Ρεπορτάζ: Πέτρος Κουσουλός
Ποικίλα σχόλια στους δικαστικούς κύκλους προκαλούν αντιφατικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που αφορούν στη σχέση των φορολογούμενων πολιτών με το ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με τις αιτιάσεις που προβάλλουν ανώτατοι δικαστικοί, τα τελευταία τρία χρόνια έχει εκδοθεί πλειάδα αποφάσεων με έντονο «μνημονιακό» άρωμα. Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες, ουσιαστικά, «διαγράφουν» παλαιότερες αποφάσεις των ίδιων δικαστηρίων που είχαν εκδοθεί για τα ίδια θέματα, προτού, όμως, η χώρα μας προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ.
Χαρακτηριστικότερη όλων είναι πρόσφατη απόφαση την οποία εξέδωσε το ΣτΕ, η οποία ανέτρεψε πλήρως την προηγούμενη νομολογία του (1663/2009 απόφαση της Ολομέλειας), σύμφωνα με την οποία αναιρείται η διάταξη του άρθρου 21 του «Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου».
Βάσει της νομολογίας θεωρούνταν «απαράδεκτη» η διαφοροποίηση που υπήρχε στους τόκους που επιβάλλονταν σε ιδιώτες οι οποίοι χρωστούσαν στο Δημόσιο σε σχέση με τους τόκους που επιβάλλονταν στο Δημόσιο όταν χρωστούσε στους πολίτες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κράτος για τις οφειλές σε ιδιώτες επιβαρυνόταν με τόκο 6%, ενώ αντίθετα οι πολίτες με πολύ μεγαλύτερο τόκο.
Σύμφωνα με την -προ μνημονίου- απόφαση του ΣτΕ, το συγκεκριμένο γεγονός ήταν αντίθετο με συγκεκριμένες διατάξεις που αφορούν στην αρχή της ισονομίας. Η συγκεκριμένη απόφαση μάλιστα επιχειρηματολογούσε υπέρ της επιβολής του ίδιου επιτοκίου είτε στην περίπτωση οφειλής ιδιώτη προς το ελληνικό Δημόσιο είτε το αντίστροφο.
Αλλαγή πλεύσης
Ωστόσο, δύο πρόσφατες αποφάσεις (υπ’ αριθ. 1620/2011 και 2/2012) έρχονται να αλλάξουν άρδην τον ρου της ιστορίας, καθώς κρίνουν ως συνταγματικό το νομοθετημένο ύψος 6% του νόμιμου τόκου και υπερημερίας για οφειλές στο Δημόσιο προς τους ιδιώτες, ανεξάρτητα από το κατά πολύ μεγαλύτερο ύψος τόκου για οφειλές ιδιωτών προς το κράτος.
Νομικοί κύκλοι, οι οποίοι προβληματίζονται από τη «μνημονιακή» αλλαγή στις αποφάσεις του ΣτΕ, δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να σταθεί νομικά μια απόφαση η οποία το 2009 είχε τελείως διαφορετικό ύφος και περιεχόμενο.
Δεν διστάζουν, μάλιστα, να κάνουν λόγο για «πρωτοφανή δικαστική απόφαση», καθώς, όπως αφήνουν να εννοηθεί, για πρώτη φορά προβάλλονται επιχειρήματα τα οποία έχουν πολιτικό, οικονομικό και δημοσιονομικό χαρακτήρα.
Οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου δέχονται ότι «η δημοσιονομική ισορροπία του ελληνικού κράτους έχει ήδη σοβαρότατα κλονισθεί, το δημόσιο έλλειμμα και χρέος είναι τεράστιο, ανερχόμενα σε πρωτοφανή στην ιστορία των δημόσιων οικονομικών της χώρας επίπεδα», ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε ήδη από το 2004 διαπιστώσει «την ύπαρξη υπερβολικών ελλειμμάτων και είχε ειδοποιήσει εγκαίρως να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανησυχητικής αυτής κατάστασης», η οποία, όπως λένε, τείνει να οδηγήσει τη χώρα «σε άκρως δυσμενείς, όχι μόνο οικονομικές και κοινωνικές, αλλά ενδεχομένως και εθνικές επιπτώσεις».
Τα μέλη του ΣτΕ δέχονται επίσης ότι το ελληνικό κράτος είναι «διαχρονικά και χωρίς αμφιβολία, πλέον αξιόπιστος οφειλέτης σε σχέση με τους ιδιώτες οφειλέτες».
Οι αντιδράσεις
Η επιχειρηματολογία με το συγκεκριμένο ύφος, που απέχει παρασάγγας από τις αποφάσεις που εκδίδονταν προ του 2010, προερχόμενη από τους συμβούλους της Επικρατείας, έχει προκαλέσει οξείς αντιδράσεις στους δικαστικούς κόλπους. Δικαστικοί κύκλοι επεσήμαναν ότι οι εν λόγω αποφάσεις «ξεχνούν» να εκθέσουν τα κοινώς διαπιστωμένα -σχετικά με την αξιοπιστία του κράτους και ειδικότερα τη διαχρονική αναξιοπιστία του Δημοσίου- σχετικά με τη φορολογική πολιτική του (όπως καθυστέρηση επιστροφής Φ.Π.Α., αναχρονιστικό και αντικοινωνικό φορολογικό δίκαιο) καθώς επίσης και τη μακρόχρονη καθυστέρηση πληρωμής οφειλόμενων ποσών προς ιδιώτες.
Επιχειρηματολογούν χαρακτηριστικά διερωτώμενοι: «Εξάλλου γιατί να μην εφαρμοσθεί η αρχή της ισότητας, με την έννοια ότι και οι οφειλέτες του Δημοσίου θα επιβαρύνονται με το ίδιο επιτόκιο του 6%;».
Ακόμη μία απόφαση
Οι ίδιοι κύκλοι εμφανίζονται ιδιαίτερα σκωπτικοί απέναντι και σε ακόμη μία απόφαση η οποία εκδόθηκε από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και φέρει έντονο «μνημονιακό άρωμα». Με τη συγκεκριμένη απόφαση κρίθηκε ότι είναι διετής η παραγραφή των αξιώσεων των δημοσίων υπαλλήλων από διάφορες αποδοχές (όπως επιδόματα) κατά του Δημοσίου. Υπενθυμίζεται ότι προϋπήρχε άλλη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔΔΑ) η οποία δεν έθετε το συγκεκριμένο χρονικό όριο.