Τη δική του εκδοχή για όσα συνέβησαν την ημέρα που, όπως έχει ομολογήσει, σκότωσε την 26χρονη φίλη του Γαρυφαλλιά στη Φολέγανδρο έδωσε ο τριαντάχρονος Δημήτρης Βέργος στη διάρκεια της απολογίας του ενώπιον του ανακριτή Νάξου ,ο οποίος με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελέα, τον έκρινε προφυλακιστέο.
Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος απολογούμενος παραδέχθηκε πως ο καβγάς ξεκίνησε γιατί πήραν λάθος δρόμο! Επιπλέον ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως όταν η Γαρυφαλλιά έπεσε στη θάλασσα εκείνος προσπάθησε να την επαναφέρει με τεχνητή αναπνοή ενώ αρνήθηκε ότι είχε χειροδικήσει πριν σε βάρος του θύματός του.
Επισημαίνεται πως στην απολογία του έχει δώσει τις εξής απαντήσεις:
Ανακριτής: Πώς και για ποιο λόγο διαπληκτιστήκατε;
-Κατηγορούμενος: Την συγκεκριμένη φορά ο λόγος ήταν ότι δεν παρακολουθούσε πώς θα πάμε στο μέρος που πηγαίναμε να φάμε. Πηγαίναμε από άλλο δρόμο και μετά ξαναγυρίσαμε πίσω.
Αν: Ο διαπληκτισμός τι μορφή είχε;
Κατ: Υπήρχε έντονη λογομαχία. Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα. Εγώ της είπα ότι αυτό με το χάρτη έχει γίνει πολλές φορές. Αυτή έλεγε ότι δεν πειράζει πάμε από άλλο δρόμο.
Αν: Δεν υπήρχαν ύβρεις, προσβολές ή σωματική βία;
Κατ: Όχι
Αν: είχατε λογομαχήσει ξανά προηγουμένως;
Κατ: Είχαν γίνει διάφοροι διάλογοι, άλλες φορές πιο έντονοι. Μου έλεγε ότι έχουμε έρθει διακοπές μαζί και δεν περνάμε καλά. Είχα προτείνει εγώ να κλείσουμε εισιτήρια να γυρίσουμε πίσω αφού δεν περνούσαμε καλά, αλλά η Γαρυφαλλιά επέμενε να μείνουμε.
Αναφερόμενος στη γνωριμία τους ο Δημήτρης Βέργος είπε:
«Είχαμε γνωριστεί πέρσι το καλοκαίρι στην Κόρινθο. Είχαμε ελεύθερη σχέση. Εγώ δεν είχα παράλληλη σχέση, εκείνη πιθανόν να είχε. Από κοντά βρισκόμασταν μία με τρεις φορές την εβδομάδα. Επικοινωνούσαμε σχεδόν καθημερινά στο κινητό και στον υπολογιστή. Και οι δύο συμφωνούσαμε στην ελεύθερη σχέση. Κανείς από τους δύο δεν είχε εκφράσει επιθυμία για στενότερη σχέση.
Περιγράφοντας τις κινήσεις τους την ημέρα του εγκλήματος ο κατηγορούμενος ανέφερε:
«Την ημέρα εκείνη είχαμε κάνει μπάνιο, δε θυμάμαι πόσες ώρες πριν το συμβάν. Σηκωθήκαμε κατά τις εννιά το πρωί. Πήραμε καφέ στον Άγιο Νικόλαο και πήγαμε για μπάνιο στην παραλία της περιοχής Λυγαριά. Δεν θυμάμαι ακριβώς την περιοχή. Έχει και βράχια. Είχαμε πάει και σε άλλες παραλίες και κοιτάξαμε στο χάρτη και αποφασίσαμε να πάμε εκεί γιατί ήταν η πιο κοντινή. Η πρόσβαση ήταν εύκολη. Δεν κάναμε μπάνιο στο σημείο που έγινε το συμβάν κάνουμε μπάνιο στην παραλία της περιοχής Λυγαριά, όχι στο σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο».
Όπως εξήγησε ο ίδιος, φεύγοντας από την παραλία που έκαναν μπάνιο ήθελαν να πάνε για φαγητό.
«Όμως χαθήκαμε και αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στο χωματόδρομο με κατεύθυνση αυτή τη φορά από τον Άγιο Γεώργιο προς Λυγαριά. Περί τα 100 – 200 m μετά την παραλία της Λυγαριάς, πίσω προς Άνω Μεριά και σε απόκρημνο σημείο έγινε το συμβάν».
Αν: Μέχρι τότε ήταν όλα καλά;
Κατ: Δεν είχαμε καλή επικοινωνία, δεν περνούσαμε καλά. Καθίσαμε για μπάνιο περίπου μία ώρα και αποφασίσαμε μαζί να φύγουμε να πάμε κάπου να φάμε.
Αν: Τον χάρτη τον είχε η Γαρυφαλλιά;
Κατ: Ουσιαστικά είχαμε το gps του κινητού της.
Ο κατηγορούμενος φέρεται να έχει δηλώσει ότι το θύμα δεν τον σεβόταν με αποτέλεσμα ο ανακριτής να του θέσει το σχετικό ερώτημα, ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με το τι εννοούσε με αυτή τη φράση.
«Υπάρχουν κάποια γεγονότα αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να το αναφέρω. Με ενέπαιζε παριστάνοντας πως πήγε να πάρει τσιγάρα και πήγαινε αλλού και μετά γέλαγε. Το βασικό ήταν ότι υπήρχε αυτό έντονα στο νησί. Με οδηγούσε κι εμένα σε λάθος κατευθύνσεις, καταλήγαμε σε χωματόδρομο και μετά με κορόιδευε. Ήταν μια επανειλημμένη συμπεριφορά και ήταν τόσο έντονο που μου χαλούσε την καλή διάθεση που είχα στην αρχή. Το έκανε εδώ και 5-6 μήνες. Παρόμοια συμπεριφορά αλλά όχι συνεχόμενα, κάποιες φορές. Προσπαθούσε να με εκθέσει είτε όταν ήμασταν μόνοι μας είτε με παρέα. Εγώ είχα πει αρκετές φορές να σταματήσουμε να βρισκόμαστε γι’ αυτό το λόγο αλλά εκείνη επέμενε να συνεχίσουμε. Για κάποια θέματα είχαμε βρει λύσεις, σε αλλά σημεία έκανε τα ίδια».
Ο κατηγορούμενος δεν ήξερε να απαντήσει ούτε σχετικά με το που βρίσκεται το κινητό του θύματος, ούτε το δικό του και επανερχόμενος στη στιγμή του εγκλήματος, υποστήριξε ότι η 26χρονη «βγήκε από το αμάξι επειδή φοβήθηκε. Φώναξε γιατί βγήκαμε από το δρόμο και φοβήθηκε, ενώ δεν ήταν κάτι εσκεμμένο. Νομίζω μια φορά φώναξε βοήθεια».
«Εκείνη τη στιγμή θόλωσα, κλείδωσε το μυαλό μου. Εγώ κατάλαβα ότι φωνάζει για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εγώ φταίω σε κάτι και να με εκθέσει για άλλη μία φορά. Είχαμε τσακωμό μπροστά στο αμάξι. Το αμάξι δεν το έβαλα σε λειτουργία. Δε θυμάμαι πόσα μέτρα απέχει το αμάξι από το χείλος του γκρεμού».
Αν: Τι έγινε ακριβώς;
Κατ: Μόνο μία ένταση θυμάμαι.
Αν : Σας χτύπησε;
Κατ : Όχι
Αν : Την χτυπήσατε;
Κατ: Όχι
Αν :Την ακουμπήσατε;
Κατ :Όχι
Αν :Τι θυμάστε;
Κατ :Την έσπρωξα. Δε θυμάμαι πόσες φορές την έσπρωξα.
Αν : Προς τα που την σπρώξατε;
Κατ : Νομίζω προς τον γκρεμό. Δεν είχε παραλία.
Αν : Έπεσε στο γκρεμό;
Κατ : Την έσπρωξα και έπεσε κι αυτό που θυμάμαι εγώ ήταν ότι ήταν στο νερό. Δεν την είδα να χτυπάει στα βράχια.
Αν : Την είδατε να πέφτει;
Κατ : Δεν είδα πώς κατέληξε μέσα στο νερό. Εγώ κατέβηκα κάτω και ήταν μέσα στο νερό. Δεν θυμάμαι αν είχε αίματα. Ίσως είχε στο πρόσωπο αίμα. Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο του προσώπου. Δε θυμάμαι τι φορούσε. Όταν την είδα ήταν σαν να συντονίστηκα. Μπήκα στο νερό την έβγαλα έξω και προσπάθησα να της κάνω τεχνητές αναπνοές. Δε γνωρίζω την τεχνική. Την τράβηξα με τα χέρια. Ήταν βαθιά εκεί. Δε γνωρίζω πως βρέθηκε το φόρεμα και τα σανδάλια δίπλα στο σημείο που ανασύρθηκε η Γαρυφαλλιά. Ούτε τα σκουλαρίκια και το κολιέ. Δεν υπήρχε κάποια πάλη. Όταν έκανα τεχνητές αναπνοές δεν αντιδρούσε, στην αρχή έβγαλε κάτι απ’ το στόμα της σαν αφρό και μετά δεν έκανε κίνηση. Δεν ανέπνεε. Πήρα σφυγμό αλλά δεν αντελήφθην σφυγμό. Δεν άκουσα τη φωνή της και δεν θυμάμαι αν είχε ανοιχτά τα μάτια. Θυμάμαι μόνο ότι τα χείλη της ήταν μελανιασμένα»
Προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί δεν κάλεσε σε βοήθεια, ισχυρίστηκε ότι τα είχε χάσει και δεν ήξερε τι έκανε.
«Τα είχα χάσει. Εγώ έφυγα από την αντίθετη μεριά από το σημείο κολυμπώντας. Δε θυμάμαι πόση ώρα μετά έφυγα. Δε θυμάμαι πόση ώρα κολυμπούσα. Κολύμπησα αρκετή ώρα και βγήκα σε βράχια. Απ’ ότι θυμάμαι την τσάντα μου την έριξα στην θάλασσα. Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκα στο λόφο. Δεν ξέρω γιατί γύρισα πίσω στο αμάξι και δε θυμάμαι αν και γιατί άφησα τα αλάρμ ανοιχτά.
Ο ισχυρισμός του για τα ψυχολογικά προβλήματα
«Εμφάνισα ψυχιατρικό επεισόδιο πρώτη φορά το 2014 – 2015 με έντονη εγκεφαλική λειτουργία, έντονο άγχος, ζαλάδες, φοβίες και παραισθήσεις ότι με παρακολουθούν. Για το λόγο αυτό μετά από παρότρυνση των γονιών μου επισκέφτηκα ιδιώτη ψυχίατρο στην Κόρινθο. Στη συνέχεια το 2015 εξετάστηκα στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Αγίων Αναργύρων Αττικής όπου και διαγνώστηκα με διπολική διαταραχή και μου χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ακολούθως το 2020 εκδήλωσα ψυχιατρικό επεισόδιο στο χώρο εργασίας μου και συγκεκριμένα κρίσεις πανικού, έντονο άγχος και παραισθήσεις. Έτσι εξεταστικά από ιδιώτη ψυχίατρο συνοδευόμενος από τους γονείς μου, στην οποία έκανα συνεδρίες επί τέσσερις μήνες και μου χορήγησε το φάρμακο (…) το οποίο όμως διέκοψα αυθαίρετα ύστερα από 5-6 μήνες. Τελευταία φορά επισκέφτηκα τον Ιούνιο του 2021 τον ψυχίατρο Κορίνθου και έκανα μαζί του τρεις συνεδρίες την τελευταία 7 Ιουλίου 2021, ο οποίος δε μου χορήγησε φαρμακευτική αγωγή. Το τελευταίο ψυχίατρο τον επισκέφτηκα γιατί νόμιζα πάλι ότι με παρακολουθούν, ότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω, είχα ασυνεννοησία και προβλήματα με την Γαρυφαλλιά. Είχα προσπαθήσει πολλές φορές να διακόψω τη σχέση μαζί της αλλά μετά με καλούσε να ξαναβρεθούμε συνέχεια. Εγώ το συνέχιζα και προσπαθούσα να κατανοήσω τους λόγους που γινόταν αυτό στα ανθρώπινα πλαίσια και στα πλαίσια του αλληλοσεβασμού»
Καταλήγοντας είπε: «Γι’ αυτό που συνέβη σίγουρα δεν ήμουν ο εαυτός μου. Πραγματικά λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη και μακάρι να είχαν έρθει τα πράγματα αλλιώς».
Στο ψυχιατρείο Κορυδαλλού ο δολοφόνος της Γαρυφαλλιάς
Στο ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού οδηγείται σήμερα ο δολοφόνος της Γαρυφαλλιάς Δημήτρης Βέργος, σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε ο δικηγόρος του Γιάννης Βλάχος.
Ο κ. Βλάχος, μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό, ανέφερε πως ο δράστης της άγριας δολοφονίας θα οδηγηθεί σήμερα στις Φυλακές Κορυδαλλού και από εκεί στο ψυχιατρείο. «Το ψυχιατρείο είναι τμήμα των φυλακών. Θα πάει στη φυλακή και από εκεί είναι λογικό να οδηγηθεί στο ψυχιατρείο των φυλακών. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα πάει στον Κορυδαλλό, για να υπάρξει και αποτελεσματική φύλαξή του» είπε.
Παράλληλα ο κ. Βλάχος αναφερόμενος στην κατάσταση της υγείας του Βέργου σημείωσε ότι «οι δυσκολίες που έχει λόγω της υποκείμενης ασθένειας τον οδήγησαν στο να προσπαθεί να συνθέσει ο ίδιος τα κομμάτια της πραγματικότητας στο μυαλό του. Αυτό του έχει συμβεί και στο παρελθόν».
«Δεν έχουμε βρασμό ψυχής. Εμείς λέμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ψυχασθενής. Είναι διαγνωσμένο το 2015 αυτό. Και υπήρξαν και άλλες διαγνώσεις και θεραπείες που ξεκίνησαν και διακόπηκαν. Δεν μπορώ να πω αν η ασθένειά του έπαιξε κάποιο ρόλο στο έγκλημα. Αυτό θα το πουν οι ειδικοί» κατέληξε ο κ. Βλάχος.
Να σημειωθεί πως ο 30χρονος, έπειτα από τη μαραθώνια απολογία του, κρίθηκε προφυλακιστέος. Κατά την απολογία του επικαλέστηκε ψυχιατρικά προβλήματα για τα οποία έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή, την οποία όμως αυθαίρετα είχε διακόψει.
Μετά το τέλος της απολογίας οι συνήγοροί του κατέθεσαν αίτηση για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. Μάλιστα ο ένας εκ των δύο συνηγόρων του κατηγορούμενου κ. Γιάννης Βλάχος σε δηλώσεις του ανέφερε ότι ο δράστης την ώρα της εγκληματικής πράξης δεν είχε συνείδηση του τι έκανε. «Ζήτησε συγγνώμη αλλά δήλωσε ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή τι έκανε, διότι η συνείδησή του ήταν θολή» είπε και συμπλήρωσε ότι ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε με τις Αρχές παρά τη «δωδεκάωρη νοσηλεία του στο κέντρο υγείας όπου μεταφέρθηκε μετά την πτώση συνείδησης, όπου του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή ίδια με εκείνη που του είχαν συνταγογραφήσει οι ψυχίατροι ήδη από το 2015, αγωγή την οποία αυθαιρέτως ο ίδιος δεν έπαιρνε».
Από την πλευρά του ο συνήγορος της οικογένειας της Γαρυφαλλιάς, κ. Αλέξης Κούγιας, σε δηλώσεις του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος «τα έχει τετρακόσια» και πρόσθεσε: «Ο ισχυρισμός περί διπολισμού δεν μπορεί να δώσει καμία υπερασπιστική δυνατότητα γιατί ακόμη και αν είχαμε μια βαριά ψύχωση, όπως σχιζοφρένεια, και κάποιος ήταν στο στάδιο της μανίας, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η εγκληματική πράξη έγινε κατά το στάδιο της μανίας».
Ο κ. Κούγιας μέσω γραπτής του δήλωσης αναφέρει: «Από τη μελέτη της δικογραφίας που σχηματίστηκε εις βάρος του δράστη της ανθρωποκτονίας της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου, προκύπτουν χωρίς κανένα ενδοιασμό και καμία επιφύλαξη τα εξής:
1.- Ο δράστης του εγκλήματος είναι ένας υγιέστατος άνθρωπος που ποτέ δεν έχει νοσηλευθεί σε καμία ψυχιατρική κλινική σε οιοδήποτε μέρος της υφηλίου.
2.- Ο δράστης προσκόμισε κατά την απολογία του κάποια έγγραφα, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδεικνύουν ότι είχε διπολική διαταραχή, και ειδικότερα προσκόμισε δύο βεβαιώσεις από δύο ψυχιάτρους, εκ των οποίων βεβαιώσεων όμως ουδεμία βεβαιώνει ότι ο δράστης είχε διπολική διαταραχή.
Το σημαντικό είναι ότι στην πιο πρόσφατη από τις δύο βεβαιώσεις ο υπογράφων ψυχίατρος δεν του συνιστά να ακολουθήσει οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή και δεν του χορηγεί κανένα ψυχοφάρμακο.
3.- Από τη γνωμάτευση του Ιατροδικαστή κ. Μπογιόκα αποδεικνύεται, κατά την κρίση μου, ότι ο δράστης σχεδίασε με απόλυτη ηρεμία την ανθρωποκτονία εις βάρος της αείμνηστης Γαρυφαλλιάς, με την οποία, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ευρίσκετο σε μια συνεχή αντιπαράθεση λόγω του ανωτέρου μορφωτικού επιπέδου της και των συντηρητικών απόψεών της και, αφού πρώτα σκοπίμως οδήγησε το αυτοκίνητό του σε αυτή τη βραχώδη ερημική περιοχή, ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα σωτηρίας του θύματος, πραγματοποίησε το ανθρωποκτόνο σχέδιό του χτυπώντας το ανυπεράσπιστο θύμα με τρομερά χτυπήματα στο κεφάλι, κατά τον ιατροδικαστή με θλων όργανο, και, όταν η κοπέλα εκλιπαρούσε να σταματήσει ζητώντας βοήθεια και προσπαθώντας να τον αποφύγει με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, αυτός την κυνηγούσε, της έσκιζε τα ρούχα και συνέχιζε να τη χτυπά στο κεφάλι, με αποτέλεσμα τα ρούχα της, ένα κολιέ και ένα σκουλαρίκι να βρεθούν κατά τη μαρτυρική προσπάθεια διαφυγής της από το αυτοκίνητο μέχρι τη θάλασσα, έως το άκρο της βραχώδους περιοχής, απ’ όπου, αφού κατέρρευσε αναίσθητη, ο δράστης πιστεύοντας ότι είναι νεκρή, την εκσφενδόνισε στη θάλασσα, όπως συνέβη και στην υπόθεση της αείμνηστης Τοπαλούδη, για να εξαφανίσει το πτώμα της, ώστε πιθανότατα να ισχυριστεί ότι εκείνη εξαφανίστηκε, όχι γιατί αυτός τη δολοφόνησε, αλλά με δική της επιλογή.
Αυτές είναι κατά την κρίση μου οι πρώτες διαπιστώσεις, όπως επίσης κατά την κρίση μου ο δράστης δεν παρέμεινε στη συγκεκριμένη περιοχή όλο το χρονικό διάστημα μέχρι να τον εντοπίσουν οι αστυνομικοί, αλλά προσπάθησε να διαφύγει, πλην όμως αυτό ήταν αδύνατο, αφού το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να μετακινηθεί και δεν κατόρθωσε να βρει έναν ασφαλή τρόπο διαφυγής».