Η Χώρα αποδείχθηκε για μας η Χώρα του Ποτέ, η Neverland εξαιτίας της κυρίας Καίτης που δεν ήταν η «κόρη μου σοσιαλίστρια» στα 55 της.

Ώρα: 15.30 μ.μ. ΚΑΤΩ ΛΙΒΑΔΙ (Δυτική πλευρά)

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επιστρέφουμε με την ουρά στα σκέλια στην κυρία Ιωάννα. Σαν έτοιμες για αποκεφαλισμό που πλησιάζουν το δήμιο πηγαίνουμε στην μαμά του Αποστολάκη! «Ωραία. Θα μείνετε, ε;», μας λέει χαμογελαστά διώχνοντας τις μύγες. «Αποστολάκηηηη, βάλε το αντικουνουπικό παιδί μου στα κοριτσάκια. Κι αν θέλετε να δείτε τηλεόραση μην ντραπείτε, ελεύθερα. Ωραία που θα περάσουμε…», έλεγε καθώς ξεμάκραινε.

«Θα μπεις πρώτη για μπάνιο;», ρωτώ την Φλώρα, η οποία όλως παραδόξως παραμένει βουβή, πράγμα σπάνιο γι’ αυτή! «Εγώ, εσύ, τι σημασία έχει πια;», απαντά σαν να μην είναι εκείνη. Βάλαμε μαγιό και περιμέναμε…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πάνω στην ώρα καταφθάνουν οι Γιώργος και Γιάννης. Μας αναγγέλλει τον ερχομό τους η κυρία Ιωάννα. Ο Γιάννης πιάνει κουβέντα με την μαυρόγατα στην αυλίτσα, που μάλλον την μπέρδεψε με την κυρία Ιωάννα λόγω μασχάλης. Εμείς τους ξεναγούμε γελώντας πια.

Φεύγοντας κλειδώνω την πόρτα με το κλειδί ντουλάπας, που για κλειδοθήκη έχει μια κορδέλα από ζαχαροπλαστείο, πιθανότατα της κυρίας Ρένας με τα φημισμένα γλυκά της και ξεκινάμε για το πρώτο μας μπάνιο στη θάλασσα του Διακόφτη.

Τότε ο Γιάννης τραβά την φωτογραφία για τον επόμενο δίσκο της κυρίας Ιωάννας που θα φιγουράρει με το κλειδί βγαίνοντας από μια μασχάλη. Σε συννεφάκι σκέψης θα γράφει: «Με το κλειδί στη χλιδή…»

Ώρα: 16.15 μ.μ. ΔΙΑΚΟΦΤΗΣ

Σε όλη τη διαδρομή προς το Διακόφτη τους περιγράφουμε τα όσα ζήσαμε μόλις σε τρεις ώρες στα Κύθηρα. Κυρία Ιωάννα, δωμάτια 10, 15, 20 €, διαρρύθμιση, παππούς, Αποστολάκης με μυγοσκοτώστρα και… ασπρόμαυρη TV. Μετά, την κυρία Καίτη βασιλόφρονα, με τις παραξενιές της και το γλυπτό νιπτηροντουζιέρα!

Διακόφτης (Πριν ένα χρόνο): Γαλάζια θάλασσα, «πισίνα», όπως χαρακτηριστικά μου είχε πει ο Γιάννης, ξαπλώστρες, beach bar, χορός, ποτά, επώνυμοι, βουτιές.

Διακόφτης (Φέτος): Το άλλοτε ασφυκτικά γεμάτο Διακόφτη είναι σχεδόν άδειο. Πού είναι τα πάρτι και τα κοκτέιλ που μας έταξαν; Πού είναι ο κόσμος; Οεο;

Εγώ, η Χριστίνα, έχω μια ελαφράς μορφής φαγούρα. «Με τρώει η πλάτη μου», θα παραπονεθώ για να μου απαντήσει ο Γιώργος, «Καραβίλα, απλυσιά, άγχος, κούραση. Διαφωνείς; Ηρέμησε και απόλαυσε τον ήλιο».

Ο Γιώργος παραξενεύεται που είμαστε σχεδόν μόνοι μας, αλλά καθώς μας περιγράφει το σουβλάκι που θα γευτούμε μετά στης κυρίας Κατερίνας – άλλη πάλι αυτή, μα πόσες κυρίες έχει αυτό το νησί! – ξεχνιόμαστε, Θα μου πει για να με δελεάσει: «Ένα σουβλάκι… Σαν τριαντάφυλλο».

Σαν να άκουγα ήδη το στομαχάκι μου να απαντάει. Πλησιάζει ο σερβιτόρος, «Για να σε ρωτήσω», λέει ο Γιώργος, «Γιατί δεν έχει κόσμο; Δεν έχουν έρθει ακόμη;»

Ο σερβιτόρος ατάραχος απαντά, «Λόγω του Μυρτιδιώτισσα που προσέκρουσε και το έχουν ακόμη εκεί (δείχνει με το χέρι του) αραγμένο…»

Τι; Το πλοίο που μολύνει τη θάλασσα είναι ακόμη εδώ; Και ενώ το συζητάμε μεταξύ μας, ακούμε να λέει ένας κύριος μπροστά μας, «Κοιτάξτε τι ξέβρασε η θάλασσα!». Η Φλώρα ατάραχη βγάζει τα γυαλιά της και καθώς γυρίζει…

Ένας λουόμενος κρατά στο χέρι του ένα τεράστιο νεκρό ψάρι!!!

«Πάμε να φύγουμε γρήγορα», ουρλιάζει. Για πότε αρπάξαμε πετσέτες, τσάντες, ρακέτες, αντηλιακά… Μόνο ο Κεντέρης μας έφτανε. «Ξύνομαι παντού, ακόμη και στο πρόσωπο…», λέω, αλλά δεν με πιστεύουν. «Ιδέα σου είναι», μου απαντούν με μια φωνή.

Παρηγοριά μας το σουβλάκι «τριαντάφυλλο» της κυρία Κατερίνας.

Ώρα: 18.20 μ.μ. (Αρωνιάδικα)

Η ταβέρνα της κυρίας Κατερίνας, άδεια. «Καλύτερα που δεν έχει κόσμο, γιατί πεθαίνω της πείνας», θα πει ο Γιώργος.

Καθώς πλησιάζουμε πιο κοντά στο σουβλατζίδικο βλέπουμε μια επιγραφή στο τζάμι που γράφει: «ΠΩΛΕΙΤΑΙ». Είχε τέσσερα τραπέζια υπό τη σκέπη μιας ομπρέλας και μια ανθισμένη ζαρντινιέρα, ολόιδια με αυτή του περιστατικού, μόνο ο Κύπριος φοιτητής έλειπε για να τον «σκοντάψουν».

Ο Γιάννης και ο Γιώργος κοιτιούνται απορημένοι. Τι έγινε πάλι ρε παιδιά; Μια μαυρόγατα απολάμβανε το μαβί του ουρανού δίπλα στην πόρτα.

Διαλέγουμε το τραπέζι κοντά στα περιποιημένα λουλούδια με τις σφηκούλες που πετούν αμέριμνες αδιαφορώντας για μας.

Ο σερβιτόρος σέρνει βαριεστημένα το κορμί του προς το μέρος μας, ενώ εμείς λιμπιζόμασταν τα τεράστια σουβλάκια με πίτα και μπόλικο τζατζίκι… Για να «φάμε» τελικά μια ανώμαλη προσγείωση, λέγοντας, «Δεν έχουμε καθόλου σουβλάκια».

Η χορωδία της αλφαβήτας παραλείποντας κάποια γράμματα Γ, Γ, Χ και Φ σολάρει, «Να δούμε τον κατάλογο!»

Γαστριμαργικός απολογισμός, καλαμάκια, πατάτες, χωριάτικη χωρίς φέτα, «να σημειωθεί γιατί όλο λάθος μας την φέρνουν» θα πει ο Γιάννης και μακαρόνια άσπρα – το ξεκάρφωτο.

Εγώ έφαγα. Οι υπόλοιποι απόλαυσαν ένα ωραίο κυνηγητό με τις σφήκες που τσακωνόντουσαν με τον Γιάννη για λιγουλάκι, όπως θα έλεγε και η κυρία Καίτη, κρεατάκι. (Όσο του Λευτέρη του barman, αυτόν θα τον γνωρίσουμε παρακάτω…)

Αποφασίσαμε να πάρουμε πακέτο το λάφυρο από τις σφήκες και να το φάμε στο μπαμπού σαλονάκι της κυρίας Ρένας με θέα το Καψάλι και τη χελώνα του.

Ώρα: 20.30 μ.μ. ΚΑΤΩ ΛΙΒΑΔΙ (Δυτική πλευρά)

Χαιρετάμε τον Γιάννη. Ο Γιώργος θα μας συνόδευε ως το Κάτω Λιβάδι, στην δυτική πλευρά. Η κυρία Ιωάννα θα μας φιλοξενούσε εκείνη τη νύχτα.

Στη στροφή, ανάμεσα σε κοτέτσι και τα μπάζα της, φρενάρει το μαύρο jeep και μας αποβιβάζει. Δυο κοριτσάκια, αποκαμωμένα με εξάδες νερά ανά χείρας.

Στην πόρτα της αυλής η μάνα της κυρίας Ιωάννας, με το δόντι που χωράει ολόκληρο αμυγδαλωτό ενδιάμεσα, αναφωνεί, «Καλώς τα κοριτσάκι μας τα όμορφα με τα νεράκια τους…»

Καθώς χάνεται το αυτοκίνητο, ο αέρας γεμίζει από τα γέλια του Γιώργου. Ενώ εμείς ήμασταν έτοιμες να κλάψουμε.

«Καλησπέρα, τι κάνετε;», πάντα ευγενικές.

Η κυρία Ιωάννα χτενίζεται. Μόλις έχει πάρει το βραδινό της μπανάκι, σε αυτό το ξεχαρβαλωμένο με τα πλακάκια ψηφιδωτό από τα περισσεύματα, όμως τη μασχάλη της πάλι δεν την είχε ξυρίσει.

Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει και ο Αποστολάκης από την απογευματινή του βόλτα. Παρκάρει το αστραφτερό κατακόκκινο ποδήλατό του, με τρεις ταχύτητες παρακαλώ, για να τρέξει προς την κουζίνα και να πάρει τη γνώριμη θέση του δίπλα στον παππού και μπροστά στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Η μυγοσκοτώστρα απαραίτητο αξεσουάρ για τα μαμούνια που κρύβουν τα γράμματα από τις ξένες σειρές…

Σαστισμένες δεν ξέρουμε από πού να ξεκινήσουμε. Ούτε τα ρούχα μας δεν θέλαμε να βγάλουμε. Μέσα σε όλα να χτυπάει και το κινητό μου.

Χριστίνα: Φλώρα, χτυπάει το κινητό μου. Είναι από Κύθηρα. Λες να είναι η κυρία Καίτη; Δεν το σηκώνω.

Φλώρα: Σήκωσέ το, μπορεί να μας χρεώσει το δωμάτιο.

Χριστίνα: Άγγιξες ευαίσθητη χορδή. (Απαντώ) Ναι.

Από την άλλη γραμμή είναι μια κυρία Μαρία – άλλη κυρία σκέφτομαι – στην οποία είχα κλείσει και σε αυτή δωμάτιο, στο Δρυμώνα.

Φλώρα: Πάμε να το δούμε. Χειρότερο από όσα έχουμε δει αποκλείεται να είναι. Πόση μαρμίτα πια!

Συνεχίζεται…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης