Χρειάστηκε η παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη, προκειμένου να βρει το δίκιο της μια έγκυος αρχαιολόγος, την οποία η υπηρεσία αρνήθηκε να προσλάβει λόγω της εγκυμοσύνης της.
Σύμφωνα με την καταγγελία στην ανεξάρτητη αρχή, η γυναίκα προσελήφθη ως ωρομίσθια αρχαιολόγος σε Εφορεία Αρχαιοτήτων, ενώ ήταν ήδη έγκυος στον 8ο μήνα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διαρκείας 7 μηνών. Την περίοδο εκείνη είχε τεθεί από τον ασφαλιστικό της φορέα (ΙΚΑ) σε άδεια κύησης και λοχείας.
Η έγκυος υπέβαλε έγγραφο με το οποίο αποδεχόταν την πρόσληψή της, επισύναπτε γνωμάτευση του ΙΚΑ σχετικά με την πιθανή ημερομηνία τοκετού και ζητούσε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες. Έκτοτε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, η πολίτης δεν πληροφορήθηκε τίποτα σχετικό με την εξέλιξη της υπόθεσής της. Μετά τη λήξη της άδειας λοχείας της έστειλε εκ νέου ερώτημα προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων, απ’ όπου έλαβε την απάντηση ότι δεν υπήρχε κάτι νεότερο.
Σύμφωνα με την αρχή, ο νόμος προβλέπει (άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου 3488/2006) ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόσληψη γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας. Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, τυχόν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας, κατά την έννοια των Προεδρικών Διαταγμάτων 176/1997 και 41/2003, συνιστά διάκριση λόγω φύλου.
Όπως αναφέρει ο Συνήγορος στη διαμεσολάβησή του, η Εφορεία Αρχαιοτήτων απήντησε στην αρχή ότι δεν γνώριζε τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν ως προς την πρόσληψη της εγκύου και ισχυρίστηκε ότι απηύθυνε σχετικό ερώτημα προς την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, από την οποία δεν έλαβε απάντηση.
Ο Συνήγορος του Πολίτη ζήτησε την άμεση σύναψη σύμβασης εργασίας μεταξύ της Εφορείας Αρχαιοτήτων και της αρχαιολόγου, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία λήξης της αδείας λοχείας και υπολογισμό των δικαιωμάτων της (αξίωση αμοιβής και αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας) από την ημερομηνία εκείνη.
Το αίτημα του Συνηγόρου του Πολίτη έγινε δεκτό, η σύμβαση υπεγράφη και η αρχαιολόγος εργάζεται κανονικά.