Σπαρακτική επιστολή του Ανδρέα Θ. Δούρου για τον άδικο χαμό του εγγονού του Πάνου Τζαβάρα:

«Αγαπημένε μας,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εδώ και είκοσι δύο μέρες η κάθε σκέψη μας αρχίζει με ένα «δεν».

Δεν θα ‘ρθει ο Πάνος μας, δεν θα μιλήσουμε, δεν θα παίξουμε, δεν θα γελάσουμε, δεν, δεν, δεν… Δεν υπάρχει πια, αλλά κυριαρχεί παντού γύρω μας: Στον νου μας, στις καρδιές μας, στα μάτια μας.

Αυτό μας το αγόρι, με το καθαρό βλέμμα, το ζεστό και γεμάτο φως γέλιο του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δεν υπάρχει πια ο αντράκος μας που είχε ωριμότητα και σοφία δυσανάλογα μεγαλύτερη από τα χρόνια του! Δεν υπάρχει πια αυτός ο σπάνιος συνδυασμός αποφασιστικότητας και ευαισθησίας μαζί.

Πάνο, αγαπημένε μας, στη σύντομη αυτή ζωή σου διδαχτήκαμε πολλά από σένα. Από τη δύναμή σου και το πείσμα σου να μάχεσαι ακόμη και τότε που δεν είχες πιθανότητες νίκης. Αυτό το διαπιστώσαμε περίτρανα στις δεκαεπτά ολόκληρες μέρες που έδωσες τον άνισο αγώνα σου. Παρακολουθούσαμε έκπληκτοι τους αγώνες σου στα γήπεδα tennis, ενίοτε με μεγαλύτερους συναθλητές σου, με πόσο πάθος και αυτοπεποίθηση έπαιζες αλλά και με πόση αξιοπρέπεια δεχόσουν το όποιο αποτέλεσμα.

Παρακολουθούσαμε επίσης τις πρωτοβουλίες σου στο σχολειό, που ως πρόεδρος της τάξης μετέφερες διάφορα αιτήματα των συμμαθητών σου στους καθηγητές και όπως μας διαβεβαίωνε επαινώντας Σε η γυμνασιάρχης κυρία Αλεξανδρόπουλου, δυσκολευόταν να σε αντιμετωπίσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γι’ αυτά σου τα χαρίσματα ήσουν αγαπητός στους καθηγητές σου, τους συμμαθητές σου, τους συναθλητές σου και σε όλους αυτούς που σε γνώρισαν από κοντά. Ομως, γλυκό μου αγόρι, εκείνο το μεσημέρι κοντά στον Αη Γιώργη στο Ρίο, κληρώθηκες, αγόρι μας, με έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο! Εναν αντίπαλο που όπως απεδείχθη είχε με το μέρος του ΚΑΙ το θέλημα του Θεού ΚΑΙ της Παναγίας.

Πώς ήταν δυνατό, λοιπόν, να τον κερδίσεις αυτόν τον αγώνα, λεβέντη μας;

Πώς ήταν δυνατό να σε βοηθήσει ο «πούκας» σου, που πάντα παίνευες για σπουδαίο και δυνατό;

Πώς ήταν δυνατό όλοι εμείς που σε λατρεύουμε να σε βοηθήσουμε να νικήσεις έναν τέτοιο αντίπαλο;

ΤΗΝ ΚΛΗΡΩΣΗ ΣΟΥ ΛΑΤΡΕΜΕΝΕ ΜΑΣ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΣΚΛΗΡΟ ΚΑΙ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΤΗΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ Η «ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΤΖΙΠ», ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΑΛΛΟΠΡΟΣΑΛΛΑ, ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΑ, ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΑΙ -ΤΕΛΟΣ- ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΑ!

ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΡΟΦΑΝΩΣ Η ΟΔΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΥΝΟΔΕΥΟΤΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΕΣ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ, ΟΠΩΣ ΔΙΑΒΑΣΜΑ, ΓΡΑΨΙΜΟ, ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ… ΑΛΙΜΟΝΟ!!!

ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΣΕ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΕΙ, ΑΓΟΡΙ ΜΑΣ!
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, ΣΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΕΝΑ ΛΥΣΣΑΛΕΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΕΚΠΛΗΚΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥΛΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ.

Μετά από αυτό, όλοι εμείς που σε λατρεύουμε αγαπημένε μας απολογούμεθα!
Και κυρίως ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ εγώ ο «πούκας» σου, που δεν μπόρεσα βλαστάρι μου να σε βοηθήσω ν’ αντιμετωπίσουμε μαζί αυτόν τον εφιαλτικό αντίπαλό σου, που σου επέβαλε ετσιθελικά η «κυρία με το τζιπ».

ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ Αστέρι μου, και συγχρόνως σου ζητώ ένα πολύ μεγάλο συγγνώμη, τόσο από σένα όσο και από τη μανούλα σου, τον πατεράκο σου και τον Αντρίκο μας, που στάθηκα ανίκανος να σε βοηθήσω στον μεγάλο αγώνα που έδωσες για δεκαεπτά ολόκληρες μέρες!

Εμείς όλοι, η οικογένειά σου, οι συμμαθητές σου, οι φίλοι σου, οι συμπαίκτες, όπως ο Πλάτωνας, ο Βασίλης, ο Αλέξης, ο Χάρης, ο Σπύρος, ο Στάθης, ο Πέτρος, ο Γιούργκεν, η Σοφία, η Αθηνά, η Λυδία, η Αγγελική και τ’ άλλα παιδιά, στους οποίους έδωσες -αλλά και που έλαβες- τόση αγάπη, θα απαλύνουμε τον πόνο μας, αντλώντας κουράγιο ο ένας από τον άλλον. Αντλώντας κουράγιο από σένα τον ίδιο, που είσαι και θα μείνεις για πάντα ζωντανός και γελαστός στον νου και στην καρδιά μας.

Επίσης, αντλούμε κουράγιο από την απλόχερη αγάπη και συμπαράσταση τόσων πολλών ανθρώπων, από τους οποίους παρά πολλοί μάς είναι άγνωστοι και τους ευχαριστούμε ακόμη μια φορά για την αμέριστη στήριξή τους.

ΜΟΝΟ «Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΤΖΙΠ» ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΕΧΤΗΚΕ ΝΑ ΔΕΙΞΕΙ ΟΥΤΕ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΨΗΓΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΜΕΡΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΣΕ ΤΣΑΚΙΣΕ, ΑΓΟΡΙ ΜΑΣ.
ΛΕΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ Ή ΚΑΝΕΝΑ ΓΑΤΑΚΙ…

Ας είναι ευλογημένη η οικογένειά της!

Θα ήθελα πολύ να διδαχτούμε, με αιτία εσένα λατρεμένε μας, πώς να δείχνουμε ο ένας στον άλλον την αγάπη και την αλληλεγγύη και σε άλλες στιγμές. Θα ήθελα πράγματι με αιτία εσένα, να γίνουμε πιο ευαίσθητοι απέναντι στα προβλήματα των συνανθρώπων μας. Ετσι, θα μπορούσαμε να σωθούμε έστω και την τελευταία στιγμή γιατί μας αναμένουν καιροί δύσκολοι.

ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΑΝ… ΑΝΤΡΑΚΟ ΜΟΥ!

Ο Πάνος μας ήταν ένα αγόρι με πολλές αξίες, βαθιά ευαίσθητος και γεμάτος συναίσθημα, πρωτίστως με τους ανθρώπους και δευτερευόντως με όλα ανεξαιρέτως τα ζώα ακόμα και τα φυτά!

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν πριν σχεδόν ένα χρόνο, εγώ μαζί με τον αδερφούλη του τον Αντρίκο, που τον μάθαινα σκοποβολή, σκοτώσαμε με το αεροβόλο ένα πουλάκι. Μετά από λίγο κατέφθασε ο Πάνος στο σπίτι μας και όπως ήταν φυσικό, ο Αντρίκος τού διηγήθηκε το «ανδραγάθημά» μας δείχνοντας του το πουλί. Τι ήταν αυτό που είδα!!!

Γούρλωσε τα όμορφα μάτια του και με ύφος γεμάτο οργή μου είπε: «Ρε πούκα, είστε τρελοί;». Ανησύχησα – ταράχτηκα με την ευαισθησία του παιδιού μας και έσπευσα να δικαιολογηθώ ψεύτικα… «κατά λάθος Πάνο μου, δεν το θέλαμε…».

Επίσης, δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά που εισέπραττε όταν στα φανάρια ή όπου αλλού, προσφέραμε τον όβολό μας στους δεινοπαθούντες συνανθρώπους μας. Δεν σχολίαζε, πλην όμως έβλεπα στην έκφραση του προσώπου του, την τεράστια ικανοποίησή του και ενίοτε δεν παρέλειπε να μ’ επιβραβεύει με τον δικό του τρόπο, που δεν ήταν άλλος από ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο… που τα ‘λεγε όλα!

Διδαχτήκαμε όλοι από το αγόρι μας ότι ναι μεν πρέπει να υπερασπίζουμε τους εαυτούς μας, αλλά κυρίως να υπερασπίζουμε την ψυχή μας, να επιμένουμε να τη διατηρούμε μακριά από την επιρροή της δύναμης του πειρασμού και μακριά από κάθε μορφή χυδαιότητας.

Ο Πάνος μας ήταν ένα όμορφο και δυναμικό αγόρι με καθαρή σκέψη.

Πριν ενάμιση χρόνο περίπου άρχισα να μοιράζομαι ανάλαφρα μαζί του κάποιες ανησυχίες μου, όπως π.χ. για την είσοδό του στην εφηβεία και τους κινδύνους της, για τις μελλοντικές σπουδές του και αλλά θεματάκια. Τον έβρισκα τόσο ώριμο που δεν δίσταζα τελευταίως να του εμπιστεύομαι ακόμη και δικές μου επαγγελματικές ανησυχίες. Οι απαντήσεις του ήταν κοφτές, σταθερές και πάνω απ’ όλα καθησυχαστικές: «Κοίτα πούκα, σε κάνα χρόνο θα ξαναμιλήσουμε για τις σπουδές μου. Για τους κινδύνους της εφηβείας μου μην ανησυχείς!».

Οσο για τις επαγγελματικές μου ανησυχίες, με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά: «Φοβάσαι εσύ, ρε πούκα, που ‘φυγες από τη μάνα σου 11 χρονών ξυπόλητος και τα κατάφερες μια χαρά;».

ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΑΝΟΣ ΜΑΣ!

Ήταν αυτός που πρόπερσι το καλοκαίρι μόλις δωδεκάμισι χρονών μού ζήτησε επιμόνως να επισκεφτούμε τη γενέτειρά μου, για την όποια του είχα διηγηθεί τόσα πολλά.

«Πούκα, θέλω να πάμε στο χωριό σου!» μου λέει, έτσι κι έγινε.

Ένα αυγουστιάτικο σαββατοκύριακο πήγαμε οι δυο μας στη Κοντοβάζαινα και αφού τον ξενάγησα σε όλο το χωριό, το βράδυ διανυκτερεύσαμε στο μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής στη Βάχλια, όπου μονάζει η αδερφή μου Φιλοθέη. Και χάρηκε τόσο πολύ που γνώρισε και αυτή την ιδιαίτερη γιαγιά. Η δε Φιλοθέη, ακούγοντάς τον την Κυριακή το πρωί μετά την εκκλησία, να μιλά με ενθουσιασμό για τις ομορφιές του χωριού μας και κυρίως όταν διέκρινε ότι μιλούσε με έμφαση για τις πολλές και μεγάλες εκκλησιές του, άδραξε την ευκαιρία -όπως ήταν έξαλλου αναμενόμενο- να του κάνει μικρό κήρυγμα και συγκεκριμένα τον παρότρυνε να επιλέξει την επιστήμη της θεολογίας και όχι μόνο…!!!

Ο Πάνος μου άκουγε με στωικότητα αυτά που του ‘λεγε η γιαγιά Φιλοθέη.

Δεν παρέλειψε μάλιστα, ταξιδεύοντας για Πάτρα, να σχολιάσει μαζί μου τη σιγανή και βελούδινη φωνή της, καθώς και τη γαλήνια μορφή της.
Το εντυπωσίασαν τ’ αγόρι μας!
ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΑΝΟΣ ΜΑΣ!

Πέρυσι, λοιπόν, στα μέσα του Αύγουστου, χτυπώντας με στον ωμό, μου λέει: «Πούκα, ποτέ θα πάμε στη Κοντοβάζαινα;».

Κρακ έκανε η καρδιά μου, αλλά απέκρυψα τεχνηέντως την ταραχή μου. Και δήθεν ψύχραιμος του λέω:
– «Γουστάρεις πολύ;».
– «Ναι!» μου απατάει κοφτά.

