Η Ελληνική Επανάσταση είναι συνδεδεμένη με τον μπακαλιάρο σκορδαλιά, ωστόσο ένα άλλο πιάτο που αναπτύχθηκε 100 χρόνια αργότερα έμελλε να ταυτιστεί για πολλούς με τη χώρα μας. Ο λόγος για τον μουσακά.
«Ο Νικόλαος Τσελεμεντές θεωρείται ο νονός του ελληνικού μουσακά. Τη δεκαετία του 1920 εξέδωσε το πρώτο πλήρες ελληνικό βιβλίο μαγειρικής, ”Οδηγός Μαγειρικής”, το οποίο περιλάμβανε έξι συνταγές για μουσακά. Οι δημιουργίες του δεν περιείχαν καμία από τις πικάντικες γεύσεις που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες μάγειρες, όπως το φύλλο δάφνης και η κανέλα», επισημαίνει ο Economist.
Η βρετανική εφημερίδα παρατηρεί ότι για τον αρχιμάγειρα «αυτά ήταν ”μόλυνση” από σχεδόν τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας», ωστόσο ήταν δεκτικός σε επιρροές από τη Δύση.
«Οι προσπάθειές του να ψήσει την… πολιτική στο φαγητό ήταν επιτυχείς. Ο ”Οδηγός Μαγειρικής” έγινε βασικό συστατικό των πλούσιων αστικών κουζινών και η λέξη ”τσελεμεντές” συνώνυμο του βιβλίου συνταγών. Πατώντας στον πατριωτισμό και εξελληνίζοντας την εστία, ο Τσελεμεντές έφερε επανάσταση στην ελληνική κουζίνα. Δεν ήταν όλες οι ξένες επιρροές ”ανάθεμα”. Όπως πολλοί σύγχρονοι γαστρονόμοι, ο Τσελεμεντές ήταν λάτρης της γαλλικής γαστρονομίας. Ίσως αυτό τον ενέπνευσε να περιβάλλει τους μουσακάδες του με βελούδινη μπεσαμέλ», συμπληρώνει.
Όπως εξηγεί η συγγραφέας Αγλαΐα Κρεμέζη, ο Τσελεμεντές άντλησε έμπνευση για τον ελληνικό μουσακά μάλλον από ένα γαλλικό πιάτο κι όχι από μουσακάδες που συναντάμε στη Μέση Ανατολή. «Οι γαλλοελληνικές δημιουργίες του περιείχαν επίσης μελιτζάνα, καθώς και τηγανητά κολοκυθάκια και, το χειμώνα, αγκινάρες. Το γαλλικό gratin -ένα φαγητό λαχανικών στη γάστρα που περιβάλλεται από λευκή σάλτσα και φρυγανιά- ήταν πιο πιθανή πηγή έμπνευσης από τις εκδοχές των μουσακάδων που μαγειρεύονται στη Μέση Ανατολή», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Καθώς οι σεφ και οι ιστορικοί τροφίμων προσπαθούν να αναβιώσουν χαμένες συνταγές και να αναστήσουν τις μαγειρικές παραδόσεις, ο μουσακάς αποδεικνύει ότι η αυθεντικότητα είναι μια άπιαστη έννοια στο φαγητό. Οι πολιτισμοί δανείζονται κατά καιρούς ο ένας από τον άλλον και η γαστρονομία καθίσταται πολύ πιο πλούσια ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Επίσης, ένα πιάτο ώριμο για επανεφεύρεση είναι πολύ πιο πιθανό να αντέξει», καταλήγει ο Economist.