«Δεν μπορώ άλλο με αυτούς του αλλοδαπούς που έχουν κατακλύσει τη χώρα μας», φυσούσε και ξεφυσούσε κάθε φορά που έμπαινε μέσα στο σπίτι. «Δεν είναι δυνατόν, βλέπεις όλο φάτσες ξένων. Μανούλα μου, σε τι κόσμο ζούμε;»

Δεν ήθελε να πηγαίνει στο κέντρο γιατί δεν μπορούσε το συνωστισμό με τους αλλοδαπούς. Αν τυχόν κατά λάθος την άγγιζαν, έτρεχε να κάνει καταγγελία στο τμήμα για σεξουαλική παρενόχληση.

Λες και όλοι οι αλλοδαποί της Αθήνας ορέγονταν το κορμί της.  Οι άνθρωποι έτρεχαν για το μεροκάματο κι αυτή νόμιζε ότι την έγδυναν οι πανταχού αλλοδαποί με το βλέμμα τους.

Μετά φανταζόταν ότι μπορεί να είναι τρομοκράτες που σκοπό είχαν να βάλουν μπουρλότο στην χώρα μας, μην σου πω στο σπίτι της. «Ήρεμα, ήρεμα δεν είμαι τρομοκράτης… Είμαι το θύμα μιας οικονομικής ανάγκης!», κυρία μου, έλεγαν με τα μάτια τους.

Όποτε ερχόταν η συζήτηση σε θέματα ρατσισμού και ξενοφοβίας πετούσε τον φερετζέ της και άρχιζε τους χορούς της κοιλιάς υπερασπιζόμενη την χώρα της που την έχουν «φάει» οι ξένοι. Πού ήρθαν στην Ελλάδα και λίγδωσε το αντεράκι τους. Τα είχε βάλει δε και με μια συγκεκριμένη χώρα…

Οι φίλοι της για να την πειράξουν ξεκινούσαν, «Φαντάζεσαι να ερωτευτείς κάποιον…». «Μην το πεις ούτε να τους ακούω δεν θέλω. Ούτε για αστείο!», φοβόταν να το σκεφτεί καν. «Εγώ και στην έρημο να είμαι», αντιπαράβαλλε, «νερό δεν θα πιω από το χέρι τους! Αν ποτέ πάρω αλλοδαπό θα είναι μόνο από την Ελβετία ή τις Βρυξέλλες».

Την φανταζόμουν στην κατοχή με το σήμα των Es-Es στο μπράτσο, τη σβάστικα και να αλαλάζει, «Στην πυρά… στην πυρά!» προς κάθε αλλοδαπό, ακόμη και Άγγλο. Η Φράου Χέλγκα με το όνομα.

Τι το ήθελε ο κακομοίρης ο Πακιστανός στα φανάρια να της καθαρίσει τα τζάμια; Με βλέμμα που πετούσε φωτιά, ονειρευόταν να του κάνει φάλαγγα και να του βάζει βραστά αυγά κάτω από τις μασχάλες ζητώντας του να επαναλάβει, «Θα το ξανακάνεις;» Και δωσ’ του να του ξεριζώνει ένα- ένα τα νύχια. «Ντεν θα το ξανακάνει κυρία…», να λέει ικετευτικά ο άτυχος καθαριστής.

Η φτώχεια στην  πατρίδα του τον εξανάγκασε να ταξιδέψει χιλιόμετρα μακριά για να εργαστεί και να μαζέψει χρήματα για τους δικούς του, αντί να γίνει ο νέος «Slumdog millionaire» είχε να αντιμετωπίσει και την κάθε υστερική, ξενοφοβική γεροντοκόρη, σαν την φίλη μου.

Μετά γνώρισε μια κοπέλα με την οποία έγιναν αχώριστες σε όλα. Ταίριαζαν στις βόλτες, στα ψώνια, και οι δυο ψώνια ατελείωτα, όμως η μέντα, μέντα για την φίλη μου. Όλοι όμως έχουν το κουμπί τους. Αυτή η φιλία έμελλε να την αλλάξει… ριζικά!

Ό,τι διαβάσατε παραπάνω σβήστε το, γιατί η ρατσίστρια φίλη μου έμαθε, από εμένα μάλιστα, ότι η κολλητή μας ήταν από την Αλβανία.

Όσο κι αν κεραυνοβολήθηκε, όσο κι αν δεν ήθελε να το πιστέψει, όσο κι αν τη βάπτιζε Θεσσαλονικία, Καρδιτσιώτισσα, Βλάχα… ήταν η φίλη της που της είχε σταθεί στα πιο δύσκολα και στις χαρές. Ήταν η φίλη της που μοιραζόντουσαν τα όνειρά τους. Ήταν Η φίλη της, με το «Η» κεφαλαίο!

Ελληνίδα Σαλλλλλλονικιά  ή Αθηναία, Βουλγάρα, Τουρκάλα, Αγγλίδα, Αμερικάνα (χαζοαμερικάνα σαν μια αχυροκέφαλη που ήξεραν), Γαλλίδα, Ιταλίδα, Μογγόλα, Κινέζα και όλες οι φυλές του Ισραήλ και μη, ένα ήταν σίγουρο ότι ΣΥΝΟΡΑ Η ΦΙΛΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ.

Κι όσοι πλέον την πείραζαν με ρατσιστικά σχόλια, ανταπαντούσε, «όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Χωρίζονται μόνο σε καλούς και κακούς, σε φίλους και εχθρούς… Κι εγώ δόξα Τω Θεώ έχω μια πολύ καλή φίλη» κι έκλεινε το μάτι στην κολλητή της.