Το κατώφλι του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης πέρασε λίγο μετά τις 10:00 της Παρασκευής, 29 Δεκεμβρίου, ο 44χρονος Νορβηγός, ο οποίος μαχαίρωσε και σκότωσε έναν 32χρονο αστυνομικό και τραυμάτισε τον 32χρονο κουμπάρο του θύματος σε μπυραρία επί της οδού Κατσιμίδη, στη Θεσσαλονίκη, την Πέμπτη.
Ο 44χρονος δράστης, ο οποίος κατηγορείται για ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, παράνομη οπλοφορία και οπλοκατοχή, ανέβηκε τα σκαλιά του Δικαστικού Μεγάρου αμίλητος, φορώντας αλεξίσφαιρο.
Στη συνέχεια παραπέμφθηκε στον 4ο τακτικό ανακριτή, όπου αναμένεται να ζητήσει και να λάβει προθεσμία για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους ο δικηγόρος του 44χρονου, Θοδωρής Καραγιάννης, υπογράμμισε πως βασική θέση του εντολέα του είναι πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει. Ανέφερε μάλιστα πως ο δράστης ενημερώθηκε από τον ίδιο αργά το απόγευμα της Πέμπτης για το γεγονός ότι ο αστυνομικός υπέκυψε στα τραύματά του.
Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Καραγιάννη, ο 44χρονος ισχυρίζεται πως τη στιγμή που ο ίδιος επιτέθηκε με το μαχαίρι δεχόταν γροθιές και πως γινόταν συμπλοκή.
«Η βασική θέση που έχει είναι ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός. Υπήρξε ανθρωποκτονία. Αυτό που είναι προς διερεύνηση είναι ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει, ενώ προς διερεύνηση είναι και η κατάσταση που ήταν, η μέθη, η ψυχική υγεία και οι ακριβείς συνθήκες που προήλθε στο μοιραίο χτύπημα», ανέφερε μεταξύ άλλων στις δηλώσεις του ο κ. Καραγιάννης, ενώ εξέφρασε και τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του αστυνομικού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά την τέλεση του φονικού βρισκόταν υπό την επήρεια μέθης και γι’ αυτό το λόγο υποβλήθηκε στις σχετικές αιματολογικές και τοξικολογικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί η ποσότητα αλκοόλ που είχε καταναλώσει.
Ο δράστης ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα και φαίνεται πως ήταν γνωστός πελάτης στο κατάστημα. Το φονικό έγινε γύρω στις 4:30 τα ξημερώματα και, σύμφωνα με μαρτυρίες, προηγήθηκε διαπληκτισμός του 44χρονου με τον κουμπάρο του αστυνομικού. Στη συνέχεια του λεκτικού επεισοδίου, ο Νορβηγός τραυμάτισε με μαχαίρι τον κουμπάρο του στο πόδι και τότε επενέβη ο 32χρονος, που διασκέδαζε εκτός υπηρεσίας στο ίδιο μπαρ, με συνέπεια να δεχθεί επίθεση με το ίδιο μαχαίρι.
Ο αστυνομικός που υπηρετούσε στους «Αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ., υπέστη τραύμα στην αριστερή τραχηλική χώρα, ενώ ο θάνατός του ήταν ακαριαίος.
Τι κατέθεσε στην προανάκριση ο 44χρονος δολοφόνος – Πώς ζει στην Ελλάδα
«Δεν είχα πρόθεση να σκοτώσω» φέρεται να κατέθεσε κατά την αστυνομική προανάκριση ο 44χρονος Νορβηγός.
Ο δράστης, κατά πληροφορίες, δήλωσε συντετριμμένος μόλις πληροφορήθηκε για τον θάνατο του αστυνομικού, ενώ ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν υπό την επήρεια μέθης.
Περιγράφοντας τον διαπληκτισμό με τον κουμπάρο και επιστήθιο φίλο του αστυνομικού, που προηγήθηκε της θανατηφόρας επίθεσης σε βάρος του 32χρονου, ο 44χρονος υποστήριξε ότι δεν τον ξεκίνησε αυτός. Φέρεται δε, να είπε ότι και ο ίδιος δεχόταν χτυπήματα, αναπτύσσοντας τον ισχυρισμό της άμυνας.
Επιπλέον, ανέφερε στους αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής που τον εξέτασαν ότι βρίσκεται τουλάχιστον εννιά χρόνια στην Ελλάδα και πως ζει με μία σύνταξη που του χορηγεί το νορβηγικό κράτος για λόγους ψυχικής υγείας.
Το «κρυφό όπλο» του Νορβηγού
Σύμφωνα με τη δικογραφία που σχηματίζεται σε βάρος του Νορβηγού δράστη από το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής Θεσσαλονίκης, το φονικό μαχαίρι έχει κατασχεθεί και είναι τύπου «push dagger». Αστυνομικές πηγές ανέφεραν ότι το συγκεκριμένο μαχαίρι χαρακτηρίζεται ως «κρυφό όπλο», καθώς έχει σχεδιαστεί για να κρατιέται στο χέρι με κλειστή παλάμη.
Ενδεχομένως ο Νορβηγός να κουβαλούσε πάνω του το μαχαίρι επειδή κάτι ή κάποιον φοβόταν, καθώς φήμες αναφέρουν πως «κάπου ήταν μπλεγμένος».
Το «push dagger» είναι ένα στιλέτο με κοντές λεπίδες και λαβή «Τ» που έχει σχεδιαστεί για να πιάνεται και να κρατιέται σε ένα χέρι με κλειστή γροθιά. Η χρήση του ξεκίνησε ως όπλο για τους αμάχους στις αρχές του 19ου αιώνα, και χρησιμοποιήθηκε επίσης στον πόλεμο των χαρακωμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, πολλές νέες εκδοχές του «push dagger» κατασκευάστηκαν από διάφορους μεταλλουργούς και πωλήθηκαν κυρίως ως όπλα αυτοάμυνας, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.