Μόνο το όνομά της είναι αρκετό για να οριστεί ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ταγέρ, μία ατζέντα, ένα άρωμα, ένα κόσμημα, ένα ολόκληρο look. Μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, στην πραγματικότητα, ίσως η πρώτη γυναίκα στο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών. Η φήμη της Channel και το ύφος της, παρέμειναν περισσότερο από τη ζωή της.

Η Κοκό Σανέλ (Coco Chanel, ψευδώνυμο της Γαλλίδας Γκαμπριέλ Σανέλ, γαλλ.Gabrielle Bonheur Channel) ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα (19 Αυγούστου 1883 – 10 Ιανουαρίου 1971). Ξεκίνησε από τα γυναικεία καπέλα επεκτάθηκε στο θρυλικό άρωμα Channel no 5 και κατάφερε να φέρει τούμπα τη μόδα της belle époque.

Γεννημένη στο Saumur, στην κοιλάδα Loire της Γαλλίας, η Channel επέζησε μιας πενιχρής παιδικής ηλικίας και μιας αυστηρής, μοναχικής εκπαίδευσης. Η Chanel μεγάλωσε σε ένα γαλλικό ορφανοτροφείο. Το απλοϊκό και άκαμπτο φόρεμα των καλογριών και το περιβάλλον αυτό επηρέασαν τα σχέδια της. Οι δυσκολίες της νεαρής ζωής της, την ενέπνευσαν να ακολουθήσει έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο ζωής, πρώτα πάνω στο σανίδι, όπου απόκτησε το παρατσούκλι “Coco” και έπειτα ως κατασκευάστρια και πωλήτρια γυναικείων καπέλων.

Παρόλο που η δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή, το 1912 γνώρισε την εύπορη κοινωνία όταν γνώρισε τον Arthur “Boy” Capel, που την βοήθησε να ανοίξει το πρώτο της κατάστημα καπέλων το 1913, ακολουθούμενο από ένα ακόμα στην τουριστική πόλη Deauville. Πωλώντας καπέλα και μια περιορισμένη γραμμή ενδυμάτων, τα καταστήματα Channel ανέπτυξαν μια αφιερωμένη πελατεία που έκανε γρήγορα το πρακτικό, αθλητικό της ντύσιμο, μεγάλη επιτυχία.

Ήταν η πρώτη σχεδιάστρια που φόρεσε παντελόνι στη γυναίκα, καταφέρνοντας να αναδείξει άπλετη θηλυκότητα μέσα από το σήμα κατατεθέν του ανδρισμού. Έραψε φορέματα από ύφασμα jersey,που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν για ανδρικά εσώρουχα. Το μικρό μαύρο φόρεμα, απαραίτητο σε κάθε γυναικεία γκαρνταρόμπα, ήταν δική της ιδέα. Το πρότυπο στυλ της περιλάμβανε επίσης: τα παντελόνια καμπάνες, τα μικρά καπελάκια, το μαύρισμα, τα πολύ κοντά μαλλιά.

Η υψηλή κοινωνία ήταν αφοσιωμένη στη μόδα το 1900-1910. Μόνο οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι εκείνης της εποχής μπορούσαν να έχουν κομμάτια υψηλής ραπτικής, διότι τα ρούχα αυτά ήταν χειροποίητα και η διαδικασία παραγωγής ήταν αργή, λεπτομερής και ακριβή. Γι’ αυτό οι περισσότεροι δεν είχαν τα λεφτά για να πληρώσουν αυτά τα ρούχα. Οι πλούσιοι ήλεγχαν την μόδα, γιατί η μόδα ήταν ένα σύμβολο του κοινωνικού status. Το συνηθισμένο στυλ ήταν εξωπραγματικό, οι γυναίκες φορούσαν πολλά ρούχα το ένα πάνω από το άλλο, για παράδειγμα σεμιζιέ, κορσέ, επικάλυμμα του κορσέ, μεγάλα εσώρουχα, φανελένια μεσοφόρια (τα οποία συνήθως ήταν και περισσότερα του ενός)…

Η Chanel αντικατέστησε τον κορσέ με την άνεση και την καθημερινή κομψότητα. Τα σχέδιά της περιλάμβαναν τα απλά ταγέρ και φορέματα, τα γυναικεία παντελόνια, τα κοσμήματα κοστουμιών, τα αρώματα και τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Το κόνσεπτ ήταν η γυναικεία φιγούρα να φαίνεται φυσική. «Σε λατρεύω, είχε πει στον Dior, αλλά ντύνεις τις γυναίκες σαν πολυθρόνες». Οι γυναίκες ξεκίνησαν να κάνουν καριέρα σε διάφορους τομείς και είχαν ένα νέο τρόπο ζωής. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι γυναίκες ανέλαβαν τις δουλειές των αντρών και τα συνηθισμένα πομπώδη ρούχα εξαφανίστηκαν. Μετά το πέρας του πολέμου, η μόδα της Chanel επηρεάστηκε από την καινούρια συμπεριφορά των γυναικών.

Πέθανε μόνη, στη Λοζάνη της Ελβετίας το 1971. Πριν από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή μια βραδινή τουαλέτα της, στοίχιζε τουλάχιστον $12.000. Οι φορείς και οι δημιουργοί του μύθου, που κατοικοεδρεύουν στα γραφεία Chanel στην οδό Cambon και στη λεωφόρο Charles de Gaulle στο Παρίσι, αλλά και στη 57η οδό στη Νέα Υόρκη έχουν πετύχει να καταστήσουν το όνομα Chanel ακόμα περισσότερο εμπορικό και επιτυχές στο τέλος του 20ου αιώνα απ’ ότι ήταν στην αρχή, επειδή έχουν μάθει να βρίσκουν μια μέση λύση μεταξύ της προστασίας των διαχρονικών στοιχείων της κληρονομιάς Chanel (όπως το No5) και της προσαρμογής των επίκαιρων στοιχείων της.