταλάβαινα τον πόνο του φαντάρου!

Η κακομοίρα τίποτα δεν είχα εκστομίσει, είχα πει πόσο καιρό υπολογίζει να καθίσει στον στρατό. Τόσο δύσκολο ήταν να απαντήσει;
 
Θυμωμένος, λοιπόν, έφυγε ο «ευπειθώς αναφέρω στρατιώτης Καρβουνίδης Νικόλαος του Κλέωνα και της Ρηνούλας»  – Ρηνούλα η γεροντομπεμπέκα, άσε μην το ανοίξω τώρα – για Άρτα. Άραγε, θα ήταν εύκολος ο στρατός; Βέβαια για τη θητεία του μοσχαναθρεμμένου είχε φροντίσει ο καραβανάς μπαμπάς του να έχει του πουλιού το γάλα.
 
Σαράντα μέρες θα έμενε στο κέντρο εκπαιδεύσεως. Σαράντα μερόνυχτα χωρίς εμένα. Πέντε εβδομάδες χωρίς τη φωνούλα μου. Θα άντεχε;
 
Σας βεβαιώνω ότι εγώ δεν άντεχα. Αλλά και τι να έκανα; Ούτε το επισκεπτήριο δεν ήξερα πότε ήταν για να τον δω. 
Έπεσα στην ανάγκη της μητέρας του. Δυστυχώς! «κυρία Ρηνούλα; Τι κάνετε;», αυτό πρόλαβα να πω και άρχισε το μπουμπουνητό. Πολυβόλο και γάζωνε. Τι ότι οι φαντάροι είναι ευπαθείς ομάδες, τι ότι είναι μόνοι τους και δεν πρέπει να τους πληγώνουμε, γιατί μπορεί να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Να χτυπάμε ξύλο και οι δύο. Όλα αυτά για να μου πει ότι ορκίζεται την άλλη Κυριακή.

Τα κανόνια του Ναβαρόνε να βαρούν, όμως εγώ ήμουν ήδη στα διόδια της γέφυρας που θα με ένωνε με τον γιατρό του έρωτά μου! Θα τον έβλεπα. Θα τον άγγιζα. Θα του έλεγα πόσο τον αγαπώ.
 

Κυριακή ξεκίνησα για το στρατόπεδο. Στο δρόμο σκεφτόμουν τον Νίκο στα χακί, να κρατά επ’ ώμου το όπλο του και να κλίνει επ’ αριστερά – αν και γνωστός δεξιός από πάππου προς πάππου. Κάτι μου είχε πει και η μαμά για τις βολές που ρίχνουν. Ώρα ήταν να έχει πειραχθεί και το αυτάκι του. Σώο τον πήρε, κουφό θα μου τον επέστρεφε η πατρίδα.
 
Η κίνηση μεγάλη. Δεν έφθασα στην ώρα μου. Ο φαντάρος είχε ήδη ορκιστεί να φυλά την πίστη στην πατρίδα (μόνο σε εμένα είχε κάνει τις κουτσουκέλες του), υπακοή στο Σύνταγμα (ενώ εμένα με παράκουγε … επιλεκτική ακοή) και με περίμενε με τα πραγματάκια του ανά χείρας στην Πύλη. Αδυνατισμένος και πιο όμορφος από ποτέ μέσα στα χακί.

Δεν μου φώναξε. Μπήκε μέσα και με φιλούσε και με φιλούσε. «Πόσο θα μείνεις;» ρώτησα πάλι. «Πολύ καιρό, για να σε βασανίζω» είπε.  
 
Αυτό ήταν, το είπε και το έκανε. Περάσαμε μαζί ένα Σαββατοκύριακο. Μία Παρασκευή, ένα Σάββατο και μισή Κυριακή γεμάτη πάθος. Όσα χωρά το πρόστυχο γυναικείο σας μυαλουδάκι τα κάναμε και ακόμη περισσότερα που θα κοκκινίσουν και οι τοίχοι, αν σας τα ομολογήσω.

Έφθασε η ώρα του χωρισμού. Δάκρυα, δάκρυα και να μη θέλω να ξεκρεμαστώ από πάνω του.

Ευτυχώς, το μοιρολόι δεν κράτησε πολύ. Ο φίλος του πατέρα του και όλως τυχαίως διοικητής της μονάδος του νοσοκομείου τον ζήτησε προσωπικώς να έρθει για να δώσει τα ιατρικά του φώτα του στο 401. 
Το αποτέλεσμα; Κάθε δεύτερο Σ/Κ έξω για δύο μήνες και μετά ως «παλιός» πια, θα έβγαινε κάθε μεσημέρι. Στον τρίτο μήνα, ο «ευπειθώς αναφέρω στρατιώτης» αιτούνταν 10ημερη άδεια, γιατί ατύπως είχε κουραστεί. Επίσημη δικαιολογία σεμινάρια. Και ο «λαμπρός επιστήμων» τις πήρε τις μερούλες μετά Βαΐων και Κλάδων. Και περικοκλάδων μη σας πω.
 
Έτσι πέρασε η θητεία για τον Νικολάκη μου. Ο στρατιώτης μας απολυόταν και τρελαινόταν. «Χάιδευε» τη Ροζαλία του και φώναζε, «Περπατάω στο δάσος κι ακούω φωνές, 15 μέρες είναι πολλές;»