Την εκτίμηση ότι «οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αναπτύσσονται μέσα σε ένα πλαίσιο «περιορισμένων προσδοκιών όπου δεν υφίσταται σοβαρή προοπτική διαπραγμάτευσης που θα οδηγήσει στην επίλυση των προβλημάτων σε ζητήματα υψηλής πολιτικής που αντιμετωπίζουμε με την Τουρκία», κάνει ο Παναγιώτης Τσάκωνας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Σπουδών Ασφάλειας στο πανεπιστήμιο Αιγαίου, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ο κ. Τσάκωνας επισημαίνει ότι το πλαίσιο αυτό έχει δημιουργηθεί από το τέλος του 2004 και έχει θέσει τις παραμέτρους με βάση τις οποίες κινούνται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ επισημαίνει ότι η Τουρκία έχει προχωρήσει σε ποιοτική αναβάθμιση της αναθεωρητικής ρητορικής και στη δημιουργία «κρίσεων χαμηλής έντασης».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Για να τεκμηριώσει την άποψη αυτή, ο κ. Τσάκωνας κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η τουρκική εξωτερική πολιτική μετά την απόφαση του Ελσίνκι του 1999 και αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι ήταν λάθος η ακύρωσή της από την κυβέρνηση Καραμανλή .
Το ζητούμενο: Διαχείριση κρίσεων χαμηλής έντασης
Η διαχείριση των κρίσεων που προκαλεί η Τουρκία είναι ένα ζήτημα που απασχολεί χρόνια τον κ. Τσάκωνα που έχει καταθέσει και πλήθος προτάσεων σε άρθρα του και βιβλία τα τελευταία χρόνια.
Απαντώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της τακτικής της Άγκυρας , ο κ. Τσάκωνας σημειώνει ότι «το ζητούμενο είναι η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διαχείριση των κρίσεων χαμηλής έντασης που αναπτύσσονται ήδη στο μέτωπο της Ανατολικής Μεσογείου και που η Ελλάδα θέλει να διασφαλίσει ότι δεν θα μεταφερθούν και ανατολικότερα στο Καστελόριζο ή και στο Αιγαίο». Προσθέτει ότι, όπως αναπτύσσονται πλέον οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε Αιγαίο και Κυπριακή ΑΟΖ δεν είναι πιθανό να πάμε κατευθείαν «σε αναπότρεπτη άσκηση βίας (Ροζάκης)», αλλά σε αυτό που ήδη συμβαίνει, δηλαδή σε κρίσεις στο ενδιάμεσο επίπεδο. Το γεγονός, τονίζει, ότι η Τουρκία συνεχίζει να δημιουργεί κρίσεις χαμηλής έντασης σημαίνει ότι στο ενδιάμεσο αυτό επίπεδο (και όχι στο συνολικό αποτρεπτικό πλαίσιο) η αποτρεπτική μας ικανότητα έχει ήδη τρωθεί, εάν όχι αποτύχει. Χρειάζεται να βρούμε τρόπους να μην επιτρέψουμε τη συνέχιση αυτής της κατάστασης, επισημαίνει.
Σε ποιο πλαίσιο θα γίνει η διαχείριση;
Ο κ. Τσάκωνας, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η Ελλάδα υποχρεώνεται να κινηθεί σε αυτό το «σκληρά διμεροποιημένο» και δύσκολο πλαίσιο, αντιλαμβανόμενη ότι έχει περιορισμένες δυνατότητες δημιουργίας εξωτερικών αντιβάρων απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης (καθώς η ευρωπαϊκή μόχλευση έχει αποδυναμωθεί, αν και υπήρχαν πρόσφατα ορισμένες πιο προωθημένες ανακοινώσεις καταδίκης της τουρκικής επιθετικότητας) είτε μέσω των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (οι οποίες δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία),
To Νομοσχέδιο Μενέντεζ-Ρούμπιο είναι βεβαίως χρήσιμο αλλά τα ισχυρότερα μηνύματα (οι πραγματικές κυρώσεις) θα έρθουν για την Τουρκία εάν η ρήξη προσλάβει μεγαλύτερη ένταση ή πιο μόνιμα χαρακτηριστικά (εάν δηλαδή «τα σπάσουν» λόγω S-400), ενδεχόμενο όμως που δεν φαίνεται πιθανό.
Ταυτόχρονα όμως θεωρεί ότι είναι θετική και ενισχύει το στοιχείο της «εξωτερικής νομιμοποίησης» (προσδίδοντας και ουσιαστικό περιεχόμενο στο γεωπολιτικό αφήγημα της χώρας ως πόλου σταθερότητας σε ένα ασταθές και ρευστοποιούμενο περιφερειακό περιβάλλον) η συμμετοχή της Ελλάδας από κοινού με την Κυπριακή Δημοκρατία, σε πλήθος περιφερειακών σχημάτων συνεργασίας και διευθετήσεων ασφάλειας (οι τριμερείς και τετραμερείς συμμαχίες στρατηγικού χαρακτήρα με Ισραήλ ή/και Αίγυπτο, η Σύνοδος των MED 7 –των μεσογειακών κρατών-μελών της Ε.Ε., το Ενεργειακό Forum για την Ανατολική Μεσόγειο, η προώθηση του αγωγού EastMed με τη συμμετοχή και τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης)
Πώς; Με ποιους τρόπους;
Ο Παναγιώτης Τσάκωνας προτείνει την ανάπτυξη ενός συγκροτημένου συστήματος διαχείρισης «κρίσεων χαμηλής έντασης», με στόχο τον έλεγχο άσκοπης κλιμάκωσης, την αποτροπή πολυφωνίας(αν όχι κακοφωνίας, μεταξύ διαφορετικών φορέων που καλούνται να απαντήσουν στην τουρκική προκλητικότητα) και κυρίως την αποστολή μηνύματος στην Τουρκία ότι η Ελλάδα μπορεί να απαντά αποτελεσματικά στο είδος των κρίσεων που έχει επιλέξει η Τουρκία να προκαλεί στο ενδιάμεσο επίπεδο
Ενιαίο μέτωπο με την Κύπρο
Στο αναπτυσσόμενο σύστημα διαχείρισης κρίσεων χαμηλής έντασης να σκεφτούμε κατά πόσον πρέπει -και εάν ναι- με ποιο τρόπο να συνδεθεί και να αναπτυχθεί ως ενιαίο μέτωπο με την Κύπρο, όπου και το πραγματικό ενδιαφέρον της Τουρκίας σε σχέση με την κυπριακή ΑΟΖ. (Ήδη υφίσταται ένα κοινό μέτωπο που αναπτύσσεται στο διπλωματικό επίπεδο και αφορά, προς τον παρόν, τον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου όπου υπάρχει και το ουσιαστικό ενδιαφέρον της Τουρκίας, καθώς εκεί υπάρχουν εξελίξεις και συντελούνται αλλαγές που αισθάνεται ότι την αποκλείουν από τις μελλοντικές διευθετήσεις στην περιοχή).
Η σύσταση -με τρόπο προσεκτικό και χωρίς να ανακοινωθεί- ενός συστήματος διαχείρισης «κρίσεων χαμηλής έντασης» μεταξύ δύο ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να λειτουργήσει καταρχάς ως φορέας αξιόπιστης ενημέρωσης των υφισταμένων ευρωπαϊκών μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων και δυνητικά ως λόγος εμπλοκής τους στην πρακτική αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας από την Ε.Ε.
Έτσι ενισχύεται το ήδη ισχυρό μήνυμα που έχει με διάφορους (επίσημους και ανεπίσημους) τρόπους και κυρίως με συγκεκριμένες ενέργειες στείλει η Ελλάδα στην Τουρκία ώστε να μην επιχειρήσει την μεταφορά της κρίσης ανατολικότερα,
Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης
Ως προς την συζήτηση για τα ΜΟΕ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, ο κ. Τσάκωνας προτείνει, στην ανάλυση που κάνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, να συνεχιστεί με το σκεπτικό ότι μπορεί να μην υπάρξει συνειδητή από μέρους της Τουρκίας μεταφορά της κρίσης ανατολικότερα, αλλά αυτή μπορεί να προκύψει ως ατύχημα.
