Ρεπορτάζ: Παναγιώτης Βλαχουτσάκος
Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφεται η δράση του κυκλώματος παράνομων υιοθεσιών και εμπορίας ωαρίων που εξάρθρωσε πρόσφατα η Ελληνική Αστυνομία στη Θεσσαλονίκη στο διαβιβαστικό που συντάχθηκε για την υπόθεση και το οποίο φέρνει σήμερα στο φως το zougla.gr.
Σύμφωνα με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο οργανωμένα κυκλώματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πρωταγωνιστές έναν δικηγόρο και μία μαιευτήρα-γυναικολόγο και με εμπλοκή στελεχών ιδιωτικών κλινικών, «μεσιτριών» και «μεταφορέων». Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, ότι από τη δράση του το κύκλωμα αποκόμισε την τελευταία τριετία παράνομα κέρδη που ξεπερνούν τα 500.000 ευρώ.
Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την πολύμηνη έρευνα των αστυνομικών, η οποία είχε την κωδική ονομασία «ΛΗΤΩ», στην υπόθεση εμπλέκονται συνολικά 66 άτομα, ενώ πραγματοποιήθηκαν και 12 συλλήψεις.
Το modus operandi
Όσον αφορά στην οργάνωση και στη δομή της, τα στοιχεία που συνέλεξαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. αποκάλυψαν μία μεγάλη και καλά οργανωμένη «βιομηχανία» παράνομων υιοθεσιών και εμπορίας ωαρίων που «πατούσε» στην επιθυμία άτεκνων ζευγαριών να αποκτήσουν παιδί και στην εκμετάλλευση γυναικών που βρίσκονταν σε δεινή οικονομική και κοινωνική θέση.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό, τα μέλη της οργάνωσης οργάνωναν και χρηματοδοτούσαν τη μεταφορά γυναικών από τη Βουλγαρία στη Θεσσαλονίκη προκειμένου:
– ορισμένες να τις υποβάλλουν σε ειδική θεραπεία σε ιδιωτικές κλινικές Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Γονιμότητας και στη συνέχεια να πουλήσουν τα ωάριά τους έναντι χρηματικών ποσών που καταβάλλονταν τόσο στις δότριες όσο και στους μεσάζοντες
– ορισμένες που εγκυμονούσαν, να τις υποστηρίξουν οικονομικά, αναλαμβάνοντας έξοδα μετακίνησης, διαμονής, συντήρησης και νοσηλείας, ώστε να γεννήσουν σε δημόσια νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια οι βιολογικές μητέρες να παραδώσουν τα παιδιά τους προς υιοθεσία έναντι διάφορων χρηματικών ποσών που αποκόμιζαν τόσο οι μητέρες όσο και οι μεσολαβητές και
– ορισμένες να τις εμπλέξουν ως παρένθετες μητέρες σε αντίστοιχες διαδικασίες έναντι χρημάτων που αποκόμιζαν τόσο οι παρένθετες μητέρες όσο και οι μεσίτες.
Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι τα μέλη του κυκλώματος στρατολογούσαν ως δότριες ωαρίων και ως παρένθετες μητέρες και άλλες γυναίκες, είτε Ελληνίδες είτε με καταγωγή από τη Γεωργία και την Αλβανία που ήταν κυρίως Ρομά. Πρόκειται για γυναίκες που διαμένουν μόνιμα ή περιστασιακά στην Ελλάδα, τις οποίες μετέφεραν επίσης στις κλινικές Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Γονιμότητας αποσπώντας τη συναίνεσή τους, παρασύροντας και αυτές στον σκοτεινό δρόμο του παράνομου εμπορίου γεννητικού υλικού.
Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 22 παράνομες υιοθεσίες και 24 περιπτώσεις γυναικών από τις οποίες εξάγονταν τα ωάρια έναντι αμοιβής. Η εγκληματική οργάνωση εκμεταλλευόταν κυρίως νεαρές γυναίκες από τη Βουλγαρία, που βρίσκονταν σε ευάλωτη οικονομική και κοινωνική κατάσταση.
Όπως προκύπτει μάλιστα από τις συνομιλίες που έχουν καταγράψει οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ., κάποιες επαιτούσαν για να επιβιώσουν, άλλες εκδίδονταν στο κέντρο της συμπρωτεύουσας, ενώ οι γυναίκες από τη Βουλγαρία ήταν Ρομά και ζούσαν σε καθεστώς ένδειας στη χώρα τους, μην έχοντας άλλα βιοποριστικά μέσα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για δότριες ωαρίων με την έννοια της «δωρεάς», αλλά λειτουργούσαν στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής.
Οι «ταρίφες» του εμπορίου ωαρίων και η διαδικασία
Αναφορικά με το εμπόριο ωαρίων, η έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. «έδειξε» πως οι εμπλεκόμενες ιδιωτικές κλινικές αποζημίωναν νομιμοφανώς τις δότριες ωαρίων σε μετρητά με ποσό που κυμαίνεται από 1.200 έως 1.500 ευρώ. Από το ποσό αυτό, περίπου 200 ευρώ κατέβαλλαν οι δότριες στις μεσολαβήτριες που τις οδηγούσαν στις κλινικές ως παράνομη μεσιτική αμοιβή, ενώ οι κλινικές κατέβαλλαν στην ίδια τη μεσολαβήτρια επιπλέον 200 ευρώ για κάθε δότρια.
Ειδικότερα, η διαδικασία που ακολουθούνταν είναι η εξής:
Αρχικά η δότρια έπρεπε να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις για την ανίχνευση τυχόν προβλημάτων υγείας. Εφόσον οι εξετάσεις ήταν καλές, η υποψήφια δότρια υποβαλλόταν σε θεραπεία για περίπου 10-20 μέρες, ενώ στη συνέχεια υποβαλλόταν σε εξέταση με υπέρηχο για την ανίχνευση των ωαρίων.
Ακολούθως, σε προσδιορισμένο χρόνο και κατόπιν ραντεβού, πραγματοποιούνταν η λήψη των ωαρίων από τη δότρια με τη βοήθεια υπαλλήλων τεσσάρων ιδιωτικών κλινικών.
Ο ιατρός, ο δικηγόρος και η μαία
Όσον αφορά στη μεσολάβηση σε παράνομες υιοθεσίες, διαπιστώθηκαν τα εξής: Αρχικά, η ιατρός Τ.Μ., ο δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ. ιδιωτικής κλινικής Β. Γ. και η μαία Κ.Ε., μέσω της νόμιμης δραστηριότητάς τους, εντόπιζαν άτεκνα ζευγάρια που επιθυμούσαν να υιοθετήσουν παιδί.
Στη συνέχεια έδιναν οδηγίες σε έτερα μέλη του κυκλώματος να εντοπίσουν πρόθυμες γυναίκες να παραδώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία άμα τη γέννησή τους. Η στρατολόγηση των γυναικών αυτών αλλά και των δοτριών ωαρίων, οι οποίες προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τη Βουλγαρία, γινόταν μέσω του δικτύου συνεργατών που είχαν αναπτύξει οι δύο «μεσίτριες» Σ.Μ. και Κ.Ε., κυρίως στη Βουλγαρία.
Οι εν λόγω κατηγορούμενες χρηματοδοτούσαν τις μετακινήσεις των γυναικών από και προς τη Βουλγαρία, τη διαμονή τους στην Ελλάδα και τα έξοδα νοσηλείας τους σε ιδιωτικές ή δημόσιες κλινικές. Μάλιστα, μέρος αυτών των εξόδων καλυπτόταν από τις υποψήφιες ανάδοχες οικογένειες, οι οποίες προκατέβαλλαν χρήματα για τον σκοπό αυτόν στα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης, δηλαδή στην ιατρό Τ.Μ. και στον δικηγόρο Β.Γ.
Ο «τιμοκατάλογος» και οι… δόσεις
Από την έρευνα προέκυψε ότι oι υποψήφιες ανάδοχες οικογένειες κατέβαλλαν από 10.000 έως 28.000 ευρώ περίπου ανά υιοθεσία.
Ειδικότερα: μέρος του ποσού αυτού, από 1.500 έως 3.000 ευρώ περίπου, προοριζόταν για έξοδα νοσηλείας και τοκετού. Η αμοιβή της βιολογικής μητέρας που πουλούσε το παιδί της κυμαινόταν από 4.000 έως 6.000 ευρώ, ενώ η αμοιβή του δικηγόρου από 2.500 έως 3.000 ευρώ.
Εάν, μάλιστα, η υποψήφια ανάδοχη οικογένεια δεν είχε ανευρεθεί από τα ίδια τα αρχηγικά μέλη αλλά από κάποιο άλλο μέλος της οργάνωσης, η «μεσιτεία» κοστολογούνταν στα 5.000 ευρώ ανά περίπτωση.
Όπως προέκυψε από τις συνομιλίες που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΛ.ΑΣ., οι βιολογικές μητέρες πληρώνονταν συνήθως σε τρεις δόσεις με ποσά που κυμαίνονταν από 3.000 έως 6.000 ευρώ ανάλογα με τη διαπραγμάτευση και το φύλο του παιδιού. Οι πληρωμές γίνονταν σε δόσεις, προκειμένου τα μέλη της οργάνωσης να εξασφαλίσουν την παρουσία των βιολογικών μητέρων σε κάθε φάση της διαδικασίας υιοθεσίας.
Πιο συγκεκριμένα:
– Η πρώτη φάση αφορούσε στην άμεση παράδοση του νεογνού στην ανάδοχη οικογένεια, αμέσως μετά την έξοδό του από την κλινική όπου γεννήθηκε, με τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης και διασφάλιζε νομικά την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας του παιδιού στους ανάδοχους γονείς.
– Η δεύτερη φάση αφορούσε στη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης, αφού είχε περάσει ένας μήνας, όπως προβλέπει ο νόμος για τις εξωιδρυματικές υιοθεσίες, προκειμένου να παραδώσει η βιολογική μητέρα την επιμέλεια του παιδιού στην ανάδοχη οικογένεια και να συναινέσει για την υιοθεσία και προκειμένου να καταβληθεί σχετικό αίτημα υιοθεσίας στην αρμόδια Περιφέρεια.
– Η τρίτη φάση αφορούσε στην εκδίκαση του αιτήματος υιοθεσίας από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με απόφασή του επικύρωνε τα αιτήματα για τις υιοθεσίες. Ο εμπλεκόμενος δικηγόρος αναλάμβανε συνήθως την περαίωση των υποθέσεων αυτών.
Οι «μεσίτριες»
Αναφορικά, δε, με τη «μεσιτεία» στη διαδικασία απόκτησης παιδιού μέσω παρένθετης μητρότητας, διαπιστώθηκε ότι: οι μεσίτριες-μέλη του κυκλώματος Σ. Μ. και Κ. Ε. που κατάφερναν να εισάγουν μία παρένθετη μητέρα σε τέτοια διαδικασία, απαιτούσαν τουλάχιστον 1.000 ευρώ ως αμοιβή για τη μεσιτεία τους, από το χρηματικό ποσό που είχαν προσυμφωνήσει ότι θα λάβει ως πληρωμή η παρένθετη μητέρα, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να ξεπερνούσε τα 25.000 ευρώ ανά περίπτωση.
Παράλληλα, όπως προέκυψε από τις συνομιλίες, η κλινική άμειβε επιπλέον τη μεσίτρια για την ανεύρεση και τη μεσολάβηση με την παρένθετη μητέρα.
Παρουσιάζοντας την υπόθεση, ο διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Αντώνης Τζιτζής επεσήμανε ότι οι ανάδοχοι γονείς εντοπίστηκαν και δεν διώκονται ποινικά, αλλά ούτε διατρέχουν κίνδυνο να αναγκαστούν να επιστρέψουν τα παιδιά.