Φορτισμένη, πότε με οργή, πότε με δάκρυα στα μάτια, κατέθεσε στην δίκη για την τραγωδία στο Μάτι η γυναίκα που έχασε στην φωτιά τον γιο της, τους γονείς και τον αδελφό της.

Η κ. Ανδριανή Καλαγιαννάκη, μην μπορώντας να συγκρατήσει τον θυμό της, είπε στους δικαστές του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου πως οι αρμόδιοι «από ανικανότητα και κακό συντονισμό φέρθηκαν με τέτοιο απάνθρωπο τρόπο» και «άφησαν στο έλεος του Θεού» τόσους ανθρώπους. «Πιστεύω ότι υπήρχε δόλος», είπε και συμπλήρωσε πως «στον βωμό των προσωπικών φιλοδοξιών τους, έκαψαν ζωντανό το παιδί μου, τον αδελφό μου και τους  γονείς μου».

Η μάρτυρας κατέθεσε για όσα πιστεύει πως επέδρασαν για να εξελιχθεί η φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018 σε κόλαση, μίλησε για ευθύνες της Αστυνομίας που δεν κατηύθυνε τον κόσμο, για την ανυπαρξία της πολιτικής προστασίας και της Πυροσβεστικής που δεν ειδοποίησαν και άφησαν «να πιάσει στον ύπνο η φωτιά τους Ματιώτες» και άφησαν την φωτιά να περάσει την Μαραθώνος, για το Λιμενικό «που την ώρα που ψαροκάικα έβγαζαν ανθρώπους από τη θάλασσα, έστελνε αυτοκίνητα προς το Μάτι». Δεν άφησε επίσης ασχολίαστη την φράση που είχε πει η κατηγορούμενη, τότε περιφερειάρχης, Ρένα Δούρου. Φωνάζοντας η μάρτυρας ανέφερε πως «η Δούρου είπε ότι έγινε στραβή στη βάρδια της. Η κυνικότητα αυτών των ανθρώπων! Τουλάχιστον ας μην μιλάνε..».

Η γυναίκα κατέθεσε πως «η φωτιά έπιασε την οικογένεια της στον ύπνο», πως αναζητούσε τους δικούς της μέσα στην αγωνία: «είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε…Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο ..Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα.. έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες, επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρώπινων ζωών.. Αν πέντε λεπτά νωρίτερα, πριν περάσει η φωτιά στη Μαραθώνος, πέρναγε ένα αστυνομικό όχημα με ένα μεγάφωνο να γίνει εκκένωση του οικισμού, δεν θα γινόταν αυτή η τραγωδία. Αν είχαν χτυπήσει καμπάνες..», είπε.

Ο Αναστάσιος Αλεξόπουλος, πατέρας του παιδιού της κ. Καλαγιαννάκη, είπε πως το μυαλό του δεν πήγε στο κακό, όταν άκουσε για φωτιά. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει οι υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο. Όμως είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα..».

Ο μάρτυρας πήγε το επόμενο πρωί στο Μάτι. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα. Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα του παιδιού μου. Πήγαμε στο Σχιστό…Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. «Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας» Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε DNA και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη.. Αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια. Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί;».

Η μάρτυρας Μαρία Αβραμίδου που έχασε στο Μάτι μητέρα, αδελφή, γαμπρό και ανιψιό, ενώ η ίδια με την κόρη της σώθηκαν από τύχη, ζήτησε από τους δικαστές «να αποδώσουν δίκαια τις ευθύνες».

«Δε θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στο νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δε θα περάσει ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι και αβοήθητοι..».

Η μάρτυρας που είχε σπίτι στην περιοχή, κατέθεσε πως την επίμαχη ημέρα, καθαρά από τύχη έφυγε με την κόρη της από το Μάτι πριν το ζώσει η πύρινη λαίλαπα, γιατί «η μητέρα μου και η αδελφή μου επέμεναν να φύγω νωρίτερα. Τελικά πήρα την κόρη μου και φύγαμε στις 6 παρά 5. Βγήκα στη Μαραθώνος. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ήταν σαν να φεύγαμε μόνες μας».

Όπως είπε η μάρτυρας, ενώ ήταν ήδη στο σπίτι της στην Αθήνα μίλησε για τελευταία φορά με την μητέρα της στο τηλέφωνο. «Μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, μου είπε “είναι μπροστά μου φλόγες”. Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Παίρνω ξανά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν τους».

Η γυναίκα περιέγραψε πως άρχισε να αναζητά τους δικούς της, να τηλεφωνεί στην Πυροσβεστική και να ψάχνει στα νοσοκομεία. «Μετά ακούμε ότι κάποιοι φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Μάλιστα πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες, μήπως έχουν βραχεί, ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί», είπε η κ. Αβραμίδου.

Η μάρτυρας την επομένη το πρωί πήγε με τον άλλον ανιψιό της στο Μάτι να ψάξουν μήπως βρουν κάτι. «Αντίκρυσα ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν ασύλληπτη η εικόνα. Το σπίτι ήταν ολοσχερώς καμένο. Πάω προς Κόκκινο Λιμανάκι. Ήταν μία μάζα με αυτοκίνητα καμένα. Το ένα πάνω στο άλλο δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ο ανιψιός μου βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα, αλλά εκείνους πουθενά. Δώσαμε DNA. Είχα ένα παιδί, τον Δημήτρη, σπίτι, που δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω τι κάνεις; “Τίποτα, να δω τι έχουν νιώσει”. Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και οι 4 και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό…».

Ο ανιψιός της κ. Αβραμίδου, Δημήτρης Κατσουλάκης που εκείνο το απόγευμα έχασε όλη την οικογένειά του, κατέθεσε: «Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στη Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω “εσείς καλά;” Μου απαντάει, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου δεν απαντούσαν. Κατά τις 6:30 με παίρνει τηλέφωνο η νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί. Τα ξημερώματα μου είπε η θεία μου να ανέβω στην Αθήνα, διότι η οικογένεια μου αγνοείται». Έξι ημέρες μετά, η θεία του ενημέρωσε τον σχεδόν 18χρονο τότε μάρτυρα πως ταυτοποιήθηκαν οι γονείς και ο αδελφός του. «Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί… τίποτα. Έπρεπε να αποδεχθώ το γεγονός. Ήταν μόνοι τους και εγώ έπρεπε να συνεχίσω», κατέθεσε ο κ. Κατσουλάκης.