Την πεποίθηση ότι η Αγία Σοφία δεν θα μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος εκφράζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, καθώς, όπως τόνισε, «θα επικρατήσει η λογική και το πραγματικό συμφέρον της Τουρκίας, που είναι να διατηρηθεί ως μουσείο».

«Η Αγία Σοφία είναι σήμερα μουσείο, ανοικτό σε όλο τον κόσμο. Και πράγματι έρχονται εκατοντάδες, χιλιάδες κάθε μέρα. Και η Τουρκία έχει και ένα μεγάλο έσοδο από το εισιτήριο. Είχα πει και για την Αγία Σοφία της Τραπεζούντας: Ως τζαμί θα είναι μόνο για τους μουσουλμάνους. Ως μουσείο όμως είναι για όλο τον κόσμο. Δεν συμφέρει την Τουρκία να μπει σε αυτή την περιπέτεια και να τα χαλάσει με όλο τον χριστιανικό κόσμο, με όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Είπα σε μια συνέντευξη με όλο το θάρρος και την παρρησία ότι, εάν πρόκειται η Αγία Σοφία να γίνει πάλι τόπος λατρείας του Θεού, πρέπει να γίνει και πάλι εκκλησία, διότι κτίστηκε ως χριστιανική εκκλησία, δεν κτίστηκε ως τζαμί. Και εν πάση περιπτώσει, η μετατροπή της σε τζαμί θα είναι αντίθετη προς τη βούληση του ιδρυτού της τουρκικής δημοκρατίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ την έκανε μουσείο. Τώρα εάν μετατραπεί πάλι σε τζαμί, αυτό είναι αντίθετο προς τη βούληση του ιδρυτού της τουρκικής δημοκρατίας. Από πάσης απόψεως η Αγία Σοφία συμφέρει να μείνει μουσείο» δηλώνει ο κ. Βαρθολομαίος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Deutsche Welle, με αφορμή την επίσημη επίσκεψη που πραγματοποιεί από το Σάββατο στη Γερμανία.

Αναφερόμενος στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το τουρκικό κράτος, ο Πατριάρχης χαρακτήρισε σπουδαία σημεία την επιστροφή των περιουσιών και την τουρκική ιθαγένεια που έδωσε ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν στους μητροπολίτες του εξωτερικού, έτσι ώστε να μπορούν να συμμετέχουν σε μια μελλοντική πατριαρχική εκλογή, είτε ως υποψήφιοι για τον θρόνο, είτε ως εκλέκτορες για τον νέο Πατριάρχη, αλλά και το άνοιγμα του ελληνικού σχολείου στην Ίμβρο έπειτα από μισό αιώνα. «Όλα αυτά είναι θετικά. Και τα αναγνωρίζουμε. Και ευχαριστούμε τον πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν. Αλλά δεν είναι αρκετά» σημείωσε ο κ. Βαρθολομαίος, κάνοντας λόγο για περιουσίες που πρέπει ακόμη να επιστραφούν, για την έλλειψη νομικής προσωπικότητας του Πατριαρχείου και για την ανάγκη να ανοίξει και πάλι η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, η οποία, όπως είπε, παραμένει κλειστή και το Πατριαρχείο δεν μπορεί να εκπαιδεύσει τα στελέχη του. «Ο Άγιος Γερμανίας και εγώ, που είμαστε από την τελευταία “φουρνιά” της Χάλκης και ο Άγιος Ιταλίας και ο Άγιος Ελβετίας κ.ο.κ. είμαστε οι τελευταίοι, και είμαστε μεταξύ 70 και 80. Ποιοι θα μας αντικαταστήσουν; Όλες οι Μητροπόλεις της Ευρώπης πρέπει σιγά- σιγά να αποκτήσουν καινούργιο αίμα, καινούργιους ποιμενάρχες. Και η Χάλκη ήταν απαραίτητος ανάγκη για τη ζωή του Πατριαρχείου. Επί μισό αιώνα σχεδόν τώρα, οι Τούρκοι μας έκοψαν τις αρτηρίες, τις φλέβες, από τις οποίες θα παίρναμε καινούργιο αίμα» τόνισε χαρακτηριστικά.

Ερωτώμενος σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε σε «αντιπαράθεση μεταξύ δύο ορθοδόξων λαών, Ρώσων και Ουκρανών» και χαρακτηρίζει πολιτικό το πρόβλημα: «Στην Ουκρανία, νομίζω ότι συγκρούονται η Ανατολή και η Δύσις, για να το πω έτσι απλά. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ από τη μια πλευρά και από την άλλη, η Ρωσική Ομοσπονδία. Είναι ζήτημα πολιτικής επιρροής. Εμείς, εκτός από την προσευχή, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Πριν από αυτήν τη σημερινή κρίση, έχουμε και το πρόβλημα του σχίσματος μέσα στην ουκρανική ορθόδοξο εκκλησία, από το οποίον σχίσμα έχουν προέλθει τρεις μερίδες ορθοδόξων εκκλησιών, η μια κανονική και οι άλλες δύο αντικανονικές και μη αναγνωριζόμενες από καμία εκκλησία, αλλά δεν παύουν να είναι ορθόδοξοι αδελφοί μας.

Οι Ουκρανοί πήραν τον χριστιανισμό και τον πολιτισμό από την Κωνσταντινούπολη, με τον Κύριλλο και Μεθόδιο στη Μοραβία. Ο Βλαδίμηρος ο πρίγκιψ, όταν έστειλε τους εκπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη και παρηκολούθησαν στην Αγία Σοφία τη λειτουργία, εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ ώστε όταν γύρισαν στην Ουκρανία είπαν στον πρίγκιπα, “δεν ξέραμε αν βρισκόμασταν στη γη ή στον ουρανό” και ότι η καλύτερη θρησκεία ήταν η ορθοδοξία. Κατόπιν τούτου, ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να βαπτίσει τον λαό του ορθόδοξο. Και φυσικά, τότε δεν υπήρχε ρωσικό πατριαρχείο. Όλα ήσαν Κωνσταντινούπολη και υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίο μέχρι και προ 300 ετών έστελνε τους επισκόπους του εκεί. Θέλω να πω ότι τους πονούμε τους Ουκρανούς διότι είναι γέννημα- θρέμμα, πνευματικώς και εκκλησιαστικώς, της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως». Σε ό,τι αφορά δε την επίσκεψή του στην Ουκρανία το 2008, δήλωσε: «Πριν από έξι χρόνια επισκέφθηκα την Ουκρανία, προσκεκλημένος του τότε Προέδρου Βίκτορ Γιούσενκο», ο οποίος, όπως αναφέρει, τον τίμησε πάρα πολύ «και προσπαθήσαμε να κάνουμε μια κίνηση επανενώσεως των ορθοδόξων, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει καρποφορήσει. Αλλά δεν παραιτούμεθα».

Ο κ.κ. Βαρθολομαίος ανέδειξε ακόμη ως χρέος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλης της ορθοδοξίας την επιστροφή της ενότητας στον ορθόδοξο ουκρανικό λαό. «Επανέρχομαι στην πολιτική κρίση: Εύχομαι να επικρατήσει η λογική, η ψυχραιμία και να αποφευχθούν μεγαλύτερες συγκρούσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλες περιπέτειες όχι μόνο την Ουκρανία, αλλά όλη την Ευρώπη και όλη την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό είναι καιρός να προσευχόμεθα για την ειρήνη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Εμείς, ως Οικουμενικό Πατριαρχείο είμαστε πάντα υπέρ του διαλόγου. Και στα πολιτικά και στα εκκλησιαστικά θέματα. Με τους καθολικούς, τους ευαγγελικούς, τους μουσουλμάνους, με τους εβραίους κάνουμε διάλογο διότι σαν πολιτισμένοι άνθρωποι, όταν καθόμαστε γύρω από το ίδιο τραπέζι και συζητούμε τα θέματα που μας ενδιαφέρουν, που μας χωρίζουν, που μας ενώνουν, μπορούμε να βρούμε μια λύση. Δηλαδή, ως εκκλησία και ως θρησκεία δεν μπορούμε να πάρουμε τα όπλα για να επιβάλουμε τις απόψεις μας. Μόνο με την πειθώ, με το διάλογο. Είχα πει παλαιότερα ότι ο πόλεμος εν ονόματι της θρησκείας είναι, σε τελευταία ανάλυση, πόλεμος κατά της θρησκείας. Η θρησκεία δεν μπορεί να είναι όργανο για να διεξάγονται στο όνομά της πόλεμοι, ιεροί πόλεμοι ή οτιδήποτε. Η θρησκεία είναι ένας παράγων ενότητας, καταλαγής, αγάπης, ειρήνης. Και γι αυτό πρέπει να συμβάλουμε εμείς ως θρησκευτικοί οργανισμοί και ως πρόσωπα της εκκλησίας, να εργαζόμαστε πάντοτε για την ειρήνη, η οποία θα επιτυγχάνεται πάντα με τον διάλογο, με την πειθώ, όχι με τα όπλα, όχι με τη βία, όχι με την τρομοκρατία. Αυτά, η εκκλησία τα καταδικάζει πάντα!», τόνισε ο κ. Βαρθολομαίος και κατέληξε επαινώντας τον μητροπολίτη Γερμανίας Αυγουστίνο για το «αξιοθαύμαστο έργο υποδομής, ριζώματος, της ορθοδοξίας», την οποία -όπως είπε- δεν πρόκειται κανείς να ταρακουνήσει και να ξεριζώσει, καθώς έχει βαθιές ρίζες.