Η διαδικασία των ΜΟΕ πρέπει να συνεχιστεί, αναφέρει και προσθέτει: «Τα ΜΟΕ δεν μπαίνουν στην ατζέντα της συζήτησης μεταξύ κρατών που βρίσκονται σε αντιπαράθεση για να επιλύσουν τα προβλήματά τους. Αποτελούν χρήσιμα εργαλεία που κρατούν ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας Τα ΜΟΕ λειτουργούν υπέρ εκείνου που είναι υποστηρικτής του status quo και εις βάρος εκείνου που επιθυμεί την ανατροπή του status quo και έτσι απονομιμοποιούν ακραίες ή/και επικίνδυνες συμπεριφορές (προφανώς με όποια σχετική αξία έχει αυτή η νομιμοποίηση)».
Διερευνητικές επαφές
Αναφερόμενος στις διερευνητικές επαφές μεταξύ Αθήνας-Άγκυρας, ο κ. Τσάκωνας υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι μπορεί το άμεσο ζητούμενο για την Ελλάδα να είναι η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διαχείριση των αναπτυσσομένων στο ενδιάμεσο επίπεδο «κρίσεων χαμηλής έντασης» με την Τουρκία αλλά πρέπει να φροντίσουμε να παραμένουν και να καλλιεργούνται οι δυνατότητες συνεννόησης και διαλόγου με την άλλη πλευρά.
Η επανεργοποίηση των «διερευνητικών επαφών» με την Τουρκία, τονίζει, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας διότι προσφέρει τη δυνατότητα ενός συγκροτημένου θεσμικού δίαυλου ουσιαστικής επικοινωνίας, αποτελεσματικής συζήτησης και τελικά απορρόφησης των αναφυόμενων προβλημάτων.
Υπάρχει η «πραγματική στρατηγική» του Ελσίνκι (1999-2004)
Για να κατανοήσουμε την πολιτική της Τουρκίας ο κ. Τσάκωνας επικαλείται την εξέλιξη μιας σειράς πολιτικών με αρχή την απόφαση του Ελσίνκι του 1999, που είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Τονίζει ότι η πραγματική στρατηγική του Ελσίνκι είχε βραχεία διάρκεια πέντε ετών. Διήρκεσε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 μέχρι και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2004. Η στρατηγική αυτή δεν αφορούσε μόνον ή κυρίως τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας αλλά εκμεταλλευόμενη το ισχυρό κίνητρο της Τουρκίας να γίνει μέλος της Ε.Ε. μετέτρεψε την Ε.Ε. -για πρώτη φορά στην ιστορία της- σε «ενεργητικό παίκτη» ο οποίος έθεσε -σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αρχές- μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία για την επίλυση των διαφορών μεταξύ ενός κράτους-μέλους (Ελλάδα) και ενός δυνητικού-μέλους (Τουρκία), ορίζοντας πώς αυτό θα γίνει (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) και μέχρι πότε θα γίνει (εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος τεσσάρων ετών). Στο Ελσίνκι η Ελλάδα πέτυχε τη σύνδεση τριών ασύνδετων μέχρι τότε θεμάτων: την «ένταξη της Κύπρου, χωρίς επίλυση του πολιτικού προβλήματος», την «ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας» και την «επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών».
