Αρχαιολογικός έλεγχος της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ της Κέρκυρας και των Παξών διενεργήθηκε από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Η εξέταση πραγματοποιήθηκε το διάστημα από 11 έως 17 Μαΐου, με αφορμή την προβλεπόμενη όδευση του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας – Ιταλίας, «Ποσειδών».

Ο έλεγχος έγινε σε όλο το μήκος του αγωγού εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, καλύπτοντας μία έκταση περίπου 200 τ.χλμ. και έως μέγιστο βάθος 1.400 μ. και έως τα όρια της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Ιταλία. Η έρευνα διεξήχθη με την υποστήριξη του Ωκεανογραφικού Σκάφους «Αιγαίο» και με τη χρήση ηχοβολιστικών πλευρικής σάρωσης και υποβρύχιων τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων. Εντοπίσθηκαν τρία αρχαία και ιστορικά ναυάγια. Ευρήματα που καταρρίπτουν τη θεωρία ότι τα αρχαία εμπορικά πλοία έπλεαν πολύ κοντά στις ακτές.

Το πρώτο σε βάθος 1.180 μ.. Πρόκειται για ναυάγιο ρωμαϊκών χρόνων (πρώτη εκτίμηση 3ου αι. μ.Χ.). Από το ναυάγιο αυτό ανελκύθηκαν δύο στόμια αφρικανικών αμφορέων και ένα μαρμάρινο αγγείο. Από την κινηματογράφηση του ναυαγίου φαίνονται αμφορείς, μαγειρικά σκεύη, τουλάχιστον δύο άγκυρες, μέρος από το έρμα του πλοίου και ίχνη από το σκαρί του.

Το δεύτερο ναυάγιο εντοπίσθηκε σε βάθος 1.375 μ. και χρονολογείται στην ίδια περίοδο με το προηγούμενο. Από το ναυάγιο σώζονται αμφορείς, πινάκια, μαγειρικά σκεύη, καθώς και διάφορα μεταλλικά αντικείμενα, μέρος από το έρμα και πιθανώς το σκαρί του πλοίου. Από το ναυάγιο δεν ανελκύθηκαν αντικείμενα λόγω της δυσκολίας αποκόλλησής τους από τον λασπώδη πυθμένα.

Το τρίτο ναυάγιο, «ΠΟΣΕΙΔΩΝ 3», εντοπίσθηκε σε βάθος 1.260 μ. και πρόκειται για πλοίο μάλλον νεότερων χρόνων πιθανώς 17ου-18ου αι.. Από το πλοίο σώζονται το σκαρί του, οι σιδερένιες άγκυρες, μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη και αγγεία. Όπως σημειώνεται, η πρώτη αυτή έρευνα βαθέων υδάτων, που διεξάγεται στη θαλάσσια περιοχή του Βόρειου Ιονίου, αποδεικνύει τη «μεγάλη συχνότητα διέλευσης πλοίων από την περιοχή, ήδη από την αρχαιότητα». Η έρευνα εντόπισε και σε αυτά τα βάθη ίχνη συρόμενων δικτύων, που συχνά προκαλούν καταστροφές σε μη εντοπισμένα ναυάγια. Την επί τόπου διεύθυνση της έρευνας από την πλευρά της ΕΕΑ είχε ο καταδυόμενος αρχαιολόγος δρ Δημ. Κουρκουμέλης.