Στην προσφορά της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης στην Εκκλησία και τα θεολογικά γράμματα, αλλά και στην άδικη διακοπή λειτουργίας της, πριν από μισό αιώνα, αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, σε ομιλία του, σήμερα, στην Αίθουσα Τελετών της Σχολής, επί τη μνήμη του Αγίου Φωτίου του Μεγάλου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Να σημειωθεί ότι η εορτή πραγματοποιήθηκε μία ημέρα νωρίτερα, καθώς το Σαββατοκύριακο ισχύουν περιορισμοί στις μετακινήσεις, στο πλαίσιο της προστασίας από το κορωνοϊό.
Νωρίτερα, ο Παναγιώτατος χοροστάτησε στη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στο Καθολικό της Ι. Μονής, κατά την οποία εκκλησιάστηκαν οι αρχιερείς Γέρων Δέρκων Απόστολος, πρόεδρος της Εφορείας της Ι. Μονής, Γέρων Πριγκηποννήσων Δημήτριος, Ανθηδώνος Νεκτάριος, επίτροπος του Παναγίου Τάφου στην Πόλη, Σηλυβρίας Μάξιμος, μέλος της Εφορείας της Ι. Μονής, κληρικοί και μοναχοί, καθώς και πιστοί από την Πόλη και τα Πριγκηπόννησα. Μετά την απόλυση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αείμνηστου μητροπολίτη Σταυρουπόλεως κυρού Μαξίμου, τελευταίου Σχολάρχη της Θεολογικής Σχολής, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 30 χρόνια.
Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπενθύμισε ότι ο προκάτοχός του, Πατριάρχης Γερμανός Δ’, ίδρυσε τη Σχολή, το 1844, στους χώρους της Χαλκίτιδος Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος, στην κορυφή του Λόφου της Ελπίδος.
«Εις τα 127 έτη λειτουργίας της και τας τέσσαρας περιόδους θεσμικής οργανώσεώς της, η Σχολή εχαρίσατο εις την Εκκλησίαν περί τους χιλίους αποφοίτους, φορείς του ‘’πνεύματος και του ήθους της Χάλκης”, με κύριον χαρακτηριστικόν την ακλόνητον πιστότητα εις την παράδοσιν της Εκκλησίας και το αδιάπτωτον ενδιαφέρον διά τον άνθρωπον, ‘’υπέρ ου Χριστός απέθανε” (Ρωμ. ιδ’, 15). Πρότυπον θεολογικής εργασίας ήσαν διά τους Χαλκίτας οι Πατέρες της Εκκλησίας, με επικεφαλής τους Τρεις Ιεράρχας και τον Μέγαν Φώτιον, οι οποίοι μας ενέπνεον και μας ενίσχυον. Οι προσφάτως εορτασθέντες Τρεις μέγιστοι οικουμενικοί διδάσκαλοι εμελέτησαν, ηγάπησαν και εκαλλιέργησαν τα ελληνικά γράμματα και εχρησιμοποίησαν την ελληνικήν γλώσσαν και την φιλοσοφίαν διά να διατυπώσουν την ορθόδοξον πίστιν εις τον Τριαδικόν Θεόν και εις την πανσωστικήν ένσαρκον Θείαν Οικονομίαν, δημιουργήσαντες ούτω το ‘’θαύμα” του ‘’εκχριστιανισμένου” ή ‘’βαπτισμένου Ελληνισμού”, διά του οποίου ανεδείχθησαν, με μοναδικόν τρόπον, αι οικουμενικαί διαστάσεις των δύο αυτών πνευματικών μεγεθών. Οι Πατέρες εγνώριζαν άριστα την ελληνικήν φιλοσοφίαν, τας δυνατότητας και τα όριά της, διό και η χρήσις αυτής απέβη πολλαπλώς ωφέλιμος διά τον θεολογικόν στοχασμόν. Ενθυμούμεθα, εις το σημείον αυτό, και τον μακαριστόν πατέρα Γεώργιον Φλωρόφσκυ, ο οποίος ανεφέρθη εις την ‘’ολοκλήρωσιν του Ελληνισμού μέσα εις την Εκκλησίαν”. Εθαυμάζαμεν και τον πολυϊστορα και βαθυστόχαστον Μέγαν Φώτιον, αυτήν την ‘’γιγαντιαίαν μορφήν της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων”, τον δυναμικόν εκκλησιαστικόν άνδρα, τον υπερασπιστήν των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου, τον ανυποχώρητον πρόμαχον της Ορθοδοξίας και ακραιφνή κήρυκα της αληθείας. Ο χαλκέντερος Πατριάρχης Φώτιος έδωκε την εκκλησιαστικήν αυτού μαρτυρίαν με ένθεον ζήλον, με σθένος και αποφασιστικότητα. Ο Θεός ευλόγησε τους αγώνας και τα έργα του, την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Σύνοδον του 879/80, η οποία παραμένει εις την συνείδησιν της Εκκλησίας ως η Η Οικουμενική Σύνοδος, πρότυπον εκκλησιολογικής και κανονικής αυτοσυνειδησίας και συνοδικής εργασίας».
Στη συνέχεια, τόνισε: «Αυτήν την τιμαλφή παρακαταθήκην παρελάβομεν ημείς οι Χαλκίται, αυτάς τας πνευματικάς αξίας διασώζομεν, εν επιγνώσει ότι η εμμονή εις αυτάς δεν είναι απλή ενασχόλησις με το παρελθόν, αλλά παρουσία και πραγματικότης ζώσα και ζωοποιός εν τη Εκκλησία και ως Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι ‘’το θαύμα της καινοποιήσεως των πάντων εν Χριστώ”, είναι ‘’κοινότης ζωής” και ‘’κοινής ελευθερίας”, εικών και πρόγευσις της εσχατολογικής τελειώ-σεως των πάντων, της ‘’πληρότητος ζωής, πληρότητος χαράς, πληρότητος γνώσεως” εν τη επουρανίω Βασιλεία. Ο Χριστός σαρκωθείς ‘’Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε”, σημειώνει, θεολογικώτατα, ο Ιερός Χρυσόστομος. Κατανοούμεν άπαντες, διατί η, άνωθεν επιβολή, διακοπή της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης υπήρξε μία ζοφερά σελίς εις την ιστορίαν της Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων και της Θεολογίας. Από το 1971 και εξής το θεολογικόν αυτό φυτώριον δεν προσφέρει εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εις την παγκόσμιον Ορθοδοξίαν τους ευχύμους καρπούς του. Επί πεντηκονταετίαν η Μεγάλη Εκκλησία δεν έχει την δυνατότητα να εκπαιδεύη νέα στελέχη εν Χάλκη, θεολόγους με εκκλησιαστικόν ήθος, με κατάρτισιν και θεολογικήν φαντασίαν, φιλοθέους και φιλάνθρώπους, ευσεβείς και ευφυείς, με καλλιέργειαν ψυχής και ευαισθησίαν, αφωσιωμένους ψυχή τε και σώματι εις την αγίαν αποστολήν της εξαγγελίας του Ευαγγελίου».
Ακολούθως, αναφέρθηκε στον Μακαριστό Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Μάξιμο. Υπενθυμίζεται ότι με πρωτοβουλία του Παναγιωτάτου τα λείψανα του αείμνηστου Ιεράρχη του Θρόνου μεταφέρθηκαν πριν από ένα χρόνο από την Αθήνα, όπου αρχικώς είχε ενταφιαστεί, στο Κοιμητήριο Βαλουκλή, πλησίον των άλλων αναπαυομένων εκεί αρχιερέων του Θρόνου.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς την Εφορεία της Μονής και προς τον ηγούμενό της, επίσκοπο Αραβισσού Κασσιανό, για το έργο που επιτελούν με τους συνεργάτες τους, και καλωσόρισε όλους όσοι ανέβηκαν τον Λόφο της Ελπίδος προκειμένου να συμμετάσχουν στην πανήγυρη της Μονής της Αγίας Τριάδος.