Η «μεταπήδηση» του Σπύρου Μουζακίτη από τη θέση του άλλοτε οικονομικού εισαγγελέα σε αυτή του δικηγόρου η οποία συνοδεύτηκε με βαριές καταγγελίες για παρεμβάσεις στο έργο του κατά τη διάρκεια της θητείας του στο εισαγγελικό Σώμα προκάλεσαν την παρέμβαση του γενικού γραμματέα Διαφάνειας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργου Σούρλα.

Ένα εικοσιτετράωρο μετά την συνέντευξη του κ. Μουζακίτη, ο κ. Σούρλας ζήτησε από τον υπουργό Δικαιοσύνης να επανεξεταστεί η δυνατότητα που παρέχεται στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς να δικηγορούν μετά την παραίτηση τους από το Σώμα και «να αναλαμβάνουν την υπεράσπιση ακόμη και υποθέσεων οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του ελληνικού δημοσίου». Η πρόταση του κ. Σούρλα είναι όπως λέει σε ανακοίνωση του «να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διαφύλαξη του κύρους της Δικαιοσύνης».

Ο κ. Σούρλας δεν επικαλείται ξεκάθαρα τον κ. Μουζακίτη αλλά όπως αναφέρει αφορμή για την κίνηση του είναι «διαμαρτυρίες πολιτών και ερωτήματα που υποβλήθηκαν στη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας για το αν και κατά πόσον θα έπρεπε να επιτρέπεται σε δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς να δικηγορούν μετά την παραίτησή τους και μάλιστα να αναλαμβάνουν την υπεράσπιση ακόμη και υποθέσεων οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του ελληνικού δημοσίου».

Ο γενικός γραμματέας Διαφάνειας υπογραμμίζει ότι «ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου και πρότεινε να εξεταστεί το ζήτημα σε όλες του τις διατάσεις προκειμένου να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διαφύλαξη του κύρους της Δικαιοσύνης».

Το «άλμα» πάντως του κ. Μουζακίτη από την έδρα στη δικηγορία, αναλαμβάνοντας μάλιστα κατηγορουμένους όπως τον Στ. Μπούκουρα ή υποθέσεις του Μάκη Ψωμιάδη, έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια. Ιδιαίτερα όμως αίσθηση προκάλεσε η συνέντευξη που επέλεξε να δώσει ο κ. Μουζακίτης, μιλώντας για παρεμβάσεις στο έργο του ως οικονομικός εισαγγελέας δεκαπέντε μήνες μετά την παραίτησή του.

Θεωρεί πως η ρύθμιση, τον Ιανουάριο του 2013, του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη με την οποία θεσπίστηκε ο θεσμός του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς ήταν μήνυμα προς τον ίδιο και τον συνάδελφό του Γρηγόρη Πεπόνη: «κύριοι, κάτω τα μολύβια, είστε αναρμόδιοι, δεν μπορείτε να συνεχίσετε».

Και αυτό όπως σημειώνει ο κ. Μουζακίτης, ενώ είχαν «ανοικτές» υποθέσεις και σε εκκρεμότητα κλήσεις για απολογίες και πολιτικών προσώπων.

Προσθέτει ότι οι δικογραφίες που χειρίζονταν επέστρεψαν πάλι στους νέους οικονομικούς εισαγγελείς όταν, μετά από δύο μήνες και αφού είχαν παραιτηθεί οι ίδιοι, θεσπίστηκε μεταβατική διάταξη. Ο κ. Μουζακίτης αναφέρει πως «στο διάστημα που δουλεύαμε τη λίστα Λαγκάρντ ήμασταν συνεχώς υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης». Υποστηρίζει δε ότι σχέδιο νόμου που προωθούσε ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, ως υπουργός Δικαιοσύνης, επιχειρούσε την κατάργησή τους λόγω συγκεκριμένων ποινικών προκαταρκτικών δικογραφιών που είχαν ανοίξει. Ισχυρίζεται ότι συνεπεία αυτών δεν τους παρασχέθηκε υλική και οργανωτική βοήθεια. Εκτιμά ότι η δικογραφία που ενόχλησε περισσότερο ήταν εκείνη με τα δάνεια των κομμάτων, «μια και είχαν χορηγηθεί χρήματα από τις τράπεζες χωρίς εμπράγματες ασφάλειες».

Ήδη ο πρώην υπουργός Μιλτ. Παπαίωάννου με ανακοίνωση του ανέφερε:

«Ο δικηγόρος Σπ. Μουζακίτης από ανεπαρκής εισαγγελικός λειτουργός, σήμερα γίνεται και κοινός συκοφάντης. Για όσα με αφορούν ψεύδεται ασυστόλως. Υπενθυμίζω ότι ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα είναι έργο του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με το νόμο, που θέσπισε το ΠΑΣΟΚ, η επιλογή των οικονομικών εισαγγελέων γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) και όχι από τον υπουργό.

Ουδέποτε υπήρξε νομοθετική πρωτοβουλία για κατάργηση του θεσμού. Τουναντίον κατατέθηκαν προτάσεις για βελτίωση και επέκταση σε όλη τη χώρα για να γίνει πιο αποτελεσματικός ο έλεγχος , αφού χιλιάδες υποθέσεις , όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, εκκρεμούσαν ενώπιον του.

Ουδέποτε παρενέβην στο έργο του, όπως και στο έργο οποιουδήποτε δικαστή.

Του υπενθυμίζω, επίσης, ότι ως οικονομικός εισαγγελέας άνοιξε εκατοντάδες υποθέσεις σύμφωνα, πάντοτε, με τη δημοσιογραφική σκανδαλοθηρία.

Πόσες ολοκλήρωσε;

Ας κάνει σήμερα τον απολογισμό του.

Ζητούσε πάντοτε τη δημοσιότητα. Πρωτόγνωρη συμπεριφορά για δικαστικό λειτουργό. Το επιδιώκει και σήμερα. Και δυστυχώς του δίδεται αφειδώς. Γιατί;

Του υπενθυμίζω, τέλος, ότι την παραπομπή του στο ΑΔΣ ουσιαστικά ζήτησε ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο προϊστάμενος του Αντεισαγγελέας, γιατί, για λόγους που επικαλέστηκε και ποτέ δεν απεδείχθησαν, είχε παραιτηθεί από το λειτούργημα του.
Η υποβολή ερωτήματος από τον υπουργό είναι μια τυπική διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο.

Φαίνεται όμως ότι πρώην Αντεισαγγελέας αγνοεί βασικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας.

Αυτά προς το παρόν».

Διαβάστε επίσης:
Δικαστικοί λειτουργοί δικηγορούν μετά την παραίτησή τους!