Σε όλη τη διαδρομή η μουσική στην τσίτα… Παίζουμε το παιχνίδι «φουντώστρα». Νικητής πάλι ο Γιώργος που κάνει τον Γιάννη να θέλει να πάρει το πλοίο και να γυρίσει πίσω γρήγορα!

Ώρα: 13.00 π.μ. ΛΙΒΑΔΙ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Καθώς πλησιάζουμε στο Λιβάδι η αγωνία κορυφώνεται. Όλοι την είχαμε ξαναπατήσει με τα δωμάτια. Όμως φέτος η επιλογή ήταν η καλύτερη, νομίζαμε… Ο Γιώργος και ο Γιάννης είχαν κλείσει τα δωμάτια της πολυδιαφημισμένης ζαχαροπλάστριας «Ρένας». Δεν υπήρχε κατάλογος που να μην έχει μνεία στα γλυκά της. «Όλο το νησί ένα γλυκό στα πόδια της Ρένας…»

«Συγγνώμη μας είπαν ότι εδώ είναι τα δωμάτια της Ρένας. Μήπως ξέρετε ποια είναι;», ρωτά ο Γιάννης μια Ρωσίδα που συναντάμε. Για να απαντήσει η αλλοδαπή καθαρίστρια, ζαχαροπλάστρια, ελαιοπαραγωγός, ψήστρια με αργότερα σπασμένο χέρι, «Εντώ πάνω είναι…»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το πλάνο – βλέμμα του Γιάννη και του Γιώργου εστιάζει στο μισογκρεμισμένο σπίτι που προσπαθούσε να σταθεί στο ύψος του πάνω από το ζαχαροπλαστείο της Ρένας με την μεγάλη επιγραφή. «Τα εδέσματα της Ρένας από 1945», υπέρτιτλος, και μεσότιτλος «Να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!»

Σύγκρυο μας έλουσε όλους. Ιδιαίτερα τον Γιώργο που φέτος ήταν υπεύθυνος για την επιλογή των δωματίων τους. Ο Γιάννης έχει υποστεί αλλεπάλληλα μικρά εγκεφαλικά, είναι έτοιμος να εκραγεί, ενώ αρνείται πεισματικά να βγει από το αυτοκίνητο.

Ώρα: 13.15 μ.μ. ΚΑΤΩ ΛΙΒΑΔΙ (Κεντρικά)

«Λες και δεν το ήξερα, που σε άφησα να κλείσεις τα δωμάτια φέτος. Καλή τύχη, εγώ φεύγω…» παράλληλα προσπαθεί να τον κατευνάσει  ο Γιώργος, «Έλα, βρε Γιάννη, μην κάνει έτσι. Πάμε μέσα να μιλήσουμε με την γυναίκα, να της πούμε ότι δεν…», όμως φούντωνε περισσότερο σε κάθε λέξη και σκούπιζε τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι. Η πίεση; Είχε χτυπήσει κόκκινο. Εγκεφαλικό ή καρδιακή προσβολή;

«Πάλι στα γενέθλιά μου θα ψάχνω δωμάτιο;» και συνέχιζε έτοιμος να κλάψει τώρα, «Πού είναι το ωραίο δωματιάκι της κύριας Κατσιμπάρδη;»

Εμείς αμέτοχες. Δεν θέλαμε να μας παρασύρει η «χιονοστιβάδα Γιάννης». Οι διακοπές δεν είχαν ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Όμως το παλεύαμε. Άλλωστε δεν πίστευα στις μαυρόγατες… (Μήπως θα έπρεπε;)

Η φωνή της λογικής βρυχήθηκε δια στόματος του Γιώργου, «Πάμε να ρωτήσουμε κι αν είναι να πάρουμε πίσω την προκαταβολή και να φύγουμε».

Ώρα: 13.30 μ.μ. ΛΙΒΑΔΙ (Κεντρικά)

Η κυρία Ρένα, που θύμιζε περισσότερο κακιά μάγισσα με την κρεατοελιά κολλημένη στη μύτη, το μαυριδερό της πρόσωπο, περά γλυκιά ζαχαροπλάστρια, ξεπρόβαλε από το– ο Θεός να το κάνει- ζαχαροπλαστείο της. Υποδέχτηκε τους επίδοξους ενοίκους της με ένα μυστηριώδες χαμόγελο και τους εξήγησε ότι όχι, το δωμάρτιο που νοίκιασαν δεν ήταν το ερείπιο από επάνω, αλλά ένα ευάερο, ευήλιο ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ… στο Στραπόδι!

