Ένα από τα μεγαλύτερα εγκληματικά δίκτυα, που διέπραττε συστηματικά διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων σε διάφορες περιοχές της Αττικής αποδομήθηκε πλήρως από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βορειοανατολικής Αττικής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
Το κύριο χαρακτηριστικό του εγκληματικού αυτού δικτύου είναι ότι ήταν δομημένο και κατανεμημένο σε τέσσερις επιμέρους οργανώσεις, οι οποίες δρούσαν αυτοτελώς ή συνδυαστικά για την επίτευξη του σκοπού τους.
Μπροστά στην μανία τους να πάρουν ένα απλό αυτοκίνητο, μικρού κυβισμού, δεν δίστασαν να απειλούν μια γυναίκα με όπλο από το Περιστέρι μέχρι την Κηφισιά, μέρα μεσημέρι. Είναι μόνο μια από τις 70 πράξεις που κατηγορείται ότι έκανε η συμμορία των γεωργιανών που εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βορειοανατολικής Αττικής.
Οι αστυνομικοί τους θεωρούν… απόγονους άλλης σπείρας Γεωργιανών, αρχηγός της οποίας ήταν ένας 53χρονος ο οποίος είχε πολεμήσει στα μέτωπα της Αμπχαζίας απ όπου είχε «κληρονομήσει» ένα τραύμα στο κεφάλι. Φωτογραφία του είχε έρθει στην δημοσιότητα και εμφανιζόταν να είναι πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι. Όποιος είχε την τιμή να τον αγγίξει, έπαιρνε και το χρίσμα του αρχηγού.
Η συμμορία δρούσε στις περιοχές της Αγίας Παρασκευής, του Παπάγου, του Χολαργού, του Χαλανδρίου, της Νέας Σμύρνης, των Βριλησσίων και της Νέας Ιωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι γεωργιανές οικιακές βοηθοί έφτιαχναν αντίγραφα κλειδιών είτε σε πλαστελίνη είτε σε σαπούνι και προμήθευαν την συμμορία. Τα μέλη της, στις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες, μιλούσαν στην γλώσσα τους για να νιώθουν πιο ασφαλείς και έφερναν ακόμα και για ένα μήνα συμπατριώτες τους στη χώρα μας για να κάνουν κλοπές και διαρρήξεις και στη συνέχεια να αναχωρήσουν χωρίς να κινδυνεύουν να συλληφθούν.
Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 70 περιπτώσεις κλοπών και διαρρήξεων ωστόσο οι αστυνομικοί εκτιμούν ότι ο αριθμός θα διπλασιαστεί. Τα κλοπιμαία κατέληγαν σε κλεπταποδόχους ενώ τα χρήματα με εμβάσματα στέλνονταν στην Γεωργία.
Έγιναν 21 συλλήψεις μελών του κυκλώματος. Πρόκειται για 18 υπηκόους Γεωργίας, έναν Έλληνα και έναν υπήκοο Ιράκ και Βουλγαρίας, ηλικίας από 24 έως 64 ετών.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία – κακουργηματικού χαρακτήρα -για τα κατά περίπτωση αδικήματα των διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, της σύστασης σε εγκληματική οργάνωση και συμμετοχής σ’ αυτή, καθώς και της νομοθεσίας που αφορά την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, συγκατηγορούμενοι των ανωτέρω τυγχάνουν 22 ακόμα άτομα, 5 εκ των οποίων είναι έγκλειστα σε καταστήματα κράτησης της επικράτειας.
Αναλυτικότερα στην επιχείρηση που οργανώθηκε, συμμετείχαν αστυνομικοί των Τμημάτων Ασφαλείας της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Βορειοανατολικής Αττικής, των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας (Ο.Π.Κ.Ε.), του Τμήματος Ασφαλείας Τρικάλων και του Αστυνομικού Τμήματος Πάρου Κυκλάδων.
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα, που βασίστηκε στη συνδυαστική μελέτη και ανάλυση στοιχείων, προέκυψε ότι τα ανωτέρω άτομα τουλάχιστον από τα μέσα του έτους 2017 είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματικό δίκτυο, το οποίο προέβαινε σε κατ’ επάγγελμα κλοπές – διαρρήξεις σε οικίες σε διάφορες περιοχές, κυρίως της Βορειοανατολικής Αττικής .
Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων φαίνεται να ενέχονται σε (70) περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων, μιας ένοπλης ληστείας με αρπαγή, καθώς και σε περιπτώσεις αποθήκευσης και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ενώ ερευνάται ακόμα η συμμετοχή τους και σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης του δικτύου, καθώς και τη συμπεριφορά των μελών τους, προέκυψε ότι ενεργούσαν άκρως επαγγελματικά, μεθοδικά και οργανωμένα.
Κύρια χαρακτηριστικά των μελών ήταν η διατήρηση διαπροσωπικών σχέσεων και διασυνδέσεων μεταξύ των μελών καθώς και η διαρκή δράση και τήρηση δομής και ιεραρχίας, σύμφωνα με πρότυπα της γεωργιανής μαφίας (Vor V Zakone – Thief in law).
Ειδικότερα κατά την παράνομη δράση τους τα μέλη των οργανώσεων σχημάτιζαν ομάδα 3 έως 5 ατόμων, χρησιμοποιούσαν «επιχειρησιακά» οχήματα για να προσεγγίζουν τις οικίες, τις οποίες είχαν στοχοποιήσει και αφού ενεργούσαν διερευνητικές διαδρομές σε παρακείμενες οδούς, αποβίβαζαν τα άτομα που θα ενεργούσαν την κλοπή, ενώ οι υπόλοιποι αναλάμβαναν ρόλο παρατηρητή-«τσιλιαδόρου».
Ως προς την επιλογή των οικιών – στόχων συνήθως δρούσαν με κριτήρια το βαθμό δυσκολίας της διάρρηξης και την απουσία ενοίκων εντός των οικιών. Προκειμένου μάλιστα να εξακριβώσουν την απουσία των ενοίκων χτυπούσαν τα κουδούνια των διαμερισμάτων, ενώ για την είσοδο τους σε αρκετές περιπτώσεις προσποιούνταν τους πωλητές ή άλλους εργαζομένους.
Όπως προέκυψε η τέλεση των κλοπών λάμβανε χώρα κυρίως πρωινές-μεσημβρινές ώρες, κατά τις οποίες οι ένοικοι των οικιών βρίσκονταν στις εργασίες τους ή σε καθημερινές ενασχολήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι κομβικό ρόλο στην εγκληματική δραστηριότητα των ομάδων, φαίνεται να είχαν οι πληροφοριοδότριες των «επιχειρησιακών» μελών, οι οποίες εκμεταλλευόμενες το γεγονός απασχόλησής τους ως οικιακές βοηθοί ή αποκλειστικές νοσοκόμες σε υπερήλικα ή αναξιοπαθούντα άτομα, χορηγούσαν έναντι αμοιβής ευαίσθητες πληροφορίες (όπως για παράδειγμα την ύπαρξη χρηματικών ποσών και τιμαλφών εντός των οικιών κ.λπ.).
Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα δεν δίσταζαν να προμηθεύουν τα μέλη της οργάνωσής τους με καλούπια κλειδιών (από πλαστελίνη, σαπούνι κ.λπ.) ώστε με την αναπαραγωγή τους, οι δράστες να εισέρχονται άμεσα και χωρίς πρόβλημα στις οικίες που επιθυμούσαν να διαρρήξουν.
Μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων τους, οι δράστες συνήθως παρέδιδαν τα κλοπιμαία σε κατ’ επάγγελμα κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν περαιτέρω, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα οικονομικά οφέλη.
Μάλιστα, είχαν εκ των προτέρων δημιουργήσει την υποδομή για την διάθεση της «λείας» τους (κοσμήματα, επώνυμα ρολόγια, χρυσές λίρες κ.λπ.), σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, με τους οποίους είχαν αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης εξ αιτίας της μακρόχρονης «συνεργασίας» τους.
Με τον τρόπο αυτό, οι αυτουργοί των κλοπών κατείχαν για ελάχιστο μόνο χρονικό διάστημα, τα πειστήρια των εγκληματικών τους πράξεων, με συνέπεια σε περίπτωση τυχαίου αστυνομικού ελέγχου ή έρευνας να μην μπορούν να συνδεθούν άμεσα με αυτές και να αποδυναμώνεται δικονομικά η ποινική υπόθεση.
Τονίζεται ακόμα, ότι για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους από τις διωκτικές αρχές, τα μέλη της οργάνωσης άλλαζαν συχνά τα «επιχειρησιακά» τους οχήματα, τις οικίες στις οποίες διέμεναν, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν τηλεφωνικές συνδέσεις «ghost phones».
Επιπρόσθετα, προκειμένου να δυσχεραίνεται το έργο των διωκτικών αρχών, πολλές φορές στους κόλπους του δικτύου συμμετείχαν αλλοδαποί, οι οποίοι κατέφθαναν από το εξωτερικό επικαλούμενοι τουριστικούς λόγους και αφού διέπρατταν εγκληματικές πράξεις, στη συνέχεια επέστρεφαν στη χώρα καταγωγής τους.
Τα έσοδα που αποκόμιζαν τα μέλη τους εγκληματικού δικτύου από την παράνομη δράση τα μετέφεραν μέσω εμβασμάτων, σε τράπεζες του εξωτερικού.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις οικίες των κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πληθώρα διαρρηκτικών εργαλείων, αντικλειδιών, κλειδιών πασπαρτού, λοστών, κοπτών, καθώς και κοσμήματα, χρυσαφικά, ρολόγια, δελτία αστυνομικής ταυτότητας, τραπεζικές κάρτες και άλλα τιμαλφή, μεγάλα χρηματικά ποσά και πυροβόλα όπλα.
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους οδηγούνται στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.