Στο αρχείο τέθηκαν οι καταγγελίες του Εισαγγελέα Εφετών, Ιωάννη Αγγελή, περί χειραγώγησης και προσπάθειας παρέμβασης στους χειρισμούς του στην υπόθεση του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου.
Σε πολυσέλιδη διάταξή του η οποία υπερβαίνει τις 110 σελίδες, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μανώλης Ρασιδάκης καταρρίπτει όλους τους ισχυρισμούς του κ. Αγγελή τονίζοντας πως οι καταγγελίες του δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Άλλωστε, ενδεικτική ήταν η στάση που τήρησε ο κ. Αγγελής, κατά τη διάρκεια της έρευνας που ξεκίνησε μετά τους ισχυρισμούς του, καθώς ήταν ο μόνος από τους μάρτυρες που εκλήθησαν να καταθέσουν ο οποίος δεν εμφανίστηκε ποτέ! Αντίθετα, παρά τις επανειλημμένες κλήσεις που έλαβε ο εισαγγελικός λειτουργός αρνήθηκε, με διάφορα προσχήματα, να προσέλθει και να κατονομάσει τους συναδέλφους του, δικαστές και εισαγγελείς τους οποίους κατηγορούσε για παρεμβάσεις.
Άλλοτε επικαλούμενος σύγκρουση καθηκόντων και άλλοτε μέσω δικηγόρου αμφισβητούσε τη νομιμότητα της κλήτευσής του υποστηρίζοντας πως ήταν άκυρη. Κι ας ήταν οι καταγγελίες του αυτές που άνοιξαν τον «ασκό του Αιόλου» στη Δικαιοσύνη, για τις οποίες εξάλλου είχε ενημερώσει την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, τον Υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Παρασκευόπουλο αλλά και τον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ενώ η αναφορά του έφτασε μέχρι και την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Παρά την «ηχηρή» απουσία του κ. Αγγελή, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, εκλήθησαν και εξετάστηκαν ως μάρτυρες περίπου 20 δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι είχαν σε διάφορα δικονομικά στάδια ασχοληθεί με την υπόθεση Βγενόπουλου, χωρίς ωστόσο κανείς να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εισαγγελικού λειτουργού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στην πολυσέλιδη διάταξη του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καταγγελίες του κ. Αγγελή όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια αλλά επιπλέον «μειώνουν και θίγουν την τιμή των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που αναφέρονται στις καταγγελίες». Κατά την εκτίμηση του κ. Ρασιδάκη μετά από όλα αυτά καθίσταται σαφές
ότι δεν προέκυψαν «ενδείξεις η υπόνοιες που να πιθανολογούν έστω τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων εκ μέρους των αναφερομένων εισαγγελικών λειτουργών ως υπόπτων τέλεσης αξιοποίνων πράξεων στις αναφορές του εισαγγελέως Εφετών».