Και ξαναπήγαμε! Οι δυο μας πάλι.
Εκεί συναντήσαμε και συμφάγαμε με παιδιά που είχαν έρθει στο χωριό από την Πάτρα και κυρίως από την Αθήνα, και του άρεσε πολύ που γνώρισε παιδιά και εγγόνια ξενιτεμένων συγχωριανών μου.

Θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό που ιδιαίτερα με συγκλόνισε κατά την περσινή και τελευταία επίσκεψη με τον Λεβέντη μου στο χωριό μου.

Θυμάμαι, όταν κατόπιν δικής του έντονης επιθυμίας, επισκεφτήκαμε μία χαμοκέλα, μια ώρα περίπου έξω από το χωριό, εκεί που γεννήθηκα. Φτάσαμε οι δυο μας στη χαμοκέλα με την πεσμένη σκεπή και τον χορταριασμένο αυλόγυρό της. Κοιτάζοντας τ’ αγόρι μου λοξά, έβλεπα ζωγραφισμένη την έκπληξη στα μάτια του και στο πρόσωπό του. Εκείνη τη στιγμή αυθόρμητα γονάτισα και προσκύνησα.
Και όπως ήταν φυσικό, συγκινήθηκα και κοίταξα αλλού, να μη με δει το παιδί μου. Εκείνος, όμως, το αντελήφθη αμέσως και χτυπώντας με δυνατά στο στήθος με μάλωσε με μια φράση: «Τι κάνεις, ρε πούκα;». Αμέσως πήρα τα πάνω μου, τον καθησύχασα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό.

Κατά τη διαδρομή, για να του γαληνέψω την καρδούλα του, άρχισα να του διηγούμαι ευχάριστες ιστοριούλες και κυρίως για το πόσο ευτυχισμένα αδελφάκια (7 τον αριθμό) ήμασταν όταν ζούσαμε σε αυτή τη καλύβα, έστω και με τα πολύ λίγα που μπορούσαν τότε να μας προσφέρουν οι πάμφτωχοι, αλλά ευλογημένοι από τον Θεό, γονείς μου και προπαππούδες του.
Ρουφούσε λαίμαργα μια-μια τις ιστορίες μου, απαντώντας του με χιούμορ σε όλες τις εύλογες απορίες του. Όπως: «Καλά ρε πούκα, έχω μια απορία, τουαλέτα δεν είχατε;».

Και εγώ απάντησα: «Πώς δεν είχαμε Πάνο μου! Oλα τα γύρω από την καλύβα χωραφάκια τουαλέτες ήσαντε!».

Μέσα από το γέλιο του που ακολούθησε καθώς και τα αγγίγματά του πολύ εύκολα διέκρινε κανείς πόσο βαθύτατα συναισθηματικό παιδί ήταν.

ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΑΝΟΣ ΜΑΣ!

Η ζωή δεν τέλειωσε. Απλώς υποστήκαμε ένα πολύ σκληρό και βαρύ πλήγμα. Θα αντλήσουμε δύναμη και θα το αντέξουμε. Θα την αντλήσουμε, όπως προανέφερα, από τον Θεό, την Παναγία, τον Χριστό, τους συγγενείς, τους φίλους αλλά και από τον Πάνο μας.

Η δύναμή του, το σφρίγος του, το φωτεινό του γέλιο, τα γαλανά, διαπεραστικά, υγρά, όμορφα, μάτια του, η αθωότητά του, η αγάπη του ήταν τόσο έντονα και έτσι έντονα θα παραμείνουν ισοβίως στις καρδιές μας.

Αγαπημένε μας!!!

Είχαμε το μεγάλο προνόμιο να ζήσεις μαζί μας δεκατεσσεράμισι ολόκληρα χρόνια! Σε ευγνωμονούμε και σε ευχαριστούμε Αγγελέ μας, για την κάθε στιγμή που παρέμεινες μαζί μας.

Ολοι εμείς που σε λατρεύουμε, η μαμά, ο μπαμπάς, ο Αντρίκος μας, τα ξαδελφάκια σου, οι θείοι σου, οι φίλοι σου, η γιάγιο σου (όπως την έλεγες) και τέλος ο πούκας σου… που, όπως αυθόρμητα μου εκμυστηρεύτηκες προ τρίμηνου, χτυπώντας με στον ώμο, «γουστάρω, ρε πούκα, που είμαι μαζί σου!».

ΑΝΔΡΕΑΣ Θ. ΔΟΥΡΟΣ».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης