Υπάρχουν γυναίκες που βιώνουν καθημερινά την ταπείνωση ως θύματα του εμπορίου ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση (trafficking). Αυτό το αδιανόητο για τη σύγχρονη εποχή δουλεμπόριο συνιστά καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προσβάλλει και εκθέτει τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες που το ανέχονται.

Με βάση έρευνες που έχουν γίνει από έγκυρους φορείς, προκύπτει ότι το 95% των εκδιδομένων γυναικών, ασκούν την πορνεία από καταναγκασμό και άμεση ή έμμεση βία (εξαθλίωση, φτώχεια, σεξουαλική κακοποίηση σε παιδική ηλικία, περιστάσεις ζωής που ωθούν στο περιθώριο, ανεργία, πόλεμοι κλπ.). Για όλες αυτές τις γυναίκες, η πορνεία δεν αποτελεί επάγγελμα, ούτε έκφραση σεξουαλικής αυτοδιάθεσης με ελεύθερη βούληση και επιλογή. Ποτέ δεν το διάλεξαν. Μετατράπηκαν σε σύγχρονες σκλάβες, από ένα κατεστημένο που, με υπόβαθρο την κοινωνική περιθωριοποίηση πολλών γυναικών σε όλο τον κόσμο, τρέφεται από σεξουαλική μιζέρια, καταπίεση, ένστικτο εξουσίας και κυριαρχίας και από περιφρόνηση για το γυναικείο φύλο.

Πίσω απ’ όλες τις μορφές αναγκαστικής πορνείας (παιδικής, εφηβικής, ανδρικής, γυναικείας), υπάρχει ένα μόνιμο και ισχυρό καθεστώς ιεραρχημένης και κωδικοποιημένης βίας που ασκείται στα θύματα, χωρίς αυτά να μπορούν να αντιδράσουν ή να αποδράσουν. Βία που μπορεί να είναι εξαναγκαστική (φόβος, εκβιασμός, παρεμπόδιση της ικανοποίησης βασικών σωματικών αναγκών κλπ.), τιμωρητέα (ξυλοδαρμός, παρακράτηση χρημάτων, εξευτελισμός ως τελετουργικό υποβάθμισης της προσωπικότητας της γυναίκας συνολικά, ως βαθύτερης πορνοποίησής της), αποτρεπτική (απειλές, με σκοπό να προλάβουν πιθανά «ατοπήματα» της εκδιδόμενης γυναίκας).

Οι συνδυασμοί και η «δοσολογία» αυτών των μορφών βίας αλλάζουν δημιουργώντας μία ποικιλία φρικτή που φθάνει έως και τη δολοφονία. Εκείνο που δεν αλλάζει είναι η βία των ανωνύμων πελατών (350.000 σήμερα οι μόνιμοι στην Ελλάδα, 1.200.000 οι περιστασιακοί) σε ρημαγμένες ψυχές και σώματα. Η μεταχείριση ανθρώπινων πλασμάτων για «αναψυχή», καθιστά τους πελάτες συνένοχους σε αυτή την κτηνωδία αφού, εκτός των άλλων, επάνω τους στηρίζεται όλο αυτό το σύστημα.

Στην αρχή της δεκαετίας του ’90, η ελληνική «πορνική αγορά» πλημμύρισε από κοπέλες που εισάγονταν σαν άψυχο εμπόρευμα από την Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, λόγω της γνωστής πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης που επικρατούσε την εποχή εκείνη στις χώρες αυτές: αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός των πελατών αλλά μειώθηκε απίστευτα «το αντίτιμο», επιτείνοντας τον εξευτελισμό. Εμφανίζονται ξαφνικά μεγάλοι προαγωγοί που διακινούν από δεκάδες έως εκατοντάδες γυναίκες ή παιδιά μέσα από παγκόσμιες οργανώσεις και δίκτυα εγκληματικότητας. Τα κέρδη τους αυξήθηκα τρομερά (70 δις δρχ το ’96), και συνεχίζουν να είναι τεράστια αν αναλογιστεί κανείς ότι για κάθε εκατομμύριο που επενδύουν στην εισαγωγή και εκμετάλλευση αλλοδαπής, βάζουν στην τσέπη 27 εκατομμύρια δρχ.

Σήμερα, οι αλλοδαπές εκδιδόμενες αποτελούν το 75% της ελληνικής «αγοράς»: 20.000 που χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικές σκλάβες και συχνά αντιμετωπίζονται εχθρικά. Μη γνωρίζοντας τη γλώσσα, χωρίς άδεια παραμονής, παγιδευμένες από την ασφυκτική παρακολούθηση των προαγωγών που τους επιβάλλουν έναν αυστηρό κώδικα σιωπής, δεν απευθύνονται στις αρχές για βοήθεια. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν γνωστοί και αξιόπιστοι φορείς για να τις στηρίξει. Ένα μεγάλο ποσοστό αλλοδαπών γυναικών που εκδίδονται αναγκαστικά, πάσχουν από βουλητική αδράνεια, χάνοντας την αίσθηση του χώρου, του χρόνου και της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζουν. Το 50% είναι εξαρτημένες από ουσίες, πολλές προσβάλλονται από αρρώστιες, που μπορεί να είναι και θανατηφόρες. Δυστυχώς, το κράτος, οι νομοθέτες και μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας, διαιωνίζουν αυτή την απεχθή βαρβαρότητα με τη σιωπηλή αποδοχή τους.