Ελσίνκι και Καραμανλής
Η κυβέρνηση Καραμανλή, υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Τσάκωνας, (εξελέγη τον Μάρτιο του 2004) η οποία είχε ως κύριο στόχο της την εμπέδωση της πολιτικής της κυριαρχίας βρέθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο δημιουργίας κρίσης στο μέτωπο του Αιγαίου από έναν θυμωμένο Ερντογάν -λόγω της καταψήφισης του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο από τους ελληνοκύπριους και την υπερψήφισή του από τους τουρκοκύπριους για την οποία είχε ο ίδιος προσωπικά φροντίσει να συμβεί- και κυρίως μπροστά στις δύσκολες αποφάσεις που καλείτο -λόγω Ελσίνκι- να πάρει μέχρι τον Δεκέμβριο 2004 για επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Τι έκανε; Φρόντισε πρώτα να απελευθερώσει τον εαυτό της από ό,τι θεωρούσε ως το μεγάλο βάρος του Ελσίνκι, δηλαδή το κόστος του συμβιβασμού που θα συνεπάγονταν η επίλυση των διαφορών μέσω ΔΔΧ. Φρόντισε λοιπόν και τυπικά να πάει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2004 και να αφαιρέσει το σχετικό χρονοδιάγραμμα απαξιώνοντας και τον ρόλο του ΔΔΧ, το οποίο πρέπει να μην ξεχνάμε ότι αρνούνταν επί 35 χρόνια η Τουρκία και υποχρεώθηκε να τον αποδεχθεί το 1999, διότι διαφορετικά δεν θα προχωρούσε η ευρωπαϊκή της πορεία.
«Αποδείξαμε έτσι», προσθέτει ο κ. Τσάκωνας, με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο ότι: « η πίστη μας στο διεθνές δίκαιο και η επίκλησή του μπορεί να είναι προσχηματική ή a la carte· συνεπώς καλό είναι το διεθνές δίκαιο αλλά όταν και για όσο μας συμφέρει και όχι στο ενδεχόμενο να διακινδυνεύσουμε η κρίση του ΔΔΧ να μας δώσει οτιδήποτε λιγότερο από το 100% όσων θεωρούμε ότι δικαιούμαστε από τις διαφορές μας με την Τουρκία (έχοντας μάλιστα με ανάλογο τρόπο εκπαιδεύσει και τον ελληνικό λαό αναπαράγοντας τον μύθο της μοναδικής διαφοράς με την Τουρκία που αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας)».
Αυτό που κράτησε η κυβέρνηση Καραμανλή αναφέρει στη συνέχεια ο κ. Τσάκωνας ήταν ό,τι δεν συνεπάγονταν υποχρεώσεις για την Ελλάδα και ταυτόχρονα υποχρεώσεις για την Τουρκία, δηλαδή τη δυνητική συνέχιση της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού της μέσω της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Προφανώς η τότε η κυβέρνηση πίστευε ότι -πέραν της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.- η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει τα καλά και των δύο κόσμων, δηλαδή τη συνέχιση του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας χωρίς το κόστος του συμβιβασμού που θα συνεπάγονταν η επίλυση των διαφορών μέσω ΔΔΧ. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Καραμανλή κράτησε το κέλυφος της στρατηγικής του Ελσίνκι (τον δυνητικό και σε βάθος χρόνου εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας) αφαιρώντας το ουσιαστικό περιεχόμενο της (την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο).
Τα «επίχειρα» της εγκατάλειψης του Ελσίνκι
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Τσάκωνας σημειώνει ότι «δεν έχει και τόσο σημασία εάν η τότε κυβέρνηση Καραμανλή είτε θεώρησε αφελώς ότι οι αποφάσεις της μπορεί να μην έχουν συνέπειες είτε σκέφτηκε -λειτουργώντας με βάση τους βραχυπρόθεσμους όρους του εκλογικού κύκλου- ότι τις όποιες συνέπειες θα τις διαχειριστούν οι επόμενοι. Το ζήτημα είναι ότι οι συνέπειες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους: επαναφορά των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο δύσκολο, και εν πολλοίς απρόβλεπτο, διμερές πλαίσιο, ακύρωση κάθε κινήτρου της Τουρκίας να επιδιώξει την επίλυση των διαφορών της και βεβαίως απώλεια των ευρωπαϊκών θεσμικών αντιβάρων όσον αφορά στον έλεγχο της εξωτερικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Η Ε.Ε. εισήλθε σε μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη κρίση ενώ εντάθηκε η διολίσθηση της Τουρκίας προς τον εθνικισμό και τον αυταρχισμό στο εσωτερικό και την απομόνωση στο εξωτερικό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