Αλληλοκοιταχτήκαμε. Διαμέρισμα; Τι εννοούσε; Το κλασικό κουτάκι που στέκεται πάνω σε άλλα κουτάκια;

«Αχ, ας μην αγχωνόμαστε και γι’ αυτό», είπα. Εμείς αφού επικοινωνήσαμε με την κυρία Ιωάννα με τα δωμάτια αξίας 15€, 20€ και 45€ για να τακτοποιηθούμε, απλώς θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τις ταμπέλες «Ζωγραφική Φρύνη Ρίζου» και θα φθάναμε right through.

Λίγο πριν την αναχώρηση από το ζαχαροπλαστείο της, θέλαμε να παραγγείλουμε την τούρτα για τα αυριανά γενέθλια του Γιάννη.

Η κυρία Ρένα πάντα πρόθυμη, με μια καλοσύνη μέχρι παρεξηγήσεως, για να μας εξυπηρετήσει μας υπέδειξε τα «ωραιότατα» γλυκά της στο ψυγείο – καταψύκτη του 1965, συγκρατήστε την ημερομηνία είναι σαν τα κρασιά, όσο πιο παλιά τόσο πιο καλή, υποτίθεται, για να διαλέξουμε αμυγδάλου –γιώτης, την δίχρωμη (καφέ, άσπρο) και τη σοκολατίνα μπαγιάτικη με την σαντιγί να αφαιρείται μόνο με γκασμά, σαν αυτή που είχε στείλει ο Ρίζος στον Αυλωνίτη στην ταινία «Ένα έξυπνο μούτρο», έτος παραγωγής 1967… Κυριολεκτικά από τότε τα υπέροχα γλυκά της Ρένας.

Τέλος η έκπληξη. Μια ρηξικέλευθη πρόταση τούρτας καραμέλα και φράουλα με φρεσκότατη κομπόστα!

Έλα, όμως, που ο Γιάννης είχε στο μυαλό του μια τούρτα με φρούτα εποχής; «Μήπως θα μπορούσαμε να παραγγείλουμε για τούρτα;» ρωτάμε για να μας απαντήσει η ζαχαροπλάστρια Magic De Spell, «Βεβαιότατα με κομπόστα». Συνεχίζουμε σαν να μην έχουμε ακούσει, «Θα θέλαμε να έχει πεπόνι, ροδάκινο, μπανάνα και ανανά».

«Ναι, θα πάρω τα φρούτα που θέλετε σε κομπόστα και θα ζωγραφίσω…», ένα καράβι για να μας πάρει να φύγουμε, σκεφτόταν ο Γιάννης καθώς φυσούσε και ξεφυσούσε. Το εγκεφαλικό δεν το γλίτωνε σήμερα. Μια τα δωμάτια, μια η τούρτα και που ήταν ακόμη…

Τελικά, για να σώσω την κατάσταση αποφάσισα να έχω την τελευταία ατάκα στη σκηνή.

Χριστίνα: Πάμε να τακτοποιηθούμε για να σκεφτεί και ο Γιάννης τι κομπόστα θέλει. Τα ξαναλέμε.

Ξαναμμένοι παίρνει ο καθείς τον δρόμο του. Άλλος για Στραπόδι τράβηξε κι άλλος για τις «Ζωγραφιές της Φρύνης», κατευθείαν στης Ιωάννας.

Ώρα: 13.53 περίπου ΚΑΤΩ ΛΙΒΑΔΙ (Δυτική πλευρά)

Χανόμαστε λίγο μέσα σε χωματόδρομους, παράγκες από μπετόν και την ταμπέλα «Ζωγραφιές Φρύνης», αφού το δωμάτιο ήταν πολύ πιο κάτω.

Μετά από περιπλάνηση φθάνουμε σε κοτέτσια και οικοδομικά υλικά, νομίζουμε πάλι ότι έχουμε χαθεί ή αρνούμαστε να πιστέψουμε ότι βρήκαμε την κυρία Ιωάννα.

Δυστυχώς, την είχαμε βρει. Ήταν μια καλοκάγαθη, γαλανομάτα, χαμογελαστή με αξύριστη μασχάλη… Υποδέχεται δύο ηλικιωμένες και δύο νέες, δηλαδή εμάς. Σέρνει τη βαλίτσα μου με την αξύριστη μασχάλη της.

