Είναι απόκριες και όλοι οι μασκαράδες βγήκαν στο δρόμο για να διασκεδάσουν. Ροκάνες, κομφετί, σερπατίνες… γεμίζουν τους δρόμους, τα πάρτι και δίνουν μια γιορτινή νότα στην πληγωμένη από τα τελευταία επεισόδια Αθήνα!

Όταν όμως περάσουν οι απόκριες και ξεμασκαρευτούμε τότε ξεχωρίζουν ανάμεσά μας οι αληθινοί Greco, Italian, German, Spain μασκαράδες. Άνδρες, γυναίκες, φύλο δεν γνωρίζουν ούτε ηλικία. Μόνο ένα κοινό έχουν: την ίδια ΜΟΥΤΣΟΥΝΑ και συμπεριφορά.

Διπρόσωποι. Φορούν το προσωπείο τους ανάλογα με την περίσταση που έχουν να αντιμετωπίσουν!

Σε κάθε τσακωμό πότε παίρνουν το μέρος του ενός και πότε του άλλου. Το μόνο που φοβούνται μήπως οι δύο αντίμαχες πλευρές τα ξανά βρουν και ξεμείνουν από δουλειά.

Ντυμένοι μικροί βελζεβούλ – όχι στο μέγεθος μικροί αλλά στην ψυχή – την κατάλληλη στιγμή, μιας και έχουν κάνει διατριβή επί του θέματος, γνωρίζουν πότε και πως πρέπει να κινηθούν.

Υπογείως, πάντα δρουν, σαν τους τυφλοπόντικες, στα ψιθυριστά για να μην τους ακούσουν, γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Κατάλοιπα από την Χούντα.

Μνησίκακοι χαίρονται με τον πόνο του άλλου. Ηδονίζονται να βλέπουν φίλες να «σκοτώνονται», αδέλφια να μην ξαναμιλούν και όλα υπό την σκέπη του γνωστού moto «Δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω… Αλλά… Για το καλό σου τα λέω!»

Αυτό το «αλλά» και το «για το καλό σου…» μέχρι που δεν άντεξε στο τέλος το μυαλό σου.

Στα παλαιότερα χρόνια, τότε που τσακωνόντουσαν οι «κυρίες της αυλής» ο ρόλος των «μασκαράδων» δεν υπήρχε. Ούτε κομπαρσιλίκι δεν έκαναν γιατί πολύ απλά θα έπεφτε η «μουτσούνα» τους γρήγορα.

Αθώα χρόνια. Σήμερα, όμως, ξέρετε πόσοι μασκαράδες κυκλοφορούν;

Η γεροντοκόρη του ρετιρέ, ας πούμε, που δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και προσπαθεί να διαβάλει την νεαρή επαρχιώτισσα φοιτήτρια του 2ου ότι τάχα μου, τάχα μου φλερτάρει με τον παντρεμένο του απέναντι διαμερίσματος και δήθεν τους είδε να ερωτοτροπούν μέσα στο ασανσέρ. Συνοδευτική κίνηση, φτύνει τον κόρφο του! «Έχω βέβαια και τον γνωστό καταρράκτη που με βασανίζει χρόνια… Μπορεί να μην είδα καλά.», προσπαθεί να δικαιολογηθεί.

Το σκοπό της όμως τον έχει πετύχει. Προκάλεσε την αναστάτωση.

Όταν ακούει την σύζυγο του παντρεμένου με το που γυρίζει το κλειδί στην πόρτα να τον περιμένει με το τσόκαρο έτοιμο για εκτόξευση, η ψυχή της αγάλλεται. Τρίβει τα ρυτιδιασμένα της χέρια και χαμογελάει η μασέλα της…

Αργότερα θα δει τον ταλαίπωρο σύζυγο να βγαίνει από το διαμέρισμα και να κλείνει με βρόντο την πόρτα πίσω του, ενώ η «κυρία», τρόπος του λέγειν αφού κάθεται και ακούει κάθε μασκαρά, άρα τα θέλει κι αυτή που «μυγιάζεται», να λέει την τελευταία ατάκα: «Εγώ σε διώχνω. Να πας στο τσ@#$$%%. Αλήτη!»

Θα τον περιμένει στην είσοδο το «τρωκτικό του ρετιρέ», γιατί και στα ψηλά μπαλκόνια κρύβονται οι τυφλοποντικίνες, με τον θυρωρό που θα του έχει πει όλα όσα έγιναν με το ζευγάρι του 2ου και έχει βάλει σάλτσες, σάλτσες και δικά της λόγια! Κοινώς τα έχει κάνει κουλουβάχατα!

Μόλις τον συναντήσει, τον άμοιρο, θα σπεύσει να του πει δυο λόγια παρηγοριάς η «γριά μάγισσα» και να τον καλέσει για ένα καφέ στη φωλιά της.

«Είναι τρελή η γυναίκα σου.», θα του πει. «Να σκεφτείς την είχα καταλάβει εγώ. Όλο χαλασμένο θερμοσίφωνα δήθεν είχατε για να βρίσκει ευκαιρία να φωνάζει τον νεαρό με τα σμιλευμένα μπράτσα από το ηλεκτρολογείο της γωνίας. Ξέρεις τον Ritz, που λέω εγώ, από την «Τόλμη και Γοητεία».

Γιατί εκεί έχει μείνει. Για «Sex & the city» καλά αυτό νομίζει ότι είναι τσόντα! Τελειώνει, όχι σαν την Πετρούλα, γιατί αυτό το έχει ξεχάσει από την εποχή του έβαζε φιτιλιές με διλήμματα του τύπου «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Από εκεί της έμεινε το κουσούρι.

Τις απόκριες έχει την τιμητική της. Δεν χρειάζεται να κρύβεται. Πετάει την μάσκα!

Αλλά ας μην τα βάζουμε μόνο με την Τρίτη ηλικία. Ξέρετε οι μασκαράδες ζουν ανάμεσά μας και δεν έχουν ούτε ηλικία.

Μπορεί να είναι εκείνο το φαινομενικά «χαζό» που βγάζει τις φωτοτυπίες για τον διευθυντή και μόλις ο τελευταίος τσακώνεται με τον συνέταιρό του, πότε βάζει την μάσκα του φίλου του ενός και πότε βάζει την κουκούλα του καταδότη του υπέρ του άλλου.

Αν τον καταλάβουν φροντίζει να ντυθεί «λαγός»! Όπου φύγει-φύγει. Αν τον πιάσουν βάζει τη μάσκα της «πάπιας».

Ολόκληρο βεστιάριο έχει ο Greco Μασκαράς.

Ο μασκαράς στις μέρες μας δεν γίνεται, αυτό είναι δεδομένο, γεννιέται. Περνάει μέσα από το DNA από γενιά σε γενιά. Αυτό το απόστημα πρέπει να σπάσει, αλλιώς μολύνει τους γύρω του μέχρι το μεδούλι τους.

Γιατί οι υπόλοιποι τον λυπούνται και τον συγχωρούν ενίοτε, αφήνοντάς τον γυμνό μετά και μόνο. Μέχρι να ξαναβρεί ρόλο.

Απόκριες έχουμε ας την βγάλουν καθαροί οι μασκαράδες απανταχού της πλάσης. Θα χορέψουν, θα διασκεδάσουν και σαν τις πεταλούδες μόλις πλησιάσουν το φως θα καούν, θα φανεί το πραγματικό τους πρόσωπο.

Προσοχή, λοιπόν, γλυκά μου κοριτσάκια. Ούτε πειρατής θα είναι ντυμένος, ούτε γαλάζιος πρίγκιπας, ούτε σπανιόλα, ούτε γορίλας ο μασκαράς… Θα φορά την μάσκα αγγέλου και θα σας στολίσει με κοπλιμέντα!

Εγώ απλά θα σας προτείνω, όταν τον δείτε εμπρός σας να πιάνει δουλειά, με οποιαδήποτε στολή και το εκμαγείο του θλιμμένου και του καλοπροαίρετου «μασκαρά» να του τραγουδήσετε: «Μασκαρά, Greco μασκαρά…». Σαν ξόρκι θα τον σκορπίσει στον άνεμο! Φου, φου, φου…