Στον ανακριτή οδηγείται σήμερα ο αστυνομικός που συνελήφθη για σωματεμπορία και βιασμό από την υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.. Ο 40χρονος, ο οποίος έως αυτήν την ώρα αρνείται όλες τις κατηγορίες, αναμένεται να περάσει την πόρτα του ανακριτή στις 12 το μεσημέρι. Υπενθυμίζουμε πως ήδη έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα ενώ από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας ανακοινώθηκε ότι σε βάρος του διατάχθηκε η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης.

Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του, το οποίο αποτελούσε τον τόπο των βασανιστηρίων για την 34χρονη από το Καμερούν, ο ίδιος φάνηκε να συνεργάζεται με τις Αρχές. Όταν ρωτήθηκε από τους αστυνομικούς αν θέλει να τους παραδώσει οποιοδήποτε αντικείμενο που κατέχει παράνομα εκείνος ψύχραιμα απάντησε πως δεν έχει τίποτα, ενώ όταν τον ρώτησαν αν έχει κρύψει χρήματα στο σπίτι εκείνος πάλι απάντησε αρνητικά.

Όταν, ωστόσο οι αστυνομικοί ξεκίνησαν να ψάχνουν ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, στο οποίο όπως είπε είχε μόνο ο ίδιος πρόσβαση, ο 40χρονος τους παρακάλεσε να μην το αναστατώσουν. Εκεί βρέθηκε και η κρύπτη με τα χρήματα που του παρέδιδε το θύμα και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα.

Στον ανακριτή ακόμη μια γυναίκα – θύμα του αστυνομικού 

Ακόμη μια γυναίκα, με καταγωγή από τη Ρουμανία, έχει κληθεί από τον ανακριτή για να δώσει κατάθεση σήμερα Τετάρτη, σχετικά με την υπόθεση σωματεμπορίας. Η συγκεκριμένη εργαζόταν μαζί με την 34χρονη στο κέντρο της Αθήνας, ενώ εκτιμάται ότι έζησε τον ίδιο εφιάλτη με την 34χρονη από το Καμερούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρώην σύντροφος του αστυνομικού τον είχε καταγγέλλει στο παρελθόν για βίαιη συμπεριφορά.

Tην βίαζε καθημερινά και προσπάθησε να την σκοτώσει 

Λεπτομέρειες από την δράση του αστυνομικού, αποκάλυψε η «Ζούγκλα». Σύμφωνα με τα έγγραφα, πρόκειται για τον υπαρχιφύλακα Μ.Α., γεννημένο στην Καβάλα και κάτοικο Αθηνών.  Οι άνδρες του Εσωτερικών Υποθέσεων του πέρασαν χειροπέδες έπειτα από επιχείρηση, η οποία έγινε  στην περιοχή του Γκύζη.

Ο αστυνομικός τα τελευταία δύο χρόνια είχε «πουλήσει» έρωτα στην εκδιδόμενη, μητέρα δύο παιδιών από το Καμερούν, με την οποία συζούσαν. Την πίεζε να εργάζεται για ώρες στο πεζοδρόμιο, της έπαιρνε όλα τα χρήματα, την βίαζε καθημερινά, την χτυπούσε προκαλώντας της μελανιές σε όλο το σώμα. Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια, κάποια στιγμή προσπάθησε να τη σκοτώσει σφίγγοντάς της τον λαιμό.

Η γυναίκα, είχε επιχειρήσει να βάλει τέλος στη ζωή της δύο φορές ώστε να γλιτώσει από τον εφιάλτη. Κατάφερε μέσω μιας φίλης της να απευθυνθεί στις Αρχές κι έτσι τελείωσε το μαρτύριό της.

Όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό: «Κατά την ένορκη εξέτασή της, η  K.S. C. περιέγραψε με λεπτομέρειες τη δυσμενή και ευάλωτη θέση στην οποία είχε περιέλθει από τον καιρό που έφτασε και ξεκίνησε τη διαβίωση της στην πόλη της Αθήνας. Ο καθημερινός βιοπορισμός, μέσω πενιχρών εισοδημάτων, αποτελούσε τον διαρκή αγώνα της για αξιοπρεπή επιβίωση, ωθώντας την πλέον στην απόφαση να εκδίδεται με χρηματικό αντίτιμο. Ένεκα της καθημερινής παρουσίας της ίδιας και του δράστη αστυνομικού στην ίδια περιοχή, ο Υπαρχιφύλακας Μ.Α.  την προσέγγισε, δίνοντας της ένα χειρόγραφο σημείωμα με το όνομα και το κινητό του τηλέφωνο, παροτρύνοντας την να επικοινωνήσει μαζί του.

Την επόμενη νύχτα από το προαναφερθέν περιστατικό, τον κάλεσε στο τηλέφωνο προσκαλώντας τον στην, τότε, οικία της, με αποτέλεσμα αυτός να την επισκεφθεί. Κατά την παραμονή του εκεί, παραδέχτηκε πως είναι αστυνομικός και παρουσίασε τον εαυτό του, λόγω της ιδιότητας του και της άσκησης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, ως τον απαραίτητο προστάτη από τους κινδύνους που εξ’ ορισμού εγκυμονεί μία περιοχή σαν την Ομόνοια, καθότι κινδυνεύει οποιαδήποτε στιγμή, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε πως της είπε, «να έρθουν ξαφνικά στο δρόμο και να με μαχαιρώσουν ή να μου πάρουν τα χρήματα».

Οι ισχυρισμοί του αυτοί της προκάλεσαν φόβο, ο οποίος βρήκε το αντίστοιχο έρεισμα στα βιώματα της ζωής της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ταυτόχρονα, η προφανής ασφάλεια που «εξέπεμπτε» η ιδιότητα του αστυνομικού επαγγέλματος αποτέλεσε επαρκές έναυσμα, έτσι ώστε το θύμα να αποδεχτεί τον «αυτόκλητο» προστάτη της.  Ακολούθως, της ζήτησε να προβούν σε σεξουαλική πράξη και αυτή δέχθηκε, πλην όμως την εξανάγκασε σε παρά φύσιν συνουσία χωρίς να λάβει καν προφυλάξεις, παρά την άρνηση της ίδιας να συνεχίσει υπό αυτές τις συνθήκες. Για τους επόμενους δύο μήνες συνέχισαν να συναντιούνται στο δωμάτιο της συχνά, ερχόμενοι πάντα σε παρά φύσιν σεξουαλική επαφή, παρά την άρνηση της ίδιας. Μάλιστα ο Μ.Α.  λάμβανε κάποια ουσία για να παρατείνει τη σεξουαλική επαφή, προκαλώντας της με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερο και διαρκή πόνο. Επίσης έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον σχετικά με τα χρήματα που συγκέντρωνε ως εκδιδόμενη, αλλά και σε άλλες πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες.

Έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα της ζήτησε για πρώτη φορά χρήματα. Συγκεκριμένα ζήτησε να του παραδίδει σε καθημερινή βάση το χρηματικό ποσό των είκοσι (20) ευρώ, προφασιζόμενος ότι το εισόδημα του ήταν χαμηλό και αν δεν του το συμπλήρωνε θα αναγκαζόταν να λάβει μετάθεση, υπονοώντας ουσιαστικά ότι δε θα μπορεί πλέον να την προστατεύει. Για μία περίπου εβδομάδα του παρέδιδε το χρηματικό ποσό και όταν η ίδια σταμάτησε την εγκατέλειψε, παρέχοντας την αντίστοιχη προστασία σε μία άλλη άγνωστη, μέχρι τη σύνταξη της παρούσας, γυναίκα Ρουμανικής καταγωγής».

Σε άλλο σημείο τονίζεται:

«Αφού παρήλθε ένα χρονικό διάστημα, επέστρεψε στην ίδια ζητώντας της πλέον προκαταβολικά το χρηματικό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ εφάπαξ και επιπλέον το χρηματικό ποσό των πενήντα (50) ευρώ ανά ημέρα.

Λόγω της ισχυρής ψυχολογικής πίεσης που της άσκησε ο Μ.Α., αναγκάστηκε να ενδώσει παραδίδοντας του τα ποσά που της ζήτησε. Με την παρέλευση του χρόνου οι απαιτήσεις του αυξάνονταν, ισχυριζόμενος ότι τα ζητούσε ανταποδοτικά για την προστασία που της παρείχε. Μάλιστα, προκειμένου να γίνει πιστευτός, χρησιμοποίησε διάφορα απατηλά μέσα, όπως η υπόσχεση γάμου και η νομιμοποίηση της παρουσίας της στην Ελλάδα μέσω των εγγράφων που θα της εξασφάλιζε ένας γάμος μαζί του.

Συνήθιζε να την μεταφέρει ο ίδιος στο ξενοδοχείο που εκδιδόταν, επί της οδού Χαλκοκονδύλη 58 στην Ομόνοια, ενώ ο ίδιος την ανέμενε στην υποδοχή του ξενοδοχείου μέχρι να τελειώσει και να τη συνοδεύσει στο σπίτι που διέμεναν. Στις περιπτώσεις που έρχονταν σε ρήξη στην μεταξύ τους «συμφωνία» για την παράδοση όλο και περισσότερων χρημάτων, ο Μ.Α. χρησιμοποιούσε σε βάρος της διάφορες απειλές, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κατάθεση της: «θα με σκοτώσει και θα πετάξει το πτώμα μου να μην με βρει κανείς (…) ότι θα με διώξει από τη Χώρα, ότι δεν θα μπορέσω να ξαναδουλέψω στο δρόμο για να βγάλω λεφτά και θα το κανονίσει αυτός, ότι θα με στείλει στο Καμερούν που ξέρει ότι κινδυνεύω και ότι θα με συλλάβει η Αστυνομία ακόμη και ότι θα με κλείσει στο ψυχιατρείο».

Ταυτόχρονα γινόταν βίαιος απέναντι της, πιάνοντας την από το λαιμό ενώ παράλληλα την έφτυνε. Αποκορύφωμα της απόγνωσης στην οποία την είχε οδηγήσει μέσω της βίας και των απειλών που χρησιμοποιούσε ο Μ.Α., ήταν προ μιας εβδομάδας, όταν έλαβε χώρα η τελευταία χρονικά απόπειρα βιασμού της, να εξωθηθεί σε απόπειρα αυτοκτονίας, απειλώντας να πηδήξει από το μπαλκόνι του 3ου ορόφου. Τότε ο Μ.Α. της υποσχέθηκε πως δε θα την πειράξει και την μετέπεισε να επιστρέψει στο εσωτερικό του σπιτιού».

Πώς  τον «έδεσαν»

Πριν από περίπου μια εβδομάδα η κοπέλα μίλησε σε μια φίλη της, η οποία αμέσως απευθύνθηκε στο Εσωτερικών Υποθέσεων. Η νεαρή μητέρα κατέθετε για περίπου 5 ώρες παρουσία ψυχολόγου.

Οι αστυνομικοί δίχως να χάσουν χρόνο ξεκίνησαν την επιχείρηση. Προσημείωσαν 500 ευρώ, της τα έδωσαν λέγοντάς της ότι θα τα δώσει στον αστυνομικό όταν επιστρέψει σπίτι δήθεν ότι της τα έδωσε πελάτης. Κι έτσι κι έγινε μόνο που οι αστυνομικοί έψαχναν να βρουν τα χρήματα έπειτα από την επέμβαση στο εσωτερικό του σπιτιού και δεν τα έβρισκαν. Τελικά ανακάλυψαν ότι σε δωμάτιο που παρέμενε πάντα κλειδωμένο είχε φτιάξει έναν ειδικό χώρο όπου ο αστυνομικός έβαζε τα λεφτά που άρπαζε από τη γυναίκα. Ο συλληφθείς, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του οδηγήθηκε στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή και παραπέμφθηκε σε Ανακριτή.