Ο εμφύλιος πόλεμος, που ξεκίνησε σε μια εποχή διεθνούς κοινωνικο-πολιτικής αστάθειας και εύθραυστων ισορροπιών, υπήρξε μια περίοδος που γράφτηκε με τα πιο μελανά χρώματα στην ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα.
Μέσα στην κτηνωδία του πολέμου μεγάλωσε και ωρίμασε πρόωρα η κα. Αθηνά (Νίτσα) Καπνιά – Βλάχου«Αδέλφια» σκότωναν «αδέλφια» με στόχο την κατάληψη της εξουσίας είτε από τις κομμουνιστικές δυνάμεις του ΔΣΕ είτε από τις δυνάμεις που ήταν φίλα διακείμενες στην κυβέρνηση, με τη συμβολή των Αμερικανών και των Άγγλων.
Και μπορεί ο πόλεμος μεταξύ κρατών να χαρακτηρίζεται για τις βιαιότητες και τις θηριωδίες των εμπλεκομένων, όμως ένας εμφύλιος διακρίνεται από τις υπόλοιπες συρράξεις: ειδοποιός διαφορά είναι πως στο πεδίο μάχης το αίμα που χύνεται είναι «αδελφικό»…
Μέσα στην κτηνωδία του πολέμου μεγάλωσε και ωρίμασε πρόωρα η κα Αθηνά (Νίτσα) Καπνιά-Βλάχου.
Η 79χρονη πλέον κα Νίτσα φέρνει στη μνήμη της όλες εκείνες τις στιγμές που βίωσε, τον ξεριζωμό, τον εμφύλιο σπαραγμό… Κι όμως, όπως διαπιστώνει, μέσα στα χαλάσματα και μετά το πέρασμα της πολεμικής λαίλαπας «ζούσαμε καλύτερα απ’ ό,τι εσείς σήμερα… Τότε και μετά τον εμφύλιο ήμασταν αγαπημένοι, όχι όπως τώρα, που δεν μιλιούνται οι άνθρωποι, δεν γελάνε, δεν χορεύουν. Παρ’ όλη τη φτώχεια και τη δουλειά που κάναμε, ήμασταν καλύτερα. Δεν είχαμε τόσο άγχος».
Η ίδια, με τα λίγα γράμματα που έμαθε στη βραχύχρονη φοίτησή της στο σχολείο, ένιωσε την ανάγκη να καταγράψει στο χαρτί τα βιώματά της, μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού -όπως ήταν την εποχή του εμφύλιου σπαραγμού-, αφήνοντάς τα ως «παρακαταθήκη» στις νέες γενιές: «Για να δουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου τι πέρασα» λέει χαρακτηριστικά στo zougla.gr.
Aυτό που φέρνει πολύ συχνά στη μνήμη της και το εκφράζει πλέον ως ένα παράπονο και μια ανάμνηση που δεν έχει ξεθωριάσει είναι ότι αισθανόταν καταδιωκόμενη και παρατημένη: «Μας είχαν καταδιωκόμενους και μας είχαν παρατημένους στα χωριά».
Με τη σοφία που της έχει δώσει η ζωή καυτηριάζει με την απλοϊκότητα που τη διακρίνει τα κακώς κείμενα της σύγχρονης πολιτικής: «Τα κόμματα ζούσανε με τον δικό μας ιδρώτα. Τώρα σε κανένα κόμμα δεν πρέπει να είναι άνθρωπος… Εμείς δουλεύαμε τότε και αυτοί τα έπαιρναν και τα έκλεβαν».
Παρακολουθήστε τις δηλώσεις της στο zougla.gr:
Το zougla.gr παρουσιάζει το πρωτότυπο κείμενο με τα βιώματα της κας Καπνιά-Βλάχου.
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε την ιστορική αυτοβιογραφία
Διαβάστε το κείμενο και σε ηλεκτρονική μορφή:
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Σέκλιζα από μια οικογένεια που ξεριζώθηκε με τον ανταρτοπόλεμο. Ο πατέρας μου ήτανε ορφανός, είχε 3 αδερφές, τη Σταυρούλα Φιτσιλή, τη Χρυσούλα Αδάμου και την Κωνστάντω Καραγιώργου.
Ο πατέρας μου όταν εγώ ήμουνα 7 ετών ήτανε πρόεδρος και έφερνε πολλά αυγά και άλλα πράγματα στο σπίτι.
Εγώ ρώτησα τη μάνα μου: Τι πολλά αυγά έχουμε;
Ο πατέρας μου ήτανε ψηλός, όμορφος και πολύ φιλότιμος. Το λέγανε όλοι στο χωριό και η μάνα μου το έλεγε: «Ο πατέρας σας δεν έβρισε ποτές, ούτε με χτύπησε».
Ο πατέρας μου υπηρέτησε στην Αλβανία, μαζί με τον Δημήτρη τον Παυλή ο οποίος δεν γύρισε, σκοτώθηκε ή πέθανε στην Αλβανία.
Η μάνα μου έβαλε καζάνι να πλύνει τα ρούχα του που ήτανε γεμάτα ψείρα και μετά με τους Βουρλάκηδες ήρθανε εδώ στο χωριό μας, μάζεψαν τους άντρες στο σχολείο, έβαλαν φωτιά στα σπίτια.
Γινότανε πανικός, οι γυναίκες έκλαιγαν, τα μικρά μέσα στα σπίτια, δεν άφηναν να βγει κανένας έξω. Τους άντρες τους χτυπούσανε, τους βάλανε όλους στην προβιά.
Ρίξανε χειροβομβίδα μέσα στο σχολείο και σκοτώθηκε ο Ευάγγελος Καλύβας, πατέρας 3 παιδιών. Ο πατέρας μου ήρθε χτυπημένος και μετά από λίγο ήρθε ο Μήτσιος Φιτσιλής που κόντεψε να καεί μέσα στο σπίτι του. Τους έκρυψαν ώσπου να φύγουν οι Βουρλάκηδες.
Εγώ έτρεμα από τον φόβο και μετά από λίγο φώναξαν από τον Αγ. Αθανάσιο και έφυγαν. Η μανιά η Δάφνω τους τηγάνισε αυγά να φάνε αλλά δεν πρόφτασαν καλά-καλά να τελειώσουν το φαΐ, φώναξαν πάλι από τον Αγ. Αθανάσιο, έρχονται πάλι.
Έφυγαν, ο πατέρας μου γύρισε πάλι, ο μπαρμπα-Μήτσιος δεν τον ξαναείδαμε ποτέ, έφυγε για πάντα. Ο πατέρας μου, το χίλια εννιακόσια σαράντα έξι, πήγαν στην Καρδίτσα να ψωνίσουν, 4 κορίτσια είχε.
Εγώ ήμουν 9 ετών, τ’ αλλά ήταν μικρότερα και η μάνα μου ήταν έγκυος στο πέμπτο.
Ο πατέρας μου γύρισε από την Καρδίτσα, πέρασε μέσα στο ποτάμι με άλλους συγχωριανούς, ήταν χαλασμένη η γέφυρα από τους Γερμανούς.
Ήταν Πέμπτη, τον πονούσε πολύ το κεφάλι. Γιατρός δεν ερχότανε, πώς να έρθει από την Καρδίτσα, φοβότανε. Ο πόνος συνέχισε όλο χειρότερα. Το Σάββατο το πρωί στις 6 η ώρα, ο πατέρας μου πέθανε. Φώναξε η μάνα μου 8 μηνών έγκυος, εγώ σηκώθηκα από την ψάθα που κοιμόμασταν όλα μαζί, τον κοίταξα. Λες κι έχω ακόμα μπροστά μου το πρόσωπό του. Το Σάββατο το απόγευμα έγινε η κηδεία.
Τον πήγανε στον Αγ. Αθανάσιο κι όταν τον έβγαλαν στο νεκροταφείο να τον θάψουν ακούστηκαν τουφεκιές πάνω απ’ τα κοτρώνια. Ερχότανε τα παιδιά, ο Τάκης ο Καπνίας, πρώτος ξέδερφός του, ο Γιάννης Φιτσιλής που ήταν ανηψιός του, ο Κώστας ο Βλάχος, γείτονας και ο Νίκος Λαγός.
Τον είδανε, τον κλάψανε και μετά τον σκέπασαν. Και μετά άρχισαν τα βάσανα για τη γιαγιά, που έχασε τον μονάκριβο γιο της ή για τη μάνα μου που γέννησε μετά από 20 μέρες το πέμπτο κορίτσι.
Το μαζέψανε σε μια γωνιά και τ’ αφήσαν να πεθάνει.
Το πρωί έκλαιγε και το μάζεψαν, το δώσανε λίγο χαμομήλι, το τυλίξανε με κάτι τσόλια – ποιος είχε μυαλό να το κοιτάξει.
Όταν μας σήκωσαν από το χωριό και μας πήγαν στο Νταούτι -φορτωμένα γομάρια οι γυναίκες, ζαλικωμένες τα πράματα – πήραν ό, τι μπορούσαν. Εκεί μας πήραν στα σπίτια. Καλοί ήταν οι άνθρωποι αλλά πώς να ζήσουμε.
Τα στάρια ήταν στ’ αλώνια μισοαλωνισμένα. Τον χειμώνα πού να βρούμε ξύλα. Έρχονταν οι γυναίκες με γομάρια και ‘μεις, τα μικρά ζαλικωμένα όπου πηγαίναμε-όλο περπατώντας ξυπόλυτα στον κουρνιαχτό και στις λάσπες τον χειμώνα.
Μας σήκωσαν απ’ το χωριό για να μην έρχονται οι αντάρτες και τους δίνουμε ψωμί. Εκεί στο Νταούτι βαφτίσαμε την αδερφή μου και πήρε το όνομα της θείας Σταυρούλας που ήταν φυλακή. Έτσι ήθελε η γιαγιά η Δάφνω.
Οι αντάρτες κατέβαιναν και μάζευαν τους άντρες, κορίτσια, αγόρια, πήραν τον Χρήστο Αδάμο, τον Βασίλη Αδάμο, τον Πάμφιλο, μικρό παιδί.
Μετά αρχίσαν τα μαντάτα, σκοτώθηκε ο Νέστορας, ο Βασίλης, ο Τάκης. Ο Βασίλης μόλις τον πήραν 2 μέρες μετά έξω στις Σοφάδες, ήταν και χιόνι, οι γυναίκες έκλαιγαν και ντύθηκαν στα μαύρα και δεν τα ξαναέβγαλαν ποτέ.
Ήθελε η θειά μου να πάρει το παιδί της αλλά δεν την άφηναν να το θάψει. Κάθε μέρα έκλαιγαν και μοιρολογούσαν. Η μάνα η Δάφνω, εγγόνια στη φυλακή, εγγόνια αντάρτες, από τη στενοχώρια της αρρώστησε.
Ο γιατρός δεν ερχότανε, η μανιά πέθανε. Εγώ είχα αδυναμία στη γιαγιά, ήθελα να πέσω μέσα στη γούρνα. Ήμουνα 12 ετών και τα’ άλλα μικρότερα.
Μετά από λίγο καιρό μας πήγαν στον Παλαμά. Μας βάλανε σε μια αποθήκη ώσπου να μας πάνε στα σπίτια. Πηγαίναμε με τα μικρά από το χέρι σαν τα γυφτούλια και μας έδιναν αυγά και κρεμμυδάκια, σκόρδα, σπανάκια και ό,τι άλλο είχαν.
Δεν θυμάμαι πόσο καθίσαμε στον Παλαμά. Μας σήκωσαν πάλι για την Καρδίτσα, πάλι με τα γομάρια φορτωμένα και ζαλίκα.
Μας βάλανε σε σκηνές, 3 οικογένειες μαζί. Εκεί πετάξανε τα μικρά, πώς να παίξουν, παιχνίδι δεν κάναν (ακατάληπτο).
…Kαι δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πόσον καιρό καθίσαμε. Είχαμε και τον ξάδερφό μου, τον Γιάννη Αδάμου, ο πατέρας του και η μάνα του στη φυλακή και τα δύο αδέρφια του σκοτώθηκαν, ο Νέστορας και ο Βασίλης.
Μήπως φαντάζεται κανείς πώς περνούσαμε; Κουζίνα δεν υπήρχε, τουαλέτα δεν υπήρχε, οι μανάδες, συγχωρεμένες τώρα, έτρεχαν με τα γομάρια για ξύλα στη Σέκλιζα, με τα πόδια. Τις πυροστιές όπου πηγαίναμε τις παίρναμε κοντά.
Χωρίς πυροστιά, φαγητό δεν είχε. Και τι να μαγειρέψουμε, εγώ σαν μεγαλύτερη έβαζα αλεύρι στο τηγάνι, το έκαιγα χωρίς λάδι, έριχνα νερό και λίγη ζάχαρη που μας έδιναν σαν πολύτεκνα.
Μαζευόντουσαν όλοι γύρω στο τηγάνι για να φάνε χαλβά και σάλτσα χωρίς λάδι πάλι και βουτούσανε το ψωμί. Τα μεγαλύτερα σταματούσαν να φάνε τα μικρά που έκλαιγαν από την πείνα. Δεν θυμάμαι να μας ρώτησε κανείς – αυτοί που μας πέταξαν εκεί- πώς ζούμε, τι τρώμε, πού κοιμόμαστε, τι ρούχα φοράμε… Γιατί δεν ήρθαν μια φορά να δουν τι κάνουμε;
Τα δικά τους τα παιδιά έτσι τα είχαν;
Εγώ ήμουνα 13 ετών και τα θυμάμαι όλα και ξέρω ποιοι ήταν. Αυτοί περνούσανε καλά. Περνάνε σαν ταινία μέσα στο μυαλό μου – και όχι μόνο αυτά. Οι γυναίκες όλες χωρίς άντρες – άλλοι στη φυλακή, άλλοι σκοτωμένοι- όλες στα μαύρα ντυμένες. Όπου και να πηγαίνανε, όλο με φόβο, νηστικές και ξυπόλυτες, να φέρουν κάτι για τα παιδιά τους που πεινούσαν.
Μετά από 3 χρόνια καταδιωκόμενοι, μας πήγαν στο χωριό, τελείωσε ο πόλεμος – όχι, καλά δεν είχε τελειώσει. Εκεί ήταν το μαρτύριο, τα σπίτια ερείπια, καμένα, πόρτες, παράθυρα… Οι αυλές χορταριασμένες, δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Η μάνα μου, εγώ και η αδερφή μου η Αγόρω, μικρότερη από μένα 2 χρόνια, δουλέψαμε πολύ σκληρά να μεγαλώσουμε τα μικρότερα που ζητούσαν παπούτσια και ρούχα όπως είχαν τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο.
Πουλούσαμε ραδίκια και ξύλα στην Καρδίτσα, τα πηγαίναμε με τα γομάρια. Πότε τα πουλούσαμε και πότε δεν τα πουλούσαμε. Στα χωράφια να θερίζουμε, να σκάβουμε να σπέρνουμε μποστάνια, καρπούζια, πεπόνια, κολοκύθια, ντομάτες, να κουβαλάμε με τα κάρα.
Πετούσαμε (ρίχναμε) στις κότες, στα γουρούνια… Να κουβαλάμε ξύλα από το δάσος (στο) Παλιούρι, να φράξουμε τα κήπια, η αδερφή μου η Αγόρω που ήτανε πιο σκληρή από μένα, έβγαζε ρίζες με την σκεπαρνιά, να καίμε το τζάκι. Η ρίζα κρατούσε μέχρι το πρωί.
Οργώναμε τα χωράφια με το αλέτρι και δύο αγελάδες ζεμένες με τον ζυγό στο κεφάλι (λαιμό) κι ένα καμουτσίκι στο χέρι να χτυπάμε, να περπατάνε γρήγορα. Εγώ πήγαινα και στην μοδίστρα να ράβω που ήμασταν πέντε αδερφές, πώς να πλήρωνε η μάνα μου και την μοδίστρα; Όλες τις δουλειές εμείς τις κάναμε.
Στο σχολείο εγώ πήγα 2 χρόνια, 1 μέρα πήγαινα και 20 δεν πήγαινα. Ευτυχώς που έμαθα κι αυτά τα λίγα γράμματα. Και τώρα να σας πω, όταν ήρθαμε στο χωριό και δεν ξέραμε καλά ποιος ζούσε, ερχότανε από τις φυλακές όποιος έζησε. Και μια μέρα τραγική πιάσανε τον ξάδερφό μου τον Γιάννη, τον καπετάνιο.
Ψηλός και όμορφος με τα γαλανά του μάτια, με το κεφάλι του περήφανο. Τον έφεραν στο σπίτι του να τον δει η δόλια η μάνα του, οι θειάδες κι εμείς οι ξαδέρφες του.
Ο πατέρας του δεν ξέραμε πού είναι, ο αδερφός του ο Πάμφιλος πού βρισκότανε, κανείς δεν ήξερε. Τα αδέρφια του στη φυλακή, η Ευτυχία, ο Βασίλης, ο γαμπρός του ο Βάιος ο Καραπιπέρης με τ’ όνομα. Όταν φέρανε τον Γιάννη έξω στην αυλή, τον φύλαγαν με τα όπλα στα χέρια. Έσκυψε στην τουλούμπα να πλυθεί, τον δώσανε μια πετσέτα να σκουπιστεί και πήγε η χαροκαμένη μάνα -μάνα ξέρετε τι θα πει- εκεί τον θυμάμαι και πώς να τον ξεχάσω, να τον αγκαλιάσει και δεν την άφησαν. Τον άρπαξαν κι έφυγαν και δεν τον ξαναείδαμε.
Εγώ, τώρα που έγινα κι εγώ μάνα κατάλαβα ακόμα καλύτερα. Και κάτι άλλο, για τον Αποστόλη Παπαλέξη, τον σκότωσαν το βράδυ, και το πρωί τον φέρανε στο σπίτι του Σωτήρη Βλάχου. Εκεί τότε έμενε στρατός.
Τον είχανε πάνω στο φορτηγό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Ήτανε τόσο ψηλός, που φαίνονταν τ’ άρβυλα μέχρι έξω. Τα μικρά, οι γυναίκες πηγαίναμε να δούμε μέχρι έξω στον δρόμο, αλλά δεν μας άφηναν. Ήρθε η αδελφή του ουρλιάζοντας κι όχι μόνο δεν την άφησαν, αλλά την έσπρωχναν και την κλωτσούσαν. Και μετά βγήκε ο μεγάλος στο μπαλκόνι. «Διώξτε την», λέει, «να μην κατέβω κάτω και θα την σκοτώσω». Θυμάμαι και τ’ όνομά του, Γλέκας. Και μετά τον βάλανε πάνω στη σκάλα και τον πέταξαν μέσα στη γούρνα, χωρίς να πάει κανείς κοντά, μόνο ο Αρχοντής Παπαλέξης που ήταν θείος του.
Μετά ποιος έπλενε το φορτηγό, ένα κορίτσι, και γελούσε με τους στρατιώτες που ήταν γεμάτο αίματα. Σκοτώσανε τον Κώστα τον Καπνιά, που ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Πήγε στη ραχούλα στη βρύση να πλυθεί και να πιεί νερό κι άλλος από πίσω του έριξε και τον σκότωσε χωρίς να φταίει. Η μάνα του αυτόν περίμενε. Ο Βασίλης, ο Τάκης σκοτώθηκαν. Ο πατέρας του, έπεσε στον δρόμο και σκοτώθηκε κι αυτός, η μάνα Καπνίνα ξεσήκωνε το χωριό από το μοιρολόι όλη τη μέρα ώσπου πέθανε.
Να μην έχετε τύχη παιδιά να γίνει τέτοιος πόλεμος όσο θα ζείτε. Εγώ έτυχε να ζήσω όλα αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι και τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, δεν θυμάμαι πόσων χρονών ήμουν.
Θυμάμαι έναν Ιταλό στο σπίτι μας και βοηθούσε στις δουλειές κι όταν έφυγε ξέσκισε το πουκάμισό του και μας το έδωσε να τον θυμόμαστε. Αυτό το έχω στο μυαλό μου, δεν το ξέχασα ακόμα. Κι όταν πέρασαν όλα αυτά που περάσαμε κι όχι μόνο εγώ, το χίλια εφτακόσια 57, παντρεύτηκα με τον Βάιο.
Ήτανε καλός, εργατικός, δουλεύαμε πολύ, εκείνος σε λατομείο κι εγώ στα χωράφια. 10 χρόνια, 10 άτομα μαζί ζούσαμε σε ένα σπίτι διώροφο που είχε ο πεθερός μου. Καλά περάσαμε, τη δουλειά δεν την υπολογίζαμε καθόλου, ο καθένας πήγαινε στη δουλειά του το πρωί. Είχαμε γελάδια, πρόβατα, γίδια, να φύγουν όλα αυτά το πρωί και μετά έζευα το κάρο μόνη μου για το χωράφι. Μετά τα καπνά, βάλαμε τα βαμπάκια, τα πρώτα χρόνια όλο με τα χέρια. Δεν υπήρχανε μηχανές, δούλεψα δύο χρόνια στο λατομείο, κουβαλούσα πέτρα στο καρότσι στην σπαστήρα που έβγαινε το γαρμπίλι και η άμμος.
Κουραστική δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η πεθερά μου και τα τρία παιδιά της ήτανε στη φυλακή. Η πεθερά μου κάθισε πέντε χρόνια. Κάθε μέρα έλεγε με φάγανε τα μπουντρούμια και τα τσιμέντα στα καλά καθούμενα, γιατί μια κουβέντα είπε στον πεθερό μου, «άστα τα παιδιά να πάνε αντάρτες».
Αυτή η κουβέντα πήγε στα αυτιά των δεξιών κι έπαθε όλο αυτό – τους ήξερε, χωριανοί μας ήταν – ο ένας ήταν ο ξάδερφός της κι όσες φορές ερχότανε στο σπίτι η πεθερά μου τον φώναξε, «αυτό που μου έκανες, τα σκυλιά θα σε φάνε στα χαντάκια και σένα και τους άλλους». Αμ τον άλλον, τι τον έκανε. Μαλώσανε στο τσιμεντάβλακο για το νερό που ποτίζαμε τα φασόλια. Η πεθερά μου είχε το τσαπί, παραλίγο θα τον έκοβε στο κεφάλι γιατί την είπε, «θα σε κανονίσω εγώ».
– «Τώρα δεν θα με κανονίσεις εσύ» και τον πιάνει, τον κολλάει από τον λαιμό, τον καταξέσκισε το πουκάμισο κι ήρθε στο σπίτι κατακόκκινη και μου τα ‘λεγε.
Κι όταν πήγαινε να ψηφίσει δεν εμπιστευόταν κανέναν «να μην την δώσουν απ ‘ αυτούς τα χαμένα τα κορμιά» έλεγε. Ώσπου πέθανε, δεν μπορούσε να τους ξεχάσει αυτά που της έκαναν.
Έζησα 33 χρόνια μαζί με την πεθερά μου. Τα τελευταία χρόνια έσπασε το πόδι της. Κι έμεινε πέντε χρόνια κατάκοιτη και στα 91 της χρόνια πέθανε.
Μετά από ενάμιση χρόνο πέθανε και ο Βάιος, 62. Ο Βασίλης μετά από 3 χρόνια, 44 ετών, ξαφνικά, χωρίς να είναι άρρωστος (πέθανε) και μετά άρχισαν τα βάσανα. Εγώ έγινα πιο σκληρή και πιο δυνατή.
Καρδίτσα, Σέκλιζα, χωράφια, παντού στα δύσκολα και στα εύκολα.
Έζευα τα γομάρια στο κάρο και κουβαλούσα τις μπούρδες με το βαμπάκι. Φόρτωνα και ξεφόρτωνα μόνη μου και ό,τι άλλο ήθελα, όλα στο κάρο τα έβαζα. Έβαζα το μοτέρι στο χωράφι να ποτίσω το βαμπάκι, να στρώσω τις σωλήνες, να βάλω τρίποδες, τα κανόνια επάνω και άρχιζε το πότισμα απ’ το πρωί, μέχρι το βράδυ, κάθε μέρα από τον Μάιο μέχρι τέλη Αυγούστου.
Απ’ τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Νοέμβρη μαζεύαμε με τα χέρια, δεν αφήναμε ούτε κουκούτσι. Όταν βγήκαν οι μηχανές, τα βαμπάκια πεταμένα κάτω, δεν παίρναμε τίποτα.
Λιγοστέψανε οι δουλειές, τα μεροκάματα, πλακώσανε και οι Αλβανοί και φοβόμασταν να πάμε στα χωράφια και σε άλλες δουλειές.
Είχαμε ένα στρέμμα αμπέλι. Τον Μάρτιο ο Βάιος το κλάδευε κι εγώ το έσκαβα με το πατί και δεύτερο χέρι με το τσαπί το έφτιαχνα τις μασκαλίθρες, το κορφολογούσα, το ρεντούσα με την ψεκαστήρα. Τον Ιούλιο το ξαναέσκαβα τρίτο χέρι και τον Σεπτέμβρη, μετά τις 20 άρχιζε ο τρύγος.
Όλο το χωριό μέσα στα αμπέλια, γέλια, τραγούδια, φωνές, κουβαλούσαμε με τα κάρα τα γαλίκια, ό,τι σταφύλι ήθελες, μοσχάτο, κέρινο, κρασοστάφυλο, πατίκια, ροδίτες και άλλα.
Ο πεθερός μου ήταν μάστορας για το κρασί. Φτιάχναμε το ροζ, τη ρετσίνα, το μαύρο που τ’ αφήναμε μαζί με τα τσίπρα για λίγες μέρες, το μπρούσκο το πίναμε τον χειμώνα. Οι γυναίκες κρατούσανε ένα καζάνι μούστο, 50 κιλά και φτιάχνανε τα ωραία ρετζέλια, το πετιμέζι που τρώγαμε όλον τον χρόνο, βουτούσαμε το ψωμί που ψήναμε στη γάστρα – μοσκοβολούσε ζεστό.
Βάζαμε και λίπα στο ψωμί, στα μικρά που πεινούσαν, είχαμε τα γκάζια γεμάτα να περάσουμε όλον τον χρόνο. Πίτες, μπατζίνες, ακόμα και σε φαγητά βάζαμε. Πού να βρούμε το λάδι, το παίρναμε με το σταγονόμετρο.
Αλλά ήμασταν γεροί.
Κανένας δεν έλεγε έχω πίεση, χοληστερίνη, ζάκχαρο, εμφράγματα, όπως είναι τώρα – πολλές αρρώστιες. Τρώγαμε τα κορόμηλα, τις μούρες, σταφύλια, όλα άπλυτα και δεν παθαίναμε τίποτα.
Λιώναμε τη λίπα, τον παστό από το γουρούνι και βγάζαμε τις τσιγαρίδες που ήταν πολύ ωραίες. Τις μεγάλες τις τρώγαμε με λεμόνι, τις μικρές τις φτιάχναμε με πράσα ή με αυγά στο τηγάνι και έτρωγε όλη η οικογένεια. Είχαμε δικά μας φασόλια, ρεβύθια, τραχανά, μπλιγούρι, γάλο, αρμέγαμε τις αγελάδες πρωί και τρώγαμε όλοι – αυτά τα είχαμε πολύ αργότερα από τον πόλεμο.
Η μάνα μου έδωσε τα τρία κορίτσια υπηρέτριες στην Καρδίτσα για να τρώνε τίποτα άλλο, για ένα κομμάτι ψωμί, η Αγόρω ήταν 19 ετών, οι άλλες ήταν πιο μικρότερες. Την Αγόρω μετά από έναν χρόνο την πήραμε γιατί έπρεπε να δουλέψουμε εμείς τα δυο και η μάνα μας. Μετά πήραμε και τη Νούλα γιατί δεν ήταν καλή η οικογένεια.
Το ξαναφήσανε στον Βόλο, τη Βάια δεν την πήραμε ήταν καλή η οικογένεια, αλλά δεν παύει να ήτανε σε ξένους ανθρώπους. Ερχότανε στο χωριό, πηγαίναμε κι εμείς, μετά έφυγε στην Αθήνα, πηγαίναμε πάλι όταν μας χρειαζότανε.
Παντρευτήκαμε όλα, και η Βάια εδώ στο χωριό. Έγινε ο γάμος με ένα παιδί από την Τιθορέα. Οι συμπέθεροι εδώ από το Σάββατο, μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, (τότε) φύγανε. Πέντε γάμους έκανε η μάνα μου με φαγητό μια εβδομάδα, με προικιά, με ό,τι άλλο είχε δυνάμεις, μάς έκανε. Αλλά έφυγε στα 65 της χρόνια και πρόφτασε να μας χαρεί.
Οι γάμοι τότε γινότανε στα σπίτια από τη Δευτέρα (ξεκινούσε) μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Οι υπηρέτριες και οι βλάμηδες έκαναν τους γάμους, το λουκούμι ήταν το κέρασμα, μετά τσίπουρο, στραγάλια απαραίτητα στα τραπέζια, το τουρσί, ώσπου να σερβίρουν το φαγητό την Παρασκευή το βράδυ. Φασόλια και ρεβίθια, κρασί, για ψωμί κουλούρες που έφερνε όλο το χωριό.
Την Πέμπτη το βράδυ πηγαίναμε τις κουλούρες στη νύφη, στον νονό και στους βλάμηδες. Το βράδυ η νύφη φιλούσε το χέρι της πεθεράς, τον πεθερό και μετά να πάει για ύπνο. Το πρωί σηκωνότανε να κάνει δουλειές, να ζυμώσει ψωμί, να βγει ως το μεσημέρι, να φάει η οικογένεια γιατί δεν υπήρχαν φούρνοι στα χωριά. Ό,τι μαγείρευε στο σπίτι, θα έτρωγε όλη η οικογένεια. Εγώ έπινα κρασί από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου αλλά ντρεπόμουν μπροστά στον πεθερό μου να πίνω κρασί και έπινα κρυφά.
Η πεθερά μου έλεγε «πιες, αφού το πίνεις». Η συννυφάδα μου η Σοφία γελούσε, ήξερε τι γινότανε.
Ούτε χτενιζόμουνα, δεν ξέρω πώς γινότανε αυτό, επειδή δεν είχα πατέρα, δεν είχαμε άντρα στο σπίτι, δεν ξέρω. Και τώρα που γέρασα, ακόμα πίνω κρασί.
Σπέρναμε και καλαμπόκια 10 και 20 στρέμματα τα σκάβαμε με τα χέρια, τα μαζεύαμε με τα χέρια, με τη φλούδα και τα αδειάζαμε στα κήπια σωρό. Είχαν όλοι και μαζευόμασταν τα βράδια και τα ξεφλουδίζαμε, μετά τα λιάζαμε λίγες μέρες να ξεραθούν και τα στουμπούσαμε με τα δρεπάνια – πεταγότανε σπίρια στα μάτια, μέσα στα αυτιά μας. Κάθε βράδυ αυτά κάναμε, μας έτρωγε το κορμί, με τι νερό να κάνουμε μπάνιο.
Το καλαμπόκι είχε πολλή φαγούρα, γεμίζανε τα στρώματα καλαμπόκια. Μήπως είχαμε και τίποτα να φάμε, κάνα λουκουμάκι τρώγαμε. Και αλέθαμε στο νερόμυλο, όπου ήταν εκεί ο νερόμυλος στο ποτάμι.
Ερχότανε το νερό στ’ αυλάκι. Οι γυναίκες κοσκινούσαν με τη σήτα την πιο αργιά, για το άλλο το αλεύρι από το σιτάρι ήτανε πιο δασιά και φτιάχναμε καλαμπουκούκι, τον πλαστό, τη μπατζίνα με κολοκύθι και τυρί από πάνω και γινότανε μπουκοβάλα. Σ’ έπεφτε από τα χέρια, ψημένα όλα στη γάστρα, μοσχοβολούσε η γειτονιά. Τον Σεπτέμβρη βγάζαμε τα σάμια, το σάμι δεν ήθελε σκάψιμο. Την άνοιξη το σπέρναμε, το Σεπτέμβρη τα βγάζαμε με τα χέρια – αγκαλιές τα αφήναμε κάτω, όλο το χωράφι.
Το φορτώνανε στο κάρο, ένας ήταν απάνω, το έβαζε με τη σειρά και οι άλλοι κουβαλούσαν. Το βάζαμε κι αυτό, μέσα στα κήπια, το κάναμε λαμνί, τα κοτσάνια προς τα έξω να μην ξεραθεί. Το σκεπάζαμε καλά, 8 μέρες, να σαπίσουν τα φύλλα και μετά το δέναμε και το στέλναμε να ξεραθεί και μετά το τινάζαμε να το λιχνίσουμε να καθαρίσει, να το πουλήσουμε.
Κρατούσαμε όσο θέλαμε για το σπίτι, να φτιάχνομε τις σαμόπιτες, το παστέλι, χαλβάς, το σαμόλαδο και άλλα πολλά. Μαζεύαμε αγριόχορτα, τα βάζαμε μέσα στα γαλίκια με άχυρο να γίνουν και τα τρώγαμε άπλυτα.
Πήγαμε μια φορά στα Γιάννενα και μας πήγαν στο σπήλαιο και από εκεί που κατέβηκα ήταν όλο μαγαζιά.
Είχαν σημαίες μαύρες, αργιά είχαν κόκκινες. Πήγαμε να πάρουμε ό,τι θέλαμε, τον λέω «κατέβασε τη σημαία εμείς είμαστε όλες κουκουέδες». Πότε την άρπαξε και την έριξε πίσω στον πάγκο… Εμείς γελούσαμε αλλά ήταν 3 μαύρες κι έτσι μας κοιτούσαν.
Ήτανε 15 μέρες πριν τις εκλογές. Μια χρονιά το πρωί, εγώ που πήγαινα να ψηφίσω με μια γειτόνισσα, ο αδερφός της ήταν αντάρτης και για να της πάρουν την ψήφο, τούς έλεγαν τον σκότωσαν οι αντάρτες. Εγώ τη λέω «εμείς ίδια ψηφοδέλτια θα έχουμε».
«Ναι» λέει, «αλλού θα ψηφίσω εγώ, τον ξέχασα τον αδερφό μου;». Για να δω τι λέει, μου το ‘ δωσε.
Κοιτάω, είχε ΠΑΣΟΚ. Τη δίνω το δικό μου, δεν κατάλαβε. «Ίδια έχουμε» τη λέω. Εκεί, στο στενό του πατρίκη κι ακόμα δεν την είπα. Ο εγγονός μου ο Νίκος με λέει «Στάλιν», «ναι», λέω, «κουκουές».
«Όχι» λέει, «δυνατός, ο πιο δυνατός στον κόσμο».
Και τώρα αυτό που θέλω είναι όταν πεθάνω να με κάψουν, δεν θέλω κηδεία, μάρμαρα, καντήλες και λουλούδια, τίποτα. Όλα αυτά που έκανα εγώ ας μην τα κάνουν τα παιδιά μου, ούτε παπάδες θέλω, τίποτα. Η κηδεία να είναι πολιτική. Ας πει όποιος θέλει δυο λόγια, όχι για μένα αλλά για αυτά που τραβήξαμε εκείνα τα μαύρα χρόνια του εμφυλίου.
Να φανταστείτε τι φόβο κάναμε όταν ερχότανε οι ομάδες και τρέχαμε να κρυφτούμε, η συννυφάδα μου η Σοφία άφησε το μικρό που είχε στην αγκαλιά στον δρόμο και το πήρε άλλη γυναίκα που ερχότανε κοντά.
Την Αριστούλα άφησε. Αφήνει καμιά μάνα το παιδί της και να φύγει; Αλλά ήξερε τι θα πάθει αν την έπιαναν. Τώρα για το κάψιμο που σας είπα, αφού δεν γίνεται, βάλτε με όπου να είναι εδώ στο νεκροταφείο του χωριού μας, στη Σέκλιζα…