Το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας, περί σκευωρίας στην υπόθεση της Novartis,  καταρρέει πλέον σαν πύργος από …τραπουλόχαρτα. Το βούλευμα το οποίο εκδόθηκε για την υπόθεση, «αδειάζει» ουσιαστικά την κυβέρνηση με βασικό μοχλό την αξιοπιστία και την νομιμότητα των προστατευόμενων μαρτύρων. Σύμφωνα με το δικαστικό συμβούλιο ουδέποτε υπήρξε σκευωρία κάτι που αναφέρεται ξεκάθαρα και στο βούλευμα που εξεδόθη. Ακόμη και τα μέλη του πλειοψήφισαν υπέρ της παραπομπής της Ελένης Τουλουπάκη, συμφώνησαν με τους χειρισμούς της στην υπόθεση της Novartis, ενώ για την πράξη που την παρέπεμψαν, σύμφωνα με τη μειοψηφία, ευθύνη καταλογίζουν στην προκάτοχό της Ελένη Ράικου που παρέλαβε την μήνυση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και δεν την ενημέρωσε.

Είναι προφανές ότι στα δημοσιεύματα αυτά που υπήρχαν από την πρώτη σχεδόν ημέρα στην δικογραφία, οι μάρτυρες των Η.Π.Α. αναφέρονταν σε εμπλοκή και πολιτικών προσώπων σε παράνομες δωροδοκίες. Με βάση την πιο πάνω σχηματισθείσα δικογραφία και με τα στοιχεία αυτής, αρχικά η έρευνα ξεκίνησε από την τότε Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Ελένη Ράϊκου, η οποία μετά τη λήψη της ως άνω παραγγελίας άρχισε την έρευνα για το θέμα και προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες (αίτημα δικαστικής συνδρομής στις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ, κατασχέσεις στοιχείων στην έδρα της εταιρείας στην Ελλάδα) και γενικά σε οτιδήποτε κρίθηκε απαραίτητο και χρήσιμο, εντός των οικονομικών πλαισίων, στην διερεύνηση και διαλεύκανση της συγκεκριμένης υπόθεσης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Tην στιγμή που οι έρευνες της εισαγγελίας διαφθοράς βρίσκονταν σε εξέλιξη προς συλλογή στοιχείων, τον μήνα Μάρτιο του 2017 ο πρώτος κατηγορούμενος Δημήτριος Παπαγγελόπουλος κάλεσε την Εισαγγελέα Ελένη Ράικου στο τηλέφωνο και- όπως εκείνη κατέθεσε- με επιτακτικό και θυμωμένο ύφος της ζήτησε τον λόγο, επειδή δεν είχε στείλει ακόμη τη δικογραφία στη Βουλή. Στην παρατήρησή της ότι δεν έχει στοιχεία ικανά για άσκηση ποινικής δίωξης, ο κατηγορούμενος της απάντησε: «Έχεις και παραέχεις. Στείλε την και για τα παρακάτω θα φροντίσουν άλλοι». Η Ελένη Ράικου του αντέτεινε ότι δεν είναι αυτής της «σχολής», για να εισπράξει από τον κατηγορούμενο την απάντηση «κάτσε τότε και θα δεις αν θα σου βγει σε καλό η σχολή σου».

Από την ανωτέρω συνομιλία η εισαγγελέας, -όπως κατέθεσε-, αισθάνθηκε φόβο, κίνδυνο και ότι εκβιάζεται να ενεργήσει αντιδεοντολογικά και εκτός των πλαισίων της δικαστικής της συνείδησης και κρίσης. Η πίεση και η ανασφάλεια που αισθάνθηκε, είχε ως συνέπεια να υποβάλει, στις 23-3-2017, την παραίτηση της.

Η έρευνα συνεχίστηκε από τους εισαγγελείς αυτούς, εμπλουτίστηκε δε με μεγάλο αριθμό εγγράφων και κυρίως ηλεκτρονικών αρχείων χιλιάδων σελίδων, μετά από κατασχέσεις του συνόλου σχεδόν των ηλεκτρονικών αρχείων της εταιρείας μετά από νομότυπες έρευνες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δεν επρόκειτο για αυθαίρετη επιλογή μαρτύρων από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, αλλά για κλήτευση ουσιωδών μαρτύρων σύμφωνα με τον ΚΠΔ, λόγω της θέσης τους στην εταιρεία οι δύο εξ αυτών και στο Υπουργείο ο τρίτος και για νόμιμη υπαγωγή τους στο καθεστώς προστασίας του Ν.2928/2001.

Κατά τη διαδικασία λήψης των ενόρκων καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων, οι καταθέσεις αυτών δόθηκαν δια ζώσης με την παρουσία των ιδίων καθ’ όλη τη διάρκεια των καταθέσεων, χωρίς αυτοί να έχουν δώσει προδιατυπωμένες καταθέσεις (όπως αντίθετα αναφέρεται σε μηνύσεις από πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ άλλων και κατά των εισαγγελέων).

Οι προστατευόμενοι μάρτυρες με τις κωδικές ονομασίες «ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΑΡΑΦΗΣ» και «ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΕΑΕΣΗ» σε όλες τις καταθέσεις τους έχουν επιβεβαιώσει ότι πάντοτε κατέθεταν οι ίδιοι με φυσική παρουσία τους και χωρίς οποιαδήποτε πίεση, προτροπή, υποβολή από τους εισαγγελείς, ενώ ουδείς εκ των μαρτύρων έχει καταθέσει ότι έδινε προδιατυπωμένες καταθέσεις. Η διαφορετική γραμματοσειρά σε ορισμένες εκθέσεις καταθέσεων δεν είναι αρκετή να ενισχύσει τον ισχυρισμό περί προδιατυπωμένων καταθέσεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η διαφορετική μορφοποίηση οφείλεται, κατά την κρίση του Συμβουλίου, σε προφανή αβλεψία των εισαγγελέων αυτών και στην ένταση που υπήρχε κατά τη λήψη των καταθέσεων. Αυτοί αρχικά καταθέτουν για τις αθέμιτες πρακτικές της εταιρείας καθώς και για τους τρόπους δωροδοκίας δημοσίων προσώπων στα κέντρα λήψης αποφάσεων στο χώρο της υγείας και διακίνησης φαρμάκων (διοικητές νοσοκομείων – προέδρους Οργανισμών Υγείας), για δωροδοκίες ιατρών του Δημοσίου και ιδιώτες ιατρούς, ενώ αναφέρονται και σε πολιτικά πρόσωπα, έχοντας γνώση όσων καταθέτουν από όσα έχουν ακούσει από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ΝΟVARTIS  Κ. Φρουζή.

Οι δε ερωτήσεις από τους εισαγγελείς για πολιτικά πρόσωπα δεν έγιναν για διερεύνηση τυχόν υπουργικών αδικημάτων, εφόσον αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη έρευνα ποινικών ευθυνών υπουργών, αντίθετα προς τις προβλέψεις του άρθρου 86 Σ και του νόμου 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών.

Αντίθετα οι διευκρινιστικές ερωτήσεις αφορούσαν και αδικήματα μη υπουργικά, όπως της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αξιοπιστία των προστατευομένων μαρτύρων αξιολογήθηκε, κατά την κρίση των εισαγγελέων, ως υπαρκτή, εκ του αναμφιβόλου γεγονότος ότι αυτοί, ως εκ της θέσης που κατείχαν έκαστος, ήταν στον πυρήνα των γεγονότων για τα οποία κατέθεταν, ήταν κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και είχαν γνώση και δική τους αντίληψη των γεγονότων που κατέθεταν. Κατά την εξέτασή τους άπαντες οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν αυτοβούλως όσα γνώριζαν για την υπόθεση, κατονομάζοντας και την πηγή της πληροφόρησής τους και εγχειρίζοντας στοιχεία που κατείχαν, τα οποία αποτελούν μέρος της δικογραφίας Novartis, η οποία ήδη διερευνάται από τον Οικονομικό Εισαγγελέα, ενώ ουδόλως πιέστηκαν ή καθοδηγήθηκαν από τους εισαγγελείς να καταθέσουν στοχευμένα εις βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων.

Ουδέποτε πιέστηκαν προκειμένου να καταθέσουν, αλλά κατέθεσαν με δική τους πρωτοβουλία και μετά από περίσκεψη, έχοντας πλήρη γνώση όσων καταθέτουν. Οι μάρτυρες δεν εξέφρασαν απλή γνώμη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, όπως αβασίμως αποδίδεται στους κατηγορουμένους εισαγγελείς.

Η αιτίαση ότι παρανόμως χαρακτηρίσθηκαν ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος διότι προσδοκούν ίδιο όφελος από τις καταθέσεις τους στις δικαστικές αρχές των Η.Π.Α. είναι απορριπτέα. Τούτο διότι η ύπαρξη τυχόν ιδίου οικονομικού οφέλους, κατά το νομικό καθεστώς των Η.Π.Α., δεν απαγορεύει τον ως άνω χαρακτηρισμό τους από την εισαγγελία διαφθοράς στην Ελλάδα, εφόσον το όφελος αυτών – χρηματικό ποσό, που έλαβαν ή πρόκειται να λάβουν από τις αρχές των Η.Π.Α, δεν έχει ως προϋπόθεση την κατάθεσή τους στη Ελλάδα, δηλαδή οι καταθέσεις στις Η.Π.Α. και στην Ελλάδα δεν συνδέονται αιτιωδώς και συνακόλουθα η κατάθεσή τους στις Η.Π.Α. δεν τους καθιστά ανεπιτήδειους μάρτυρες στη Ελλάδα.

Η Ελένη Τουλουπάκη, ως προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς, όφειλε να είχε διαβιβάσει εγκαίρως τις αναφορές αυτές στη Βουλή προς έρευνα του ζητήματος εάν συνέτρεχε τέλεση αξιόποινης πράξης από Υπουργό, πράγμα που έπραξε μόλις στις 5-2-2018, αποστέλλοντας τον σχετικό φάκελο στη Βουλή μαζί με την υπόθεση NOVARTIS δηλ. μετά το πέρας της δεύτερης συνόδου της κοινοβουλευτικής περιόδου που άρχισε μετά τη φερόμενη τέλεση της αξιόποινης πράξης του Υπουργού που έπρεπε να ελεγχθεί.

Στην παραπάνω δε πράξη η Ε. Τουλουπάκη προέβη κατόπιν προτροπών και παραινέσεων με φορτικότητα του κατηγορουμένου Δ. Παπαγγελόπουλου.  Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Συμβουλίου δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την πράξη αυτή ως προς το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επίμαχες αναφορές κατατέθηκαν στις 21-2-2017 και 8-3-2017, όταν Εισαγγελέας Διαφθοράς ήταν η Ελένη Ράικου. Η Ελένη Τουλουπάκη διορίστηκε με την προαναφερόμενη απόφαση του ΑΔΣ της 10ης-4-2017 και ανέλαβε στην πραγματικότητα καθήκοντα περί τα τέλη Απριλίου 2017. Δεν προκύπτει όμως επαρκώς ενημέρωσή της για τις συγκεκριμένες αναφορές.

Αναφορικά με τον Ν. Μανιαδάκη, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι όλα όσα καταθέτει περί πιέσεων του, όταν είχε την ιδιότητα του προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ», να καταθέσει περιστατικά σε βάρος υπουργών και μάλιστα συγκεκριμένων, με απειλές και εκβιασμούς σε βάρος του από τους εισαγγελείς, είναι αναπόδεικτα. Ο Ν. Μανιαδάκης φαίνεται ότι ενήργησε ως άνω εκδικητικά και για τον λόγο ότι απώλεσε την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία, ως ελέχθη, ανακλήθηκε με πράξη της τότε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς.

Η πρώτη κατηγορουμένη Ελένη Τουλουπάκη κατά το χρονικό διάστημα από 10-4-2017 έως 29-9-2017, ενεργώντας με την ιδιότητά της ως υπάλληλος του άρθρου 13°’ΠΚ, στα καθήκοντα της οποίας ανάγονταν η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων, εν γνώσει της παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο για κακούργημα.

Ειδικότερα, ενώ ήταν Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν διαβίβασε εν γνώσει της αμελλητί στη Βουλή το φάκελο δικογραφίας που σχηματίστηκε κατόπιν της από 21-2-2017 μηνυτήριας αναφοράς και συμπληρωματικών στοιχείων που προσκόμισαν στις 8-3-2017 και 13-4-2017 στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος, Βασίλης Κεγκέρογλου και Έφη Χριστοφιλοπούλου σχετικά με τη μη τιμολόγηση φαρμάκων δυο φορές για το έτος 2015, από τον Υπουργό Υγείας Παναγιώτη Κουρουμπλή και τον Αναπληρωτή Υπουργό Ανδρέα Ξανθό, που αποσκοπούσε στη μείωση των τιμών αυτών.

Ο δεύτερος κατηγορούμενος Δημήτριος Παπαγγελόπουλος ευρισκόμενος στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 16-11-2015 μέχρι 22-12-2015, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με πρόθεση, παρέβη τα υπηρεσιακά του καθήκοντα με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό  του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει άλλον.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης