Είναι κρίσιμο να υποστηρίξει η κοινωνία την κυβερνητική προσπάθεια για εξυγίανση του αθλητικού χώρου, επεσήμανε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σε διαδοχικές συνεντεύξεις του στον τηλεοπτικό σταθμό Αντ1 και σε ραδιοφωνικό σταθμό.
Αναλυτικώς, το να διεξάγεται το πρωτάθλημα στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία του ποδοσφαίρου κεκλεισμένων των θυρών όπως και άλλοι αγώνες, αυτό είναι κάτι καινούριο, σημείωσε εξ αρχής ο υπουργός Επικρατείας, απαντώντας έτσι και στην κριτική ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν είναι παρά επανάληψη παλαιότερων μέτρων. Κάποια μέτρα δεν τηρήθηκαν, αναγνώρισε, και εκτίμησε ότι είναι σχετιζόμενα τα επεισόδια εκτός αγωνιστικών χώρων με τη δράση των οπαδών.
Ζητούμενο, εξ άλλου, είναι να αποδειχθεί αν δρουν μία ή περισσότερες εγκληματικές οργανώσεις στον χώρο του αθλητισμού και ευρύτερα, αν υπάρχει διασύνδεση με το έγκλημα κ.ο.κ., σύμφωνα με τον προβληματισμό που έθεσε. Επιπλέον παρατήρησε ότι «εδώ θέλουμε καλό συντονισμό και συνεργασία των διαφορετικών υπηρεσιών», συμπεριλαμβανομένης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Παραλλήλως κάλεσε όλους να βοηθήσουν και «όλοι έχουν ένα ρόλο να παίξουν», ενώ χαρακτήρισε «πολύ σωστή» την ενέργεια της Αστυνομίας – «και φαντάζομαι ότι και η Εισαγγελία θα το ερευνήσει σε αυτήν την κατεύθυνση» συμπλήρωσε – να προσεγγίσει μεμονωμένες εγκληματικές πράξεις στην κατεύθυνση του αν υπάρχει «κάτι να τις συνδέει, η συνύπαρξη σε ένα σύνδεσμο, αν τις συνδέουν κοινά πρόσωπα με ηγετικό χαρακτήρα». Εκφράζοντας δε τη συμφωνία του με τον ρόλο που παίζει το οικογενειακό περιβάλλον στην παροχή προτύπων, διευκρίνισε από την άλλη ότι δεν πρέπει «να περιμένουμε να γίνει η αξιακή μεταβολή της κοινωνίας για να παρέμβουμε στα εγκληματικά φαινόμενα».
Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισε ο Μ. Βορίδης, «η κυβέρνηση δεν φοβάται κανέναν και τίποτε, και οι ενέργειες που παίρνει, είναι απόδειξη ότι δεν φοβάται κανέναν και τίποτε. Από την άλλη, προφανώς η κυβέρνηση οφείλει να κάνει σύνθετες σταθμίσεις». Στόχος, άλλωστε, «δεν είναι να εξοντώσουμε ένα άθλημα, αλλά να το εξυγιάνουμε».
Απαντώντας στην κριτική ότι τα μέτρα ήλθαν με καθυστέρηση, επιχειρηματολόγησε ότι «απαιτείται μια σώρευση περιστατικών για να πας στο ενιαίο εγκληματικό κέντρο». Ενώ στηλίτευσε και την «κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ», όπως είπε, που έδινε τη δυνατότητα για αλλεπάλληλες αναστολές, αλλεπάλληλη τέλεση πλημμελημάτων. Στον αντίποδα, «οι παρεμβάσεις που κάνουμε τώρα στον ποινικό κώδικα είναι ριζοσπαστικές» υποστήριξε.
Όμως, συνέχισε, «είναι κρίσιμο συνολικά να υποστηριχθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης, κοινωνικά να υποστηριχθεί. Όλοι έχουμε δουλειά σε αυτήν την προσπάθεια». Η επαναξιολόγηση, των σκληρών, όπως τα χαρακτήρισε, μέτρων θα γίνει τον Φεβρουάριο. Πάντως, «όλες οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης είναι ολόσωστες» συμπλήρωσε. Συμπερασματικώς, είναι «ένα πλέγμα επίμονο, δύσκολο, δεκαετιών, με εντάσεις και υφέσεις, όπου, κακά τα ψέματα, δεν έχει βρεθεί πουθενά η οριστική λύση».
Αλλάζοντας θέμα, κληθείς να σχολιάσει το εύρημα της δημοσκόπησης της εταιρείας “Interview”, σύμφωνα με το οποίο το 35% των ερωτηθέντων κρίνει ως θετικό το κυβερνητικό έργο, ο υπουργός Επικρατείας κάλεσε «να βλέπουμε τα ευρήματα και λίγο συγκριτικά, υπό την έννοια ότι είχαμε ένα πολύ δύσκολο ξεκίνημα για την κυβέρνηση, κυρίως λόγω των φυσικών καταστροφών αλλά και λόγω των σωρευμένων εκλογικών διαδικασιών». Συμπεράσματα για το έργο της παρούσας σύνθεσης της κυβέρνησης «θα έχουμε αφού συμπληρωθεί ένας χρόνος. Θα μπορέσουμε να έχουμε μια καθαρή εικόνα του τι έχουμε κάνει και τι δεν έχουμε κάνει […] πρέπει να δοθεί χρόνος στους υπουργούς και τα Υπουργεία να ξεδιπλώσουν μεταρρυθμίσεις, έχουν αρχίσει να γίνονται πράγματα».
Και προσέθεσε: «Οι πιο δύσκολες και απαιτητικές μεταρρυθμίσεις γίνονται πάντα στην αρχή μιας θητείας, και αυτό να συνυπολογισθεί. Οι μεταρρυθμίσεις θα ενταθούν, γιατί σε τελευταία ανάλυση πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα να αποφέρουν αυτά που πρέπει να αποφέρουν».
Κλείνοντας με τις παρεμβάσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών, των κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά στα ελληνοτουρκικά, απάντησε πως «δεν υπάρχει εσωκομματικό πρόβλημα». Και αυτό γιατί, όπως εξήγησε, «επιφυλακτικός και προσεκτικός πάνω από όλους είναι ο πρωθυπουργός σε αυτήν τη διαδικασία. Εξαιρετικά προσεκτικός αλλά και, ταυτόχρονα, αποφασιστικός στο ότι ναι, είναι καλό πράγμα η αποκλιμάκωση της έντασης».