Για μισό περίπου αιώνα έως το 1900 οι γυναίκες διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Η.Π.Α., έκανε την εμφάνισή του ένα κίνημα, στο οποίο συσπειρώθηκαν μαζικά γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου.

Ημερομηνία σταθμός ήταν το 1903 όταν ιδρύθηκε στη Βρετανία η «Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών» από την ακτιβίστρια Έμμελιν Πάνκχερστ και τις κόρες της, για να «ξυπνήσει το έθνος» μέσα «από πράξεις κι όχι λόγια».


Ο όρος που χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, ήταν «Σουφραζέτες». Οι Σουφραζέτες ήταν συνήθως γυναίκες από τη μεσαία τάξη, με επισφαλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες επιθυμούσαν να βελτιώσουν τις ζωές τους.

Πρόκειται για όρο που επινοήθηκε από την εφημερίδα «Daily Mail» σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μέλη του κινήματος υπέρ του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες το οποίο δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδίως για συγκεκριμένα μέλη της «Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών».

Ο αγώνας για κοινωνική αλλαγή, σε συνδυασμό με το έργο υπέρμαχων των δικαιωμάτων των γυναικών όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, προετοίμασαν την εμφάνιση ενός κινήματος, στο οποίο συσπειρώθηκαν μαζικά γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου. Ο Μιλ εισήγαγε πρώτη φορά την ιδέα του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες σε σχετική προκήρυξη που παρουσίασε στο βρετανικό εκλογικό σώμα το 1865 . Η Νέα Ζηλανδία ήταν η πρώτη αυτοδιοικούμενη χώρα που εκχώρησε ψήφο στις γυναίκες, όταν το 1893 επιτράπηκε σε όλες τις γυναίκες άνω των 21 να ψηφίσουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές.


 
Ο όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Οι σουφραζέτες διεκδικούσαν τη συμμετοχή στα κοινά και ίση μεταχείριση με τους άντρες. Ο όρος «suffragist», όμως, είναι γενικότερος και αναφέρεται σε μέλη κινημάτων που υποστηρίζουν το δικαίωμα ψήφου, ασχέτως αν πρόκειται για ριζοσπαστικά ή συντηρητικά κινήματα ή αν το δικαίωμα ψήφου αφορά άντρες ή γυναίκες. Στη Βρετανία, ο όρος «suffragist» χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα μέλη της «National Union of Women’s Suffrage Societies» (Εθνική Ένωση των Εταιρειών για το Δικαίωμα Ψήφου των Γυναικών), η οποία ιδρύθηκε το 1897.

Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι κάποιες από τις ενέργειες των σουφραζετών ήταν επιζήμιες για τους σκοπούς τους. Όσοι τάσσονταν κατά του κινήματος υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις σουφραζέτες, επειδή ήταν υπερβολικά συναισθηματικές και ανίκανες για ορθολογική σκέψη, σε αντίθεση με τους άντρες. Στήριζαν μάλιστα το επιχείρημά τους στις βίαιες και επιθετικές δράσεις των γυναικών του κινήματος.

Το 1912 ήταν μια κομβική χρονιά για τις σουφραζέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς υιοθέτησαν πιο επιθετικές τακτικές.

Μεταξύ άλλων, αλυσοδένονταν σε κιγκλιδώματα, έβαζαν φωτιά σε γραμματοκιβώτια, έσπαγαν παράθυρα και σε ορισμένες περιπτώσεις τοποθετούσαν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ο τότε πρωθυπουργός, Χ. Χ. Άσκουιθ, ήταν έτοιμος να υπογράψει ένα νομοσχέδιο που εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 30, με τον όρο να είναι παντρεμένες με σύζυγο που είχε περιουσιακά στοιχεία ή να έχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, ανησυχώντας πως οι γυναίκες θα τον καταψήφιζαν στις επόμενες γενικές εκλογές και θα εμπόδιζαν το κόμμα του (Φιλελεύθεροι) να μπει στη Βουλή.

Μια σουφραζέτα, η Έμιλι Ντέιβισον, πέθανε στην προσπάθειά της να πετάξει ένα πανό πάνω στο άλογο του βασιλιά στις Ιπποδρομίες του Έπσομ, στις 5 Ιουνίου 1913.

Πολλές από τις συντρόφισσές της συνελήφθησαν και έκαναν απεργία πείνας, σε μια προσπάθεια να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση αντέδρασε με τη λεγόμενη Νομοθετική Πράξη «της Γάτας και του Ποντικιού». Βάσει αυτής, επιτρεπόταν στις κρατούμενες να προχωρούν σε απεργία πείνας, χωρίς να τους παρέχεται τροφή διά της βίας, αλλά αφήνονταν ελεύθερες όταν η κατάσταση της υγείας τους κρινόταν πλέον επικίνδυνη. Ωστόσο, λίγο μετά την αποφυλάκισή τους, συχνά συλλαμβάνονταν εκ νέου για ασήμαντους λόγους.

Η διαδικασία αυτή της σύλληψης, αποφυλάκισης και επανασύλληψης επαναλαμβανόταν πολλές φορές, λίγο πολύ όπως η γάτα παίζει με το ποντίκι.

Οι διαμαρτυρίες συνεχίζονταν τόσο στη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ. Η Άλις Πολ και η Λούσι Μπερνς ηγήθηκαν μιας σειράς διαμαρτυριών κατά της κυβέρνησης Γουίλσον στη Ουάσινγκτον.

Οι γυναίκες του κινήματος στις ΗΠΑ αναφέρονταν στον πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον ως «Κάιζερ Γουίλσον» και συνέκριναν το δράμα του γερμανικού λαού με αυτό των γυναικών της Αμερικής.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ως και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου χίλιες σουφραζέτες ήταν φυλακισμένες στη Βρετανία. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε έλλειψη ικανών και αρτιμελών αντρών, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αναλάβουν πολλούς παραδοσιακά αντρικούς ρόλους.

Η εν λόγω εξέλιξη κατέδειξε τις νέες δυνατότητες των γυναικών. Λόγω του πολέμου σημειώθηκε επίσης μια ρήξη εντός του κινήματος των σουφραζετών της Βρετανίας, με την κύρια πτέρυγα, που εκπροσωπούσαν η Έμμελιν Πάνκχερστ και η κόρη της, Κρίσταμπελ, να καλεί σε παύση της εκστρατείας καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ενώ πιο ριζοσπαστικές σουφραζέτες, όπως η άλλη κόρη της Έμελιν, Σίλβια Πάνκχερστ, που εκπροσωπούσε την Ομοσπονδία του Δικαιώματος Ψήφου των Γυναικών, συνέχισαν τον αγώνα.

Η Εθνική Ένωση των Εταιρειών του Δικαιώματος Ψήφου στις Γυναίκες συνέχισε την εκστρατεία την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ προχώρησε και σε συμφωνίες με την κυβέρνηση συνασπισμού.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη της Εκπροσώπησης των Πολιτών, η οποία εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου σε γυναίκες άνω των 30 που πληρούσαν τα ελάχιστα κριτήρια περιουσίας. Περί τις 8,4 εκατ. γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου.

Το Νοέμβριο του 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη της Εκλεξιμότητας των Γυναικών, εκχωρώντας στις γυναίκες το δικαίωμα της εκλογής στη Βουλή.

Η Νομοθετική Πράξη Εκπροσώπησης του 1928 επέκτεινε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 21, εξισώνοντας έτσι οριστικά το δικαίωμα ψήφου μεταξύ αντρών και γυναικών.

Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Παπατσάκωνα