“Γιατί κάθεσαι μόνη σου;” είπε και μου χαμογέλασε. Το πάλλευκο χαμόγελό του, όμοιο με τα σπιτάκια της Σαντορίνης, ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα σαρκώδη χείλη του.

Τι να του πω του μωρού; Ότι είμαι κομπλεξική και ζηλεύω τις καλλίγραμμες θεές γι’ αυτό κάθισα απόμερα; Αποφάνθηκα κομψά, “Να, με χτύπησε λίγο το παπούτσι”. Ποιο παπούτσι αγάπη μου, ακούστηκε από μέσα μου η φωνή, η αθλητική βάρκα νούμερο 41.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πώς να συναγωνιστώ το χέλι, την belly dancer με το μίνι φόρεμα, το ξανθό μαλλί ριγμένο στους ώμους και το κόκκινο νυχάκι… Γκρρρρ μια θηλυκή γατούλα όλο χάρη!

Εν αντιθέσει με εμένα. “Γκόρτζος, Γκόρτζος” συμπλήρωνε η φωνή μέσα μου πάλι! Με το τζην παντελόνι, να έχει ανάψει το πιπί μου μέσα στον καύσωνα, με το πόλο μπλουζάκι, μαύρο να κόβει λίγο…

Τι να πρωτοκόψει, αφού εγώ χασάπη ήθελα όχι πλαστικό για να καταλάβετε. Να σκεφτείτε ότι οι ηλεκτρονικές ζυγαριές έσπαγαν στο πέρασμά μου, εγώ ζυγιζόμουν στις πλάστιγγες των φορτηγών. Σε λίγο θα μου χρέωναν πρόστιμο στο αεροπλάνο για υπέρβαρο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δεν ήμουν υπερβολική καθόλου. Απλώς είχα μια αγάπη κι εγώ, το φαγητό. Τα πιρούνια λύγιζαν και όχι από το πείραμα του Uri Geller αλλά στο χέρι μου. Όσες φορές προσπάθησα να αποτοξινωθώ έπεσαν στο κενό… Τα κιλά ήταν κολλημένα πάνω μου με Logo.

“Έλα να καθίσουμε στο καναπεδάκι”, μου λέει τώρα το κουκλί. Ψηλός ίσα με κυπαρίσσι, όμορφος; Θεός ίδιος ενσαρκωμένος σε άνθρωπο. Με τα πράσινα μάτια του να μοιάζουν με διαμάντια και τα λευκό του χαμόγελο- αυτό σας το είπα… Σήμα κατατεθέν.

Τι θέλει τώρα αυτός από εμένα; Ο φίλος μου ο Γιάννης μου έκανε σήμα, “Όρμα του, όρμα του…” Να το πιεις στο ποτήρι ήταν το τεκνάκι. Είχε και όνομα, Νίκος.

Σήκωσα τα παραπανίσια κιλά μου με μια κίνηση ζετέ (“κάθισε κάτω από την μπάρα”, πρόσθεσε αναιδέστατα πάλι η φωνή). Η αλήθεια είναι ότι αν λάμβανα μέρος σε αγώνες άρσης βαρών θα ήμουν μόνιμη ολυμπιονίκης.

Η φοβία μου έγινε εικόνα και την οραματίστηκα. Καθόμουν στην άκρη του καναπέ και αυτομάτως σηκωνόταν εκείνος στον αέρα, όπως στην τραμπάλα.

Με επανέφερε στην πραγματικότητα χτυπώντας ελαφρά το ξύλινο καναπεδάκι με τα μαξιλάρια. “Τι στέκεσαι, έλα. Θα πάρεις ένα ποτάκι;”

Είχε στεγνώσει το στόμα μου, κολλούσε ο ουρανίσκος μου και μια στάλα νερό θα την ήθελα, όμως πάλι η φωνή μέσα μου πετάχτηκε, “Πρόσεχε πως θα πιεις το νερό. Μην το καταβροχθίσεις με λαιμαργία ως συνήθως και γίνουμε ρεζίλι”.

“Ένα νεράκι θα το έπινα” είπα διστακτικά. “Όχι και νεράκι, ό,τι πίνω” είπε στο γκαρσόνι που μας χάζευε κυριολεκτικά. Με εκείνο το ειδεχθές βλέμμα, “Καλά αυτός με εσένα;” Έτοιμη ήμουν να το διευκρινίσω, “Γνωστοί, τίποτα άλλο”. Όμως σώπασα.

“Έχεις εκφραστικά μάτια, το ξέρεις; Και το πρόσωπό σου είναι… ” μέχρι να βγει η τελευταία λέξη από το στόμα του πέρασαν αιώνες!

“‘Ωχ, χάλια θέλει να πει αλλά δεν ξέρει αν πρέπει. Όπως το παιδάκι της φίλης μου αυθόρμητα είχε πει, “Μαμά έχει τεράστιο… Πωπω, πωπω λόγια που λες θα σου βάλω πιπέρι”, το κάλυψε η φίλη μου.

“… Το πρόσωπό σου είναι φεγγάρι. Καθαρό και εκθαμβωτικό. Τα χείλη σου…” τα δικά σου να δεις αγορίνα μου. Είχε μιλήσει ο αδύνατος εαυτός μου, αυτός που καταπίεζα χρόνια ολόκληρα και δεν τον άφηνα να κάνει αισθητή την παρουσία του.

Ήξερα πολύ καλά τι είμαι και πως είμαι, γι’ αυτό συχνά-πυκνά αυτοσαρκαζόμουν. Ίσως για να προλάβω τους άλλους καμία φορά ή να τους βγάλω από τη δύσκολη θέση. Είχα πρόβλημα με τον εαυτό μου. Η αυτοπεποίθηση ήταν άγνωστη λέξη για μένα.

Και οπωσδήποτε δεν πίστευα ποτέ ότι θα αξίωνε το βλέμμα του ένας αντικειμενικά παίδαρος, ένας θεός του έρωτα να με κοιτάξει. Δεν κορόιδευα τον εαυτό μου.

“Ήθελα να σου μιλήσω καιρό, από τα γενέθλια του Γιάννη. Θυμάσαι γελάσαμε”. Αλήθεια θα πω σε εσάς, δεν θυμάμαι τίποτα. Κενό, αμνησία. “Είχα προσέξει πόσο αεικίνητη είσαι παρά τα κιλά σου”, αυτό το τελευταίο το ψιθύρισε σχεδόν σαν να μάλωνε τον εαυτό του γιατί το είπε.
“Είμαι… Τι νομίζεις; Κομανέτσι αγάπη μου, όχι αστεία” έλεγα για να τον κάνω να νιώσει πιο άνετα.

Ο φίλος μου ο Γιάννης από την άλλη γωνία μας παρακολουθεί. Πασατέμπος, σάμαλι, κοκ, πατατάκια του έλειπαν από το θερινό σινεμά. Γιατί είχαμε γίνει θέαμα. Ο “Mr. Perfect” να μιλά με το “λίπος”. Ούτε στο σινεμά.

Στην πραγματικότητα είχα πεισθεί ότι ήταν gay, διότι straight δεν νομίζω ότι ήταν και να χάνει το χρόνο του μαζί μου. Γύρω μας γινόταν νινοθύελλα κι ο Νίκος ασυγκίνητος.
Η συζήτηση είχε ανάψει, αναλύαμε το πολιτικό γίγνεσθαι και ανταλλάσσαμε απόψεις για την παγκοσμιοποίηση και την αναδάσωση. Και οικολόγος για το “πράσινος” ερευνάται.

“Είσαι και έξυπνη. Μου αρέσει το λεκτικό πινγκ-πονγκ και σπάνια με κερδίζουν…” έσπευσα να προσθέσω για να βγω από την αμηχανία, “Από μπάντμιντον δεν έχω ιδέα, στο ξεκαθαρίζω”.
“Γιατί να είμαι χοντρή, χοντρή, χοντρή… Γιατί τρως, τρως, τρως!” απαντούσε στις ερωτήσεις μου η φωνή. Θα ήθελα μόνο για εκείνη τη στιγμή να δανειζόμουν το σώμα ενός μοντέλου, να έβαζα το χέρι μου και να τραβούσα κορμί-λαχνό.

“Είσαι τόσο άτυχη, ακόμη και αυτό να γινόταν θα διάλεγες το σώμα της χοντρούλας με τα διαφανή που λικνίζεται ακομπλεξάριστα, κομπλεξική”, μου έλεγε κυνικά η φωνή και πάλι.
“Εεε, πού ταξιδεύεις; Μα που γύριζες και έχουν μια γεύση τρικυμίας τα χείλη σου …”. Ξέρει και από Ελύτη. Με το ολόγιομο φεγγάρι να με κοιτά παιχνιδιάρικα εκείνη τη στιγμή και έχοντας απαγγείλει το αγαπημένο μου ποίημα, “Η Μαρίνα των βράχων” έσκυψε και με φίλησε τη Μαρίνα.

“Να σου πω, καρκίνο έχεις;” τον σταματώ αναιδέστατα. Χτυπάει ξύλο, φτύνει τον κόρφο του και προσπαθεί να εξορκίσει το κακό. “Μα, τι είναι αυτά που λες;” εκνευρίζεται.

“Γιατί με φιλάς; Είσαι μήπως πρόσκοπος και μαζεύεις πόντους κάνοντας καλές πράξεις ή έχεις βάλει κανένα στοίχημα;” εκστομίζω όσα σκεφτόμουν. Έχει γουρλώσει τις ματάρες του και με κοιτά απορημένος o Mr. Perfect.

“Τι κοιτάς σαν συναγρίδα της Αθηνάς” ρωτά η φωνή μέσα μου αλλά από τα χείλη μου λέξη δεν βγαίνει.

“Εγώ φταίω. Έχεις τόσα χαρίσματα, είσαι έξυπνη με καλή ψυχή, αλλά… το στόμα σου είναι σαν τον πωπωπωπω… “λόγια βαριά ίσα με 100 κιλά, δηλαδή όσο ζύγιζα.

Με μια απότομη κίνηση σηκώνεται από το ξύλινο καναπεδάκι, αυτό ορθώνεται από το βάρος μου από τη μια μεριά και βρέθηκα στο πάτωμα. Με καπέλωσε και το καναπεδάκι… Τέτοια ντροπή! Να με δείχνει όλο το club και να γελά, ενώ ο Νίκος έφυγε και δεν έριξε ματιά, χάθηκε μέσα στον κόσμο.

Ο φίλος μου ο Γιάννης, ο θεατής του έργου ήρθε με τους άλλους να με βοηθήσουν να καθαρίσουμε τον τόπο από τα ξίγκια μου. Καθώς με σήκωνε μου είπε αυστηρά, “Καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς. Από αύριο δίαιτα!”

Και η φωνή του είχε κάτι γνώριμο, ήταν η ίδια φωνή στο κεφάλι μου. Μετά από ένα χρόνο, έχοντας χάσει 45 κιλά βρεθήκαμε πάλι, σχεδόν την ίδια ημερομηνία στο ίδιο μέρος. Εγώ με τον Γιάννη, τον Πυγμαλίωνά μου, χορεύαμε και με επιδείκνυε σε όλο το club. “Είσαι θεά” έλεγε και ήταν αλήθεια γιατί κι εγώ έτσι αισθανόμουν.

Σε εκείνο το σημείο ο Mr. Perfect, Νίκος έκανε μια θεαματική είσοδο.

Στήθηκα με τη χάρη μοντέλου για να με δει. Να του αποδείξω ότι κατάφερα να αποκτήσω αυτό που δεν είχα, αυτοπεποίθηση και ότι… “Να σας συστήσω και την κοπέλα μου”, τον ακούω να διακόπτει τη σκέψη μου.

Το οπτικό μου πεδίο “βουλώνει” μια στεριανή όρκα με μαγιό, με πόδια κορμούς δέντρων, μέση-μέση Ανατολή και όλες τις περιφέρειες Αθηνών και περιχώρων πάνω της. Με το γλυκύτερο χαμόγελο που έχω δει ποτέ και το πιο καλοσυνάτο πρόσωπο να του λέει, “Νίκο, πού ήσουν; ‘Έφαγα τη γη…”

“Η Δώρα είναι η κοπέλα μου”, μας λέει. Η αυτοπεποίθησή μου στο ναδίρ. “Την είδατε;” μας ρωτά με τον Γιάννη. “Και να θέλεις να την κρύψεις… Δεν γίνεται, Νικολάκη!”, λέει η φωνή δια στόματος Γιάννη. “Σίγουρα δεν κρύβεται… τέτοιος έρωτας”.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης