Η εικόνα χάους και ασυνεννοησίας μεταξύ των αρμόδιων φορέων του κρατικού μηχανισμού που επικρατούσε, κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική, οδήγησαν εν πολλοίς στην πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι.
«Είναι τέτοιας βαρύτητας και βαθμού η έλλειψη οργάνωσης, που ακόμη κι αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη πυρκαγιά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που την κατέστησαν στην εξέλιξη της καταστροφική, είναι βέβαιο, ότι η ίδια κατάσταση θα επικρατούσε και σε πιο απλά συμβάντα», τονίζουν οι εισαγγελείς που διενήργησαν την έρευνα, αποτιμώντας ποινικά τα λάθη και τις αμέλειες που είχαν ως αποτέλεσμα να χαθούν από τις φλόγες 100 ανθρώπινες ζωές.
Αρκεί μόνο η παράθεση των συνομιλιών που είχαν οι εμπλεκόμενοι φορείς τις ώρες της πυρκαγιάς για να αντιληφθεί κανείς πως απουσίαζε οποιοδήποτε σχέδιο. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση των αρμόδιων εισαγγελικών λειτουργών ότι «από το περιεχόμενο των επικοινωνιών επιβεβαιώνεται η απόλυτη έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων, οι οποίες φαίνεται να λειτουργούσαν εντελώς συμπτωματικά και χωρίς κάποιο έστω στοιχειώδη σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πυρκαγιάς.
Αν και οι εισαγγελείς θεωρούν ότι θα έπρεπε να υπάρξει προληπτική και οργανωμένη απομάκρυνση των κατοίκων, εκ του αποτελέσματος, εκτιμούν ότι ακόμη και η άτακτη εκκένωση θα ήταν προτιμότερη. «Ακόμη και αν δεν θεωρηθεί ότι ήταν εφικτή η οργανωμένη απομάκρυνση, είναι απολύτως βέβαιο ότι η κατάληξη θα ήταν εντελώς διαφορετική στην περίπτωση που οι κάτοικοι των περιοχών είχαν ενημερωθεί από τους αρμόδιους φορείς, πράξη – ενέργεια που αποτελεί βασική υποχρέωση από το θεσμικό πλαίσιο και είχαν πραγματική γνώση των περιστατικών και των συνθηκών» υπογραμμίζουν. Οι κάτοικοι στο Μάτι δεν γνώριζαν ούτε καν ότι η φωτιά φτάνει στα σπίτια τους και κάηκαν, βλέποντας τηλεόραση.
Οι κάτοικοι στο Μάτι δεν γνώριζαν ούτε καν ότι η φωτιά φτάνει στα σπίτια τους και κάηκαν, βλέποντας τηλεόραση. Αυτό προκύπτει από την έρευνα των εισαγγελέων οι οποίοι τονίζουν πως «αν είχε κατ’ ελάχιστο λειτουργήσει το σύστημα πολιτικής προστασίας και είχε ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός – ενημέρωσης προειδοποίησης των κατοίκων των περιοχών που απειλούνταν, εκείνοι θα είχαν το χρόνο να απομακρυνθούν πριν πλησιάσει η φωτιά ή ο καπνός και το θερμικό φορτίο ακόμη και με ίδια μέσα και όχι απόλυτα οργανωμένα ή να λάβουν μέτρα αυτοπροστασίας έγκαιρα και έτσι να αποτραπούν οι τραγικές συνέπειες για τη ζωή τους».
Αντίθετα, τη σύγχυση επέτεινε η έλλειψη συντονισμού και η ύπαρξη και λειτουργία πολλών παράλληλα χρησιμοποιούμενων συστημάτων επικοινωνίας μεταξύ των αξιωματικών του πυροσβεστικού σώματος και των στελεχών των άλλων φορέων οι οποίοι μιλούσαν μεταξύ τους με κινητά τηλέφωνα, προσωπικούς ασυρμάτους και ενσύρματες γραμμές.
Στη διάταξη επισημαίνεται ότι «από ενέργειες, παραλείψεις, ολιγωρίες, πλημμέλειες, αρρυθμίες και δυσλειτουργίες των αρμοδίων θεσμικά και νομοθετικά οργάνων, υπηρεσιών, αρχών και φορέων του ισχύοντος σήμερα μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Χώρας αιτιακά προκλήθηκε ο θάνατος τουλάχιστον 100 ανθρώπων και 31 τραυματισμών λόγω της συγκεκριμένης δασικής πυρκαγιάς».
Συγκεκριμένα, οι εισαγγελείς αναφέρουν πως «ο μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας της Χώρας γενικά δεν λειτούργησε κατά τα προβλεπόμενα από το σχετικό νόμο και σύμφωνα με τις σχετικές εγκυκλίους σε όλες τις φάσεις της αντιμετώπισης της πυρκαγιάς και γενικά της διαχείρισης του εν λόγω καταστροφικού φαινομένου και κρίσης, καθώς δεν ανταποκρίθηκε αποτελεσματικά και με επάρκεια στην εκ του νόμου αποστολή του και τις προβλεπόμενες από αυτόν αρμοδιότητές του.
Ειδικότερα, τα ως άνω σοβαρά λάθη, ενέργειες, παραλείψεις, ολιγωρίες, αρρυθμίες και δυσλειτουργίες εντοπίζονται κυρίως στη ΓΓΠΠ, στο Πυροσβεστικό Σώμα, στην Ελληνική Αστυνομία και στους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Περιφέρεια και Δήμους).
Τα φαινόμενα δυσλειτουργίας εντοπίζονται κυρίως σε δράσεις συντονισμού, επικοινωνίας και συνεργασίας των εμπλεκόμενων δυνάμεων της πολιτικής προστασίας καθώς και σε λάθη, ενέργειες και παραλείψεις κατά τις δράσεις ετοιμότητας, κινητοποίησης και αντιμετώπισης και γενικά της διαχείρισης της κατάστασης.
Οι παραλείψεις οδήγησαν συνδυαστικά αιτιωδώς στην πρόκληση θανάτου των 100 ανθρώπων μέχρι σήμερα και την πρόκληση σωματικών βλαβών σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα αριθμό ανθρώπων.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς «ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας, αποδείχθηκε τελικά και εκ του αποτελέσματος ότι κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε απο τη λήξη της προηγούμενης αντιπυρικής περιόδου μέχρι και την έναρξη της τρέχουσας, δεν κατόρθωσε όπως επιβάλλονταν εκ του νόμου και της αποστολής του αλλά και των σχετικών εγκυκλίων της ΓΓΠΠ, να είναι στην πράξη -και όχι επί χάρτου- κατάλληλα και έγκαιρα προετοιμασμένος και επαρκώς επιχειρησιακά οργανωμένος και να βρίσκεται σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας.
»Όταν οι συνθήκες το απαίτησαν, όπως στην προκειμένη περίπτωση που ο δείκτης κινδύνου πυρκαγιάς είναι υψηλός, προκειμένου να αντιμετωπίσει και γενικά να διαχειριστεί ταυτόχρονα και μάλιστα στην ίδια ή έστω σε άλλη Περιφέρεια ταυτόχρονα δύο μεγάλες καταστροφές, όλων των δασικών πυρκαγιών και με την έκταση και ένταση σαν αυτές που εκδηλώθηκαν στην Κινέττα και στο Νταού Πεντέλης – Καλλιτεχνούπολη, Ν. Βουτζά – Μάτι – Κόκκινο Λιμανάκι , στις 23 Ιουλίου».
Έδωσαν προτεραιότητα στο μέτωπο της Κινέττας και όχι στο Μάτι
Όπως προέκυψε από την εισαγγελική έρευνα, προτεραιότητα στην Κινέττα υπό τον φόβο επέκτασης της φωτιάς στα διυλιστήρια και όχι στην Ανατολική Αττική, είχαν δώσει οι πυροσβεστικές δυνάμεις οι οποίες είχαν στείλει ελάχιστες δυνάμεις στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι, ενώ κάποια από τα πυροσβεστικά οχήματα είχαν αδυναμία επέμβασης.
«Ελάχιστα οχήματα επιχείρησαν εισερχόμενα στην καιόμενη περιοχή στο Μάτι- Κόκκινο Λιμανάκι», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισαγγελική διάταξη ενώ σημειώνεται πως υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση των πυροσβεστικών να πάνε στο σημείο λόγω της απόστασης που βρισκόταν. Το χειρότερο όλων είναι πως μόνο τρία από τα 7 που πήγαν είχαν επιχειρησιακή δυνατότητα.
Η διάταξη περιγράφει πως σημασία για την Πυροσβεστική είχε να δοθούν οι εντολές για την κατάσβεση της πυρκαγιάς και όχι να ελεγχθεί η αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών αυτών καθώς όπως επισημαίνει το πόρισμα «η όλη διαχείριση των μέσων για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς κυριαρχείται από τη μη επιβεβαίωση της πραγματικής εκτέλεσης των ενεργειών ή επιχειρησιακών σχεδίων όχι μόνο από τους αξιωματικούς του πυροσβεστικού σώματος, αλλά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς».
Είναι χαρακτηριστικές οι «αλχημείες» που διαπιστώθηκαν στην Πυροσβεστική όπου καταχωρήθηκαν ψευδή στοιχεία κίνησης οχημάτων και συγκεκριμένα:
«καταχωρήσεις των οχημάτων, που εμφανίζονται στο φάκελο του περιστατικού όπως εμφανίστηκαν από το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων δεν είναι αληθείς και δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση σχετικά με τα οχήματα και τους χρόνους που αυτά προσήλθαν και επιχείρησαν κατάσβεση».
Όσον αφορά στα αεροσκάφη που συμμετείχαν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς διαπιστώθηκε ότι τελικά μόνο ένα από τα τέσσερα που απογειώθηκαν πήρε μέρος στην επιχείρηση αντιμετώπισης της φωτιάς.
«Συμπερασματικά, μέχρι το κρίσιμο διάστημα 18.20 που το μέτωπο της πυρκαγιάς πέρασε σε κάποιο σημείο την λεωφόρο Μαραθώνος με κατεύθυνση προς το Μάτι -Κόκκινο Λιμανάκι, επιχειρούσε μόνο ένα πτητικό μέσο αεροπυρόσβεσης, ενώ έως την ώρα 19.00μμ που η πυρκαγιά έφτασε στην ακτογραμμή επιχειρούσαν δύο πτητικά μέσα….»
Ευθύνες όμως εντοπίζουν στο Πυροσβεστικό Σώμα γιατί δεν χρησιμοποίησε δύο από τα πυροσβεστικά πλοία αλλά ούτε και την ΕΜΑΚ : «Η συνδρομή των ως άνω πλοίων στην διάσωση ατόμων από τη θάλασσα, με δεδομένα τα ανωτέρω τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και την μεταφορική ικανότητά τους, θα ήταν πολύ σημαντική και ουσιαστική στη διάσωση ατόμων που κινδύνεψαν και τελικά πνίγηκαν».
Οι εισαγγελείς εντοπίζουν παντελή έλλειψη συντονισμού στο Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο, ενώ αναφέρουν χαρακτηριστικά πως το 199 παρέπεμπε τις κλήσεις των ανθρώπων που καίγονταν όχι στις πυροσβεστικές αλλά στις αναρμόδιες και χωρίς ειδικές γνώσεις αστυνομικές αρχές : «Όσες πληροφορίες, γεγονότα και ενέργειες σε διάφορα χρονικά σημεία, γνωστοποιούνταν με διάφορους τρόπους στα υπηρεσιακά όργανα του ίδιου κέντρου, δεν γνωστοποιούνταν στους λοιπούς, δηλαδή δεν υπήρχε ενιαία εικόνα και πληροφόρηση μεταξύ των τριών τηλεφωνητών, των εκφωνητών, του αξιωματικού επιχειρήσεων και των δύο αξιωματικών υπηρεσίας, καθώς και της διοίκησης του ΕΣΚΕ/199-ΣΕΚΥΠΣ».΄