Αποφασίζει να μην στριμωχτούμε από την αρχή στο δωμάτιο των 20€, γι’ αυτό μας ξεναγεί στο «καλό». Καθώς, όμως, η τσιφουτιά μου δεν με αφήνει λεπτό, επιμένω να δω πρώτα το φθηνότερο δωμάτιο.

Το πράσινο πλάνο μου ζουμάρει σε μια τρώγλη με δύο κρεβατάκια, μύγες και όπως ανοίγει την αξύριστη μασχάλη της, περισσότερες μύγες με μια διπλανή γούρνα για W.C. Δηλαδή εκεί που κάνεις την ανάγκη σου πλένεσαι κιόλας! Γιατί να χάνεις χρόνο μπες-βγες στην μπανιέρα, σήκω-κάτσε στη τουαλέτα! Όλα σε ένα, νοικοκυρεμένα.

Το μάτι μου δεν χόρτασε από την παραγκούπολη. «Θέλω να δω και το δωμάτιο των 15€, κυρία Ιωάννα», της λέω. Η αξύριστη μασχάλη συνεχώς χαμογελάει, προφανώς το παίζει χαζή για να μην κάνω καταγγελία στον Οργανισμό Τουρισμού για τα τσαντιρο-δωματιάκια της.

Στη συνέχεια μας βάζει στην κουζίνα του σπιτιού της, όπου η μητέρα – κλώνος της, με αραιά δόντια που για να πάει κανείς από το ένα στο άλλο θέλει το «γρήγορο», φτιάχνει γλυκά. Πιο εκεί ο παππούς και πατέρας της αξύριστης μασχάλης τρώει φαγητό και ο μικρός Αποστολάκης, ο πολυδιαφημισμένος από το τηλέφωνο, κρατώντας μια κόκκινη μυγοσκοτώστρα βλέπει αποχαυνωμένος πάνω σε μια πλαστική άσπρη καρέκλα τηλεόραση.

Μη δίνοντας σημασία ακολουθώ με τη βουβή Φλώρα από το shock την ενδεδυμένη με ένα πορτοκαλί νυχτικό αξύριστη μασχάλη της κυρίας Ιωάννας rooms, για να μην ξεχνιόμαστε.

Περιχαρής μας βγάζει σε μια στενή τρύπα που είχε δύο ξεχαρβαλωμένα σανίδια για πόρτα βαμμένα με λευκή λαδομπογιά και την καφέ, επίσης με λαδομπογιά,.

Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα. Ανοίγει πρώτα η καφέ. Σιγή… ήθελα να κλάψω, να ουρλιάξω, να γυρίσω στο γραφείο και να δουλεύω ακατάπαυστα! Η Φλώρα γελάει ή κλαίει; Μάλλον κλαυσίγελος είναι.

«Live your myth in Greece», τώρα κατάλαβα το νόημα της διαφήμισης. Μιας και κανείς δεν πρόκειται να πιστέψει τον ανυποψίαστο τουρίστα ότι διέμεινε σε δωμάτιο με ένα ντιβάνι, έναν ανεμιστήρα, που απλά λειτουργούσε σαν την «μπαλαρίνα» του Λούνα Παρκ για τις μύγες και τα πανταχού ζωύφια. Χωρίς καθρέφτη, σαν να ζούσα στο extreme make over, μόνο που δεν θα είχα κάνει πλαστικές. Ισχνό φως και πολλές, πολλές μύγες και αράχνες, γλυκιά μου, με την πρόσμιξη βρώμας, θα μας κρατούσαν συντροφιά!

Οποία έκπληξις, όταν άνοιξε και η λευκή πόρτα που μας αποκάλυψε το μπάνιο βόθρο! Η πόρτα είχε δύο τρύπες που έχασκαν τόσο, όσο να μπορεί ο μικρός Αποστολάκης να κάνει οφθαλμόλουτρο μαζί μας. Τέσσερα ξύλα καρφωμένα και τοποθετημένα πάνω σε βίδες.

Δυο πλακάκια που περίσσεψαν από την κατασκευή της κουζίνας, κολλημένα όπως –όπως, μια λεκάνη κι ένα ντουζ. «Καθρέπτης, νιπτήρας;», ρώτησα δειλά για να πάρω την μεγαλειώδη απάντηση που σε βίντεο θα την βάζαμε σε επανάληψη δύο και τρεις φορές, «Πολυτέλειες!» Λες και μιλούσαμε για τζακούζι και υδρομασάζ.

«Αυτά είναι κοριτσάκια μου καλά. Εσείς διαλέγετε. Γνώμη μου μην χάσετε την ευκαιρία τώρα που βολεύομαι να πάτε στο «καλό», τραγούδησε χαρούμενα η πορτοκαλί – μασχάλη.

«Τι λέτε, κυρία Μασχάλη μου;», ήθελα να ουρλιάξω. «Έτσι είναι τα καλά δωμάτια; Δηλαδή τι πρέπει να πει και η Πάρις Χίλτον για την luxurious suite του ξενοδοχείου της; Πολυτέλεια ο καθρέφτης και ο νιπτήρας; Ξέχασα εσείς στα accommodation σας περιλαμβάνεται μόνο μύγες, μαμούνια και τον Αποστολάκη!», σκεφτόμουν να εκστομίσω αλλά σώπασα. «Με 15€ τι ήθελες κοριτσάκι μου;» θα που αμολούσε και θα είχε και δίκιο. Καλά να πάθουμε κι εγώ και τα καβούρια της τσέπης μου.

Από τον ίδιο διάδρομο που μπήκαμε ακολουθούσαμε τώρα το μίτο για να βγούμε, μην χαλάσει και το προξενιό. Ξεπηδάμε ανάμεσα από ένα ταψί με πατάτες και κοτόπουλο, που λίγο πριν έτρωγε ο παππούς, το κρεβατάκι του και στοιβαγμένα πράγματα, όπως ο μικρός Αποστολάκης που κοιτούσε τηλεόραση στην ίδια στάση με πριν!

«Μα τι έβλεπε με τόσο ενδιαφέρον;», απορούσα και το πράσινο βλέμμα μου εστίασε από μόνο του πάνω στην ασπρόμαυρη TV με ξύλο τριανταφυλλιάς που έντυνε την τεράστια άκομψη οθόνη. Στο πλάι δεξιά την κοσμούσαν δύο διακόπτες για τον ήχο και το «χρώμα»; Ας γελάσω!

«Υπάρχουν ασπρόμαυρες τηλεοράσεις εν έτει 2008; Σίγουρα την είχα κλέψει από το Μουσείο Τηλεόρασης. Δεν εξηγείται; Καλά τόσα τηλεπαιχνίδια, πρωινάδικα, μεσημεριανά μοιράζουν TFT LCD με το τσουβάλι. Δεν σκέφτηκαν ποτέ να τηλεφωνήσουν; Καταλαβαίνω ότι με 10€ το δωμάτιο και 15€, που καιρός για αγορές;»

Είχαμε ήδη αρχίσει να απελπιζόμαστε και με τόση κούραση, έτοιμες ήμασταν να γείρουμε στην αυλίτσα, εκεί που γουργούριζε ξέγνοιαστα η μαυρόγατα του σπιτιού της κυρίας Ιωάννας. Ίδιο χρώμα γάτα με μασχάλη, σετ!

Μας παρέδωσε το μεγάλο κλειδί της πόλης, που άνοιγε την γαλάζια πόρτα… Άραγε να ήταν πάλι ΖΟΝΓΚ κρυμμένο πίσω; Μας «καλός όρισε», το ανορθόγραφο σεμέν που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δύο σουηδικά κρεβάτια, μια ραφιέρα με τα προικώα ποτήρια της μητέρας της μασχάλης με τα δόντια το σύμπλεγμα νησιών της Χαβάη 5-0, αντικουνουπικό και bonus τον Αποστολάκη να μας σκοτώνει με την κόκκινη μυγοσκοτώστρα τα κατοικίδια μύγες.

Το μπάνιο… Μάλλον χοιροστάσιο. Ήταν το «καλό» δωμάτιο, τι αχάριστες που ήμασταν; Σουηδίκ στην οροφή για να ταιριάζει με τα κρεβάτια.

Η Φλώρα άηχη. Σαν να την είχα βάλει στο mute. «Πάει χάνω τη φίλη μου», σκέφτηκα. Σίγουρα με κατηγορούσε. Που θα στοίβαζε τις πέντε Louis Vuitton που είχε φέρει; Μήπως να τις έκανε παγίδα για τις μύγες, σας αυτές τις φάκες με το μπλε φως που έχουν επαρχιακά κρεοπωλεία;

Η κυρία Ιωάννα μας κοιτούσε σαν μαγεμένη. Ήταν δυνατόν να μένουμε στο καλυβάκι της; Ανάγκα και Θεοί πείθονται! Μας κρατούσε συντροφιά προσφέροντάς μας ένα από το αμυγδαλωτά, που είχε φτιάξει το «γρήγορο δόντι».

Συνεχίζεται…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης