«Φαντάρε μου, φαντάρε μου, πάρε με στη στρατώνα. Θα έρθεις να σε πάρω μαζί μου;», μου τραγουδούσε.
 
Με αυτό το εισαγωγικό με προϊδέασε ο Γιώργος για τη στρατολόγησή του. Πήγαινε για τη θητεία του στο militairy κι εγώ θα έμενα χωρίς tairy. «Υγειονομικό Άρτας», είπε. «Καθ’ ότι ιατρός ζητά η πατρίδα την συνεισφορά μου».
 
Η μάνα του ακουγόταν από μέσα να κλαίει και να καταριέται την «μαμά» πατρίδα που της έπαιρνε τον κανακάρη της. Ούτε στο μέτωπο να πήγαινε δεν θα έκανε έτσι. Για 12 μήνες θα έλειπε. Τα χρόνια που έλειπε για το μεταπτυχιακό του, δεν την είχαν πειράξει. Δυο βήματα θα ήταν. Τώρα με τη γέφυρα του Ρίου -Αντίρριου; Ούτε δύο ώρες.
 
Εγώ πάλι ατάραχη. «Και πόσο θα πάρει αυτό το στρατιωτικό; Για να ξέρω να σε περιμένω, να μην σε περιμένω;», είπα για να γελάσουμε. Τι ήταν αυτό που είχα πει; Γιατί ο «φαντάρος» τα είχε βάψει από χακί σε μαύρα και ήταν έτοιμος να κλάψει;
 
«Δεν έπρεπε να το πεις αυτό; Η μορφή σου να μου λέει, «Σ’ αγαπώ» θα με κρατά ξύπνιο τις ώρες που θα βαράω γερμανικό νούμερο στη σκοπιά». Ποιοι Γερμανοί, ποιο νούμερο, γιατί θα το χτυπάει; Και συνέχιζε ότι δεν έπρεπε να τον πικράνω τον φαντάρο, τον  φαντάρο γιατί είναι μόνος του, μέσα στο πέλαγο και ψάχνει φάρο.
 
«Μα καλά», τον ρώτησα, «πεζικό δεν μου είπες ότι θα πας; Έχει και θάλασσα;». Σαν να είχαν μπει στη γραμμή Γάλλοι φορτηγατζήδες, «χιόνια» στη σύνδεση και μόνο η γάργαρη φωνούλα της μάνας, όχι του λόχου, αλλά του Γιώργου ακουγόταν να λέει, «Καμία γυναίκα δεν θα σε καταλάβει σαν τη μανούλα, όλες είναι μόνο για τα λούσα και τις βόλτες. Τώρα σε παρατάει; Ούτε το στρατιωτικό σου δεν περιμένει να τελειώσεις η τσ#%^#$;»
 

Τι είχαν πάθει στο σπίτι του στρατιώτη; Μάλλον ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος στρατιώτη που είχε μπει στη γραμμή; Σίγουρα δεν ήταν ο Γιώργος μου, το μωράκι μου που δεν σήκωνε γυναικείες τζιριτζάντουλες.
 
Πλέον προστέθηκαν στις απανταχού αντίζηλες η Καλλιόπη, που θα με απατούσε μαζί της μόνο κατόπιν άνωθεν εντολής και η Ροζαλία που την ποθούσε σαν τα καμάκια του καλοκαιριού τις Σουηδέζες τουρίστριες. Κι εγώ η κακιά που δεν καταλάβαινα τον πόνο του φαντάρου!
 
Η κακομοίρα τίποτα δεν είχα εκστομίσει, είχα πει πόσο καιρό υπολογίζει να καθίσει στο στρατό. Τόσο δύσκολο ήταν να απαντήσει;
 
Θυμωμένος, λοιπόν, έφυγε ο ευπειθώς αναφέρω, στρατιώτης Γιώργος Βασιλικόπουλος του Κλέωνα και της Ρηνούλας – Ρηνούλα ακόμη η μπεμπέκα- για Άρτα. Άραγε θα ήταν εύκολος ο στρατός; Βέβαια για τη θητεία του μοσχαναθρεμμένου είχε φροντίσει ο καραβανάς μπαμπάς του να έχει του βασιλικού -πουλιού το γάλα.
 
Σαράντα μέρες θα έμενε στο κέντρο εκπαιδεύσεως. Σαράντα μερόνυχτα χωρίς εμένα. Πέντε εβδομάδες χωρίς τη φωνούλα μου. Θα άντεχε;
 
Σας βεβαιώνω ότι εγώ δεν άντεχα. Αλλά και τι να έκανα; Ούτε το επισκεπτήριο δεν ήξερα πότε ήταν για να τον δω. «Φανταράκι, στην καρδιά έχω μεράκι… για εσένα!» σε ποιον να το πω;
 
Έπεσα στην ανάγκη της μητέρας του. Δυστυχώς! «Κυρία Ρηνούλα, είμαι η Μίλλη.», αυτό είπα και άρχισε το μπουμπουνητό. Πολυβόλο και γάζωνε ότι οι φαντάροι είναι ευπαθείς ομάδες, ότι είναι μόνοι τους και δεν πρέπει να τους πληγώνουμε γιατί μπορεί να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Να χτυπάμε ξύλο και οι δύο. Όλα αυτά για να μου πει ότι ορκίζεται την άλλη Κυριακή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τα κανόνια του Ναβαρόνε να βαρούν, όμως εγώ ήμουν ήδη στα διόδια της γέφυρας που θα με ένωνε με τον γιατρό του έρωτά μου! Θα τον έβλεπα. Θα τον άγγιζα. Θα του έλεγα πόσο τον αγαπώ.
 

Κυριακή ξεκίνησα για το στρατόπεδο. Στο δρόμο σκεφτόμουν τον Γιώργο στα χακί, να κρατά επ’ ώμου το όπλο του και να κλίνει επ’ αριστερά – αν και γνωστός δεξιός από πάππου προς πάππου. Κάτι μου είχε πει και η μαμά για τις βολές που ρίχνουν. Ώρα ήταν να έχει πειραχθεί και το αυτάκι του. Σώο τον πήρε, κουφό θα μου τον επέστρεφε η πατρίδα.
 
Η κίνηση μεγάλη. Δεν έφτασα στην ώρα μου. Ο φαντάρος είχε ήδη ορκιστεί να φυλά την πίστη στην πατρίδα (μόνο σε εμένα είχε κάνει τις κουτσουκέλες του), υπακοή στο Σύνταγμα (ενώ εμένα με παράκουγε, επιλεκτική ακοή) και με περίμενε με τα πραγματάκι του ανά χείρας στην Πύλη. Αδυνατισμένος και πιο όμορφος από ποτέ μέσα στα χακί. Αχ, όταν θα βγάλεις αυτό το χακί, σαν βελόνα πικ-άπ είχε κολλήσει στο μυαλό μου.
 
Δεν μου φώναξε. Μπήκε μέσα και με φιλούσε και με φιλούσε. «Πόσο θα μείνεις;», ρώτησα πάλι. «Πολύ καιρό για να σε βασανίζω», είπε  και ελάλησε.
 
Αυτό ήταν, το είπε και το έκανε. Περάσαμε μαζί ένα σαββατοκύριακο. Μια Παρασκευή, ένα Σάββατο και μισή Κυριακή γεμάτη πάθος. Όσα χωρά το πρόστυχο γυναικείο σας μυαλουδάκι τα κάναμε και ακόμη περισσότερα που θα κοκκινίσουν και οι τοίχοι αν σας τα ομολογήσω. Σαράντα νύχτες. «Πώς πέρασαν; Ένας Θεός το ξέρει», με μια ανάσα είπε ο Βασιλικόπουλος του βασιλέως στο στρατό. Αυτό μας έλειπε, να είχε φροντίσει ο στρατηγός μπαμπάς και την ερωτική θητεία του γιου του.
 

Πως έφυγαν οι μέρες, νερό. Έφτασε η ώρα του χωρισμού. Δάκρυα, δάκρυα και αμέτρητα ναυάγια είχε η Δευτέρα στο ξημέρωμά της. Και να μην θέλω να ξεκρεμαστώ από πάνω του. Κι εκείνος να μου ζητά να γίνω «Αλίκη στο Ναυτικό», εδώ στο πεζικό, όχι μόνο επειδή του έλειπα, αλλά και για να τον ξαλαφρώνω από τις αγγαρείες στο μαγειρείο. Πώς θα έμπαινα; Με το γνωστό κόλπο, θα του έπαιρνα τα γυαλιά του – του Διοικητή.
 
Δεν χρειάστηκε, όμως, σε δύο μέρες ο γιατρός Γιώργος είχε πάρει μετάθεση στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Είχε καταρριφθεί το ρητό «εις στο στρατό δεν κάνουν διακρίσεις και επιστήμων να είσαι σκ. θα καθαρίσεις». Έτσι ως «λαμπρός επιστήμων» το πουλάκι μου θα έπαυε να ασχολείται με ακαθαρσίες. Ο φίλος του πατέρα του και όλως τυχαίως διοικητής της μονάδος του νοσοκομείου τον ζήτησε προσωπικώς να έρθει για να δώσει τα ιατρικά του φώτα στους άσχετους γιατρουδάκους του νοσοκομείου.
 
Το αποτέλεσμα; Κάθε δεύτερο Σου-Κου έξω για δύο μήνες και μετά ως «παλιός» πια, θα έβγαινε κάθε μεσημέρι. Στον τρίτο μήνα, ο ευπειθώς αναφέρω στρατιώτης. Αιτούνταν 10ημερη άδεια, γιατί ατύπως είχε κουραστεί. Επίσημη δικαιολογία σεμινάρια. Και ο «λαμπρός επιστήμων» τις πήρε της μερούλες μετά Βαΐων και Κλάδων. Και περικοκλάδων μην σας πω.
 
Έτσι πέρασε η θητεία για τον Γιώργο και για το Μίλλη-tairy του. Ο στρατιώτης μας απολυόταν και τρελαινόταν. «Χάιδευε» τη Ροζαλία του και φώναζε, «Περπατάω στο δάσος κι ακούω φωνές, 15 μέρες είναι πολλές;»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης