Ρεπορτάζ: Παναγιώτης Βλαχουτσάκος

Καταρρακωμένη εξακολουθεί να είναι, τεσσεράμισι χρόνια μετά, η Βασιλική Παράσχη, κόρη του Νικολάου Παράσχη, ο οποίος έχασε τη ζωή του στην τραγωδία του Norman Atlantic που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 11 ανθρώπων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η κυρία Παράσχη, η οποία αναμένεται τον Μάιο να μεταβεί στην Ιταλία με τον δικηγόρο της Νίκο Διαλυνά καθώς ξεκινά η ποινική δίκη για την υπόθεση, μίλησε στο zougla.gr για τις τραγικές στιγμές εκείνης της περιόδου. «Το Norman Atlantic ήταν παγίδα θανάτου. Μίλησα με τον πατέρα μου όταν ανέβηκε στο πλοίο και μου είπε ότι ένιωθε ανασφάλεια. Ήταν να ταξιδέψει και ο αδερφός μου αλλά τελευταία στιγμή το πλοίο άλλαξε και επέλεξε να μην ταξιδέψει τελικά» ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Από τις μαρτυρίες άλλων ανθρώπων που βρίσκονταν στο πλοίο και τελικά σώθηκαν έμαθα πως τα πάντα έγιναν λάθος. Τίποτα δεν λειτούργησε σωστά. Το προσωπικό του πλοίου δεν έκανε αυτό που έπρεπε ώστε οι επιβάτες να προστατευθούν» σημείωσε μεταξύ άλλων.

Δείτε τις δηλώσεις της κυρίας Βασιλικής Παράσχη στο zougla.gr

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

Δηλώσεις  στο zougla.gr έκανε για την υπόθεση και ο δικηγόρος της κυρίας Παράσχη, Νικόλαος Διαλυνάς

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Καταπέλτης το κατηγορητήριο

Καταπέλτης είναι το κατηγορητήριο των ιταλικών Αρχών για την τραγωδία του Norman Atlantic που σημειώθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου του 2014 και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 11 ανθρώπων.

Το τραγικό συμβάν συνέβη την 28η Δεκεμβρίου 2014. Τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας οι επιβάτες του πλοίου, το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα, ξύπνησαν έντρομοι μέσα σε οσμές καπνού και αντιλήφθησαν ότι το πλοίο έχει πιάσει φωτιά. Επικράτησε πανικός. Η επιχείρηση διάσωσης κράτησε 36 ώρες. Ο απολογισμός ήταν 11 νεκροί και περισσότεροι από 10 αγνοούμενοι. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν τραγικές. Κάποιοι επιβάτες έχασαν τη ζωή παγιδευμένοι στα αυτοκίνητά τους, ενώ άλλοι χάθηκαν στη θάλασσα κατά τη διαφυγή τους.

Σήμερα το zougla.gr παρουσιάζει όλο το δικόγραφο όπως έχει συνταχθεί από τις ιταλικές αρχές και από το οποίο προκύπτουν τα λάθη και οι παραλείψεις των αρμοδίων στελεχών και υπαλλήλων που οδήγησαν στην τραγωδία.

Οι ιταλικές Αρχές στρέφονται κατά 30 ατόμων, εκ των οποίων εννέα Έλληνες, και δύο εταιρειών.

Ειδικότερα, παραπέμπονται σε δίκη τον Μάιο στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρείας Visemar και της ναυλώτριας ΑΝΕΚ, καθώς και ο πλοίαρχος, αξιωματικοί και μέλη του πληρώματος του πλοίου.

Οι κατηγορούμενοι

Όπως αναφέρεται στο έγγραφο, ο εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας Visemar Β.Κ., δύο στελέχη της ΑΝΕΚ, οι Β.Ι. και Κ.Γ, ο πλοίαρχος του πλοίου Τ.Α, ο υπεύθυνος ασφαλείας του πλοίου Γ.Λ. και ο υπεύθυνος για την εποπτεία και τον έλεγχο της επιβίβασης των επιβατών, των μέσων και των φορτίων Φ.Π. παραπέμπονται σε δίκη «διότι ο καθένας σε σχέση με τον ρόλο περί λήψεως αποφάσεων, επέτρεψαν την αναχώρηση του πλοίου παρόλη την παρουσία των μέσων με αναμμένες τις κύριες ή τις βοηθητικές μηχανές ή/και μέσων που απαιτούσαν την σύνδεση με το ηλεκτρικό ρεύμα του πλοίου, με το φορτίο ακατάλληλα διανεμημένο και χωρίς να τηρούνται οι αποστάσεις μεταξύ των μέσων και μεταξύ των μέσων και των τοιχωμάτων του πλοίου, με την παρουσία των καιρικών προβλέψεων και των άσχημων θαλάσσιων καιρικών συνθηκών, με ένα σύστημα πυρανίχνευσης και σύστημα συναγερμού πυρκαγιάς ακατάλληλο».

Παράλληλα ο εκπρόσωπος της Visemar, ο πλοίαρχος του πλοίου, ο υπεύθυνος ασφαλείας του πλοίου και ο υπεύθυνος του σχεδίου ασφαλείας του χώρου, κατηγορούνται πως δεν προέβλεψαν στο «σχέδιο ασφάλειας» τον κίνδυνο πυρκαγιάς που απορρέει από την παρουσία των φορτηγών ή άλλων μέσων με τις κύριες ή τις βοηθητικές μηχανές αναμμένες κατά τη διάρκεια του πλου. Επίσης παρέλειψαν να προβλέψουν τις διαδικασίες επιβίβασης των μέσων με ψάρια και ζώντα μαλάκια και τον ανάλογο κίνδυνο πυρκαγιάς από την ενεργοποίηση του απαραίτητου μηχανισμού οξυγόνωσης των δεξαμενών.

Παράλληλα τα στελέχη των εταιρειών και οι επικεφαλής του πλοίου κατηγορούνται διότι επέτρεψαν στα φορτηγά να επιβιβαστούν χωρίς το προσωπικό του πλοίου να έχει αποκτήσει προηγουμένως τις πληροφορίες και να εκπονήσει ένα κατάλληλο σχέδιο για τη σωστή φόρτωση των οχημάτων σε σχέση με τις νόμιμες αποστάσεις.

Έτσι επετράπη, όπως αναφέρεται σχετικά, η φόρτωση των μέσων στο κατάστρωμα 4 με λανθασμένο τρόπο και δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες αποστάσεις μεταξύ των μέσων και των τοιχωμάτων (διαφράγματα) του καταστρώματος με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η έγκαιρη ανίχνευση της πυρκαγιάς.  

Παράλληλα, στο κατηγορητήριο επισημαίνεται πως ο Α’ μηχανικός του πλοίου, επέτρεψε στον Έλληνα ηλεκτρολόγο Σ.Δ., να πραγματοποιήσει τις ηλεκτρικές συνδέσεις φορτηγών-ψυγείων με το πλοίο παρότι εκείνος δεν ήταν εκπαιδευμένος. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Ο Σ.Δ. εκτελούσε προσωπικά και χωρίς άδεια ασκήσεως τη σύνδεση των ψυκτικών με το ηλεκτρικό δίκτυο του πλοίου, χωρίς να φροντίσει ώστε να συνδέονται όλα τα οχήματα επί του πλοίου που απαιτούν τη σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλλε στην πρόκληση της πυρκαγιάς».

Ενώ λίγο παρακάτω προστίθεται πως και ο Α΄ μηχανικός εγκατέλειψε το μηχανοστάσιο χωρίς να ενημερώσει τον πλοίαρχο.

Λόγος γίνεται και για έναν Ιταλό αξιωματικό, ονόματι Ν.Φ., ο οποίος είχε βάρδια επιφυλακής στη γέφυρα τα ξημερώματα μεταξύ 02.00 και 06.00 και δεν ενημέρωσε εγκαίρως τον πλοίαρχο όταν είδε να βγαίνει καπνός από τα ανοίγματα του καταστρώματος 4. Επιπλέον, τέσσερις Ιταλοί κατηγορούμενοι φέρονται να ευθύνονται για τη λανθασμένη ενεργοποίηση του συστήματος κατάσβεσης καθώς αρχικά τέθηκε σε εφαρμογή το σύστημα drencher στο κατάστρωμα 3 όπου δεν υπήρχε φωτιά.

Ένας ακόμη από τους παράγοντες που εκτιμάται ότι μπορεί να συνέβαλε σε αυτό είναι ότι στα σχετικά σχέδια του πλοίου (για τα οποία φέρεται ως υπεύθυνος ο Ιταλός πλοιοκτήτης) τα καταστρώματα δεν ορίζονταν με αριθμούς. Για παράδειγμα, το κατάστρωμα 4 έφερε την ονομασία «weather deck». Κατά το κατηγορητήριο αυτό το λάθος είχε ως αποτέλεσμα να εξαπλωθεί γρήγορα η φωτιά, να προκληθεί μπλακ-άουτ στα ηλεκτρικά συστήματα και να χαθεί ο έλεγχος του πλοίου.

Και κατά την εκκένωση του πλοίου όμως σημειώθηκαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σοβαρά λάθη καθώς η χρησιμοποίηση των λεμβών φαίνεται ότι δεν έγινε βάσει των όσων προβλέπονται ενώ δεν υπήρχε στα σχετικά έγγραφα ασφαλείας πρόβλεψη για το ρίσκο της πτώσης από μεγάλο ύψος. Έτσι δεν λήφθηκαν όλα τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα, δεν υπήρξε καθοδήγηση των επιβατών και τουλάχιστον μία βάρκα έπεσε στη θάλασσα χωρίς εντολή πλοιάρχου.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στο σχετικό πόρισμά τους Ιταλοί εμπειρογνώμονες είχαν διαπιστώσει ότι σε βάρκα χωρητικότητας 150 ατόμων είχαν εισέλθει λιγότεροι επιβάτες. Πέρασαν 45 λεπτά στα κύματα μέχρι να καταφέρει η λέμβος να προσεγγίσει το πλοίο «Spirit of Piraeus» που είχε φτάσει στο σημείο για να βοηθήσει. Δύο άνθρωποι, όμως, χάθηκαν στη θάλασσα προσπαθώντας να επιβιβαστούν σε αυτό με ανεμόσκαλα.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης