Δύο μόλις ημέρες μετά το προσωρινό ξεπάγωμα της διαδικασίας για την εκκαθάριση εν λειτουργία του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης (ΟΑΣΘ), συζητήθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η κύρια προσφυγή που θέτει επί τάπητος το ζήτημα της κρατικοποίησης του Οργανισμού.
Την ώρα που περίπου 50 εργαζόμενοι του ΟΑΣΘ ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το κτήριο του ΣτΕ, στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου διασταύρωναν τα νομικά «ξίφη» τους οι συνηγόροι των 399 πρώην μετόχων του Οργανισμού, που κατέθεσαν την αίτηση ακύρωσης, με τους δικηγόρους των υπουργείων Υποδομών και Οικονομικών. Με την αίτηση ζητείται να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τόσο η κοινή απόφαση των υπουργών Υποδομών και Οικονομικών, όσο και ο νόμος 4482/2017 αναφορικά με «το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις αστικές συγκοινωνίες στην περιφερειακή ενότητα της Θεσσαλονίκης».
Από την πλευρά των δύο υπουργείων αναφέρθηκε ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος επέβαλαν τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις για τον ΟΑΣΘ και την υπαγωγή όλων των περιουσιακών του στοιχείων στο Δημόσιο. Οι δικηγόροι του ΟΑΣΘ ωστόσο υποστήριξαν ότι οι μετοχές «πωλούνται στη μαύρη αγορά».
Οι πρώην μέτοχοι του ΟΑΣΘ διά των δικηγόρων τους ανέφεραν πως αν και το Σύνταγμα ορίζει πως η αποζημίωση θα έπρεπε να τους καταβληθεί πριν την εξαγορά, εν τούτοις παράνομα θα αποζημιωθούν εκ των υστέρων.
Η απόφαση αναμένεται τους επόμενους μήνες. Νομικοί κύκλοι πάντως εξέφραζαν προβληματισμό για την τύχη της αίτησης, καθώς το ότι στρέφεται σε βάρος νόμου, ενδεχομένως να δημιουργεί λόγους ακυρότητας.