Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου επιχειρεί να μπλοκάρει προσφυγή που κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας χαρακτηρίζοντας αντισυνταγματική και παράνομη τη διαδικασία διεξαγωγής τους. Στην κίνηση αυτή προχώρησαν δύο πολίτες εκ των οποίων ο ένας τέως σύμβουλος Επικρατείας και δικηγόρος ενώ ο δεύτερος μηχανικός. Αύριο, με αίτησή τους θα ζητήσουν, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, να εκδοθεί προσωρινή διαταγή ή απόφαση του Τμήματος Αναστολών για να «παγώσει» το δημοψήφισμα, υποστηρίζοντας πως η ζητούν να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες όλες οι νομοθετικές πράξεις για την διεξαγωγή του.
Στην προσφυγή τους αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι από τις συνταγματικές επιταγές δεν επιτρέπεται να τίθεται σε δημοψήφισμα ερωτήματα τα οποία «ανάγονται στην διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής και την αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτει ή επηρεάζουν άμεσα (δυσμενώς ή ευμενώς) την δημοσιονομική κατάσταση του κράτους». Επικαλούμενοι τη νομοθεσία που αφορά την διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων (νόμο 4023/2011), θεωρούν πως το ερώτημα στο οποίο θα κληθεί να αποφανθεί ο Έλληνας πολίτης, δεν διατυπώνεται με τρόπο σαφή και σύντομο -όπως απαιτεί ο νόμος- αλλά είναι πολυσύνθετο, περιγράφεται με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, οι οποίοι είναι «αδύνατον να γίνουν κατανοητοί από την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων».
Παράλληλα, χαρακτηρίζουν παράνομες τις σχετικές νομοθετικές πράξεις λόγω του σύντονου χρόνου διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, που έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την ενημέρωση του εκλογικού σώματος. Επίσης θα υποστηρίζουν πως στο επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα δεν δημοσιεύονται τα κείμενα των διεθνών οργανισμών του Euro group της 25.6.2015.
Τέλος, υπογραμμίζουν ότι η πράξη του υπουργικού συμβουλίου και το Προεδρικό Διάταγμα, είναι άκυρα, καθώς έχουν εκδοθεί «κατά κατάχρηση εξουσίας», αφού εκδόθηκαν για «σκοπό τελείως διάφορο από εκείνον για τον οποίο προβλέφθηκε συνταγματικώς ο θεσμός του δημοψηφίσματος και άσχετο προς την έννοια του εθνικού ζητήματος, όπως αυτή γίνεται δεκτή από την επιστήμη και στην κοινή αντίληψη».