Η παραμονή του Λέανδρου Ρακιντζή στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης για περισσότερα από 6 χρόνια μετά τη λήξη της θητείας του θα απασχολήσει την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα κρίνει εάν ήταν νόμιμη η σιωπηρή παράταση της.
«Προπομπός» πάντως της στάσης των συμβούλων της Επικρατείας εκτιμάται ότι είναι σειρά αποφάσεων του Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου στις οποίες χαρακτηρίζεται μη επιτρεπτή η συνέχιση άσκησης των αρμοδιοτήτων του κ. Ρακιντζή ο οποίος τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης στις 13 Σεπτεμβρίου του 2004 και η θητεία του έχει λήξει από τις 14 Σεπτεμβρίου του 2009.
Λόγω σπουδαιότητας του θέματος, το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ παρέμπεμψε την οριστική απόφαση στην Ολομέλεια που θα αποφασίσει εάν ο κ. Ρακιντζής εξακολουθεί να κατέχει νόμιμα τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης, μετά την λήξη της 5ετους θητείας του και παράλληλα ν’ ασκεί προσφυγές ενώπιον της Δικαιοσύνης κατά τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους.
Με αφορμή, μάλιστα τις προσφυγές που είχαν καταθέσει δημόσιοι υπάλληλοι για να απορριφθούν οι μετατροπές επί το αυστηρότερον που ζητούσε ο κ. Ρακιντζή στις τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις τους, το θέμα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης έφτασε στο ΣτΕ.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις αποφάσεις του Γ’ Τμήματος δεν αναγνωρίζονται «όλως εξαιρετικές συνθήκες» που να δικαιολογούν την παράταση της θητείας του κ. Ρακιντζή επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι «Δεν είναι κατ΄ αρχή επιτρεπτή, μετά τη λήξη της θητείας του, η συνέχιση της αρμοδιότητάς του να ασκεί προσφυγές ιδίως ενώπιον του ΣτΕ, κατά τελεσίδικων αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων.
Και είναι μεν ανεκτή η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης του οποίου έληξε η θητεία, μόνον, όμως εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο και πάντως, όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις».
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, αντίθετη ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, «η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά, την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους».
Ούτε όμως, όπως αναφέρεται στις αποφάσεις του ΣτΕ το Δημόσιο δεν επικαλέστηκε λόγους εξαιρετικών συνθηκών, οι οποίες «κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μεταξύ της λήξης της θητείας του και της άσκησης των προσφυγών του» ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Εξάλλου, αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις, η διαδικασία επιλογής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης «ουδόλως προσκρούει σε δυσχέρειες ανάλογες με εκείνες της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα».
Στις αποφάσεις υπήρξαν δύο μειοψηφίες. Η πρώτη μειοψηφία είναι του συμβούλου Επικρατείας Φ. Ντζίμα ο οποίος, υποστήριξε ότι εφόσον συντρέχει εύλογη αιτία αδυναμίας διορισμού νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο, «ως εύλογο χρονικό διάστημα νοείται εκείνο που δεν υπερβαίνει το ήμισυ της θητείας του».
Η δεύτερη μειοψηφία είναι του Συμβούλου Επικρατείας Γ. Ποταμία ο οποίος υποστήριξε ότι μετά την λήξη της θητείας του ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί «να εκφράζει εγκύρως την βούλησή του διοικητικού οργάνου, αλλά ούτε να ασκήσει, κατά το νόμο, οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του ίδιου του οργάνου και επομένως ούτε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ κατά τελεσίδικών αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων».