Φωτορεπορτάζ: Παναγιώτης Σαγκούρης 

Λίγο πριν τις 17.30 και μετά από αρκετές ώρες παραμονής στην Ευελπίδων αποχώρησε από το κτήριο όπου απολογούνταν ο δολοφόνος της Δώρας Ζέμπερης. Ο δράστης παρέμεινε εγκλωβισμένος μέσα στο κτήριο εννέα με τους συγγενείς και φίλους του θύματος να βρίσκονται έξω από αυτό περιμένοντας τον να βγει. Είχαν προηγηθεί άγρια επεισόδια για άλλη μια φορά το πρωί αλλά και οργισμένη αντίδραση των συγκεντρωμένων μόλις πληροφορήθηκαν το τέλος της απολογίας του, οι οποίοι χτυπώντας τα χέρια τους στο εξωτερικό στέγαστρο των κρατητηρίων από πλέξιγκλας το έσπασαν.

Οι αρχές τελικά απομόνωσαν το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να λιντσάρει τον 58χρονο και τον έβγαλαν από την κεντρική είσοδο ενώ στη συνέχεια τον πέρασαν από την πλευρά που δεν υπήρχε κόσμος.

Σε δηλώσεις της στο zougla.gr η μητέρα της Δώρας Ζέμπερη κατήγγειλε πως οι αστυνομικοί την χτύπησαν 

«Οι αστυνομικοί με χτύπησαν στα πόδια – στα χέρια μου έγδαραν τα χέρια και με έσπρωξαν» τόνισε και πρόσθεσε «αυτή είναι η ελληνική αστυνομία» ενώ ζήτησε την επαναφορά της θανατικής ποινής και είπε πως θα έπρεπε ο δολοφόνος να αφεθεί στα χέρια της οικογένειας.

«Δεν δέχομαι καμία συγγνώμη από τον δράστη» είπε η μητέρα της άτυχης κοπέλας.

Δείτε τις δηλώσεις της:

Οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας του θύματος προπηλάκισαν τον δικηγόρο του 58χρονου δράστη.

Δείτε την οικογένεια του θύματος στον δρόμο έξω από την Ευελπίδων την ώρα που περνά το ταξί που μεταφέρει τον δικηγόρο του δράστη:

Οι δηλώσεις της συνογόρου του πατέρα της Δώρας Ζέμπερη:

«Σήμερα ολοκληρώθηκε η απολογία του κατηγορούμενου και με σύμφωνη γνώμη του ανακριτή και του εισαγγελέα είναι προσωρινά κρατούμενος» είπε η συνήγορος του πατέρα της 32χρονης και χαρακτήρισε «αστεία πράγματα» τα όσα ανέφερε ο 58χρονος περί άμυνας.

Για να μεταφερθεί με ασφάλεια ο 58χρονος στο σημείο ήταν τουλάχιστον τέσσερις διμοιρίες των ΜΑΤ. Οι αρχές έβγαλαν τον 58χρονο από την κεντρική είσοδο

Οι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας της Δώρας Ζέμπερη είχαν επιχειρήσει να λιντσάρουν τον δολοφόνο δύο φορές κατά τις μεταγωγές του στα δικαστήρια. 

Κατά τη μεταγωγή του στην Ευελπίδων το πρωί , η οικογένεια της Δώρας προσπάθησε για ακόμη μία φορά να τον λιντσάρει

Πρώτος ο αδελφός της πέταξε προς τον δολοφόνο νερό, ενώ, καθώς οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. προσπαθούσαν να τον βάλουν μέσα στα δικαστήρια, έπεσε, με το πλήθος να του ορμάει για να τον χτυπήσει.

«Θάνατος, θάνατος στο κτήνος που μας πήρε το κορίτσι» φώναζαν οργισμένοι συγγενείς και φίλοι της άτυχης Δώρας Ζέμπερη.

«Αφήστε με να τον σκοτώσω. Είναι δολοφόνος. Σκότωσε το παιδί μου» φώναζαν η μάνα και ο πατέρας της 32χρονης.

«Να αλλάξει ο νόμος για τις αποφυλακίσεις. Να μη δολοφονηθούν κι άλλοι αθώοι» φώναζαν τα αδέλφια της Δώρας και πολίτες που βρίσκονταν στα δικαστήρια.

«Αληταρά, φονιά, να πεθάνεις» ούρλιαζαν άλλοι.

Σε βάρος του ο εισαγγελέας σημειώνεται πως έχει ασκήσει ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα από την οποία επήλθε θάνατος, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.

Την Πέμπτη η αστυνομία έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία του δολοφόνου και φωτογραφίες του. Πρόκειται για τον Εμμανουήλ Εσσατζανιάν-Σοροπίδη του Γρηγορίου και της Σταυρούλας, γεννηθέντα στις 3-1-1959 στη Νέα Ιωνία.



Αμετανόητος στην απολογία του!

Αμετανόητος και προκλητικός ο 58χρονος καθ΄ομολογίαν δολοφόνος της εφοριακού, προσπάθησε να πείσει τον ανακριτή ότι ο ίδιος προσπαθούσε να φύγει αλλά το θύμα τον τράβηξε για να πάρει πίσω την τσάντα της. Κατά τη διάρκεια της πάλης που είχαν ο 58χρονος δεν δίστασε να πει ότι μπορεί το θύμα να έπεσε πάνω στο μαχαίρι του (σ.σ. το θύμα έφερε 14 μαχαιριές!).

Διαβάστε μέρος της απολογίας του:

«Αρνούμαι τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα. Αποδέχομαι τις κατηγορίες της οπλοφορίας και της παράνομης οπλοχρησίας. Στις 18/10/2017 είχα πάει στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών με το σκοπό να αφαιρέσω μπρούτζινες καντήλες, τις οποίες στη συνέχεια θα πουλούσα για να εξασφαλίσω τη δόση μου, δεδομένου ότι είμαι 20 χρόνια τοξικομανής. Ήμουν σε κακή κατάσταση γιατί είχα δύο μέρες να πάρω τη δόση μου. Κάποια στιγμή είδα πάνω σ ένα πεζούλι μια τσάντα και πήγα να την κλέψω, καθώς θεώρησα ότι είχε χρήματα μέσα. Πήρα την τσάντα στα χέρια μου και κινήθηκα προς τα δεξιά για να φύγω. Τότε η παθούσα με έπιασε από πίσω από τα μαλλιά και μου είπε «αλήτη την τσάντα μου» και προσπάθησε να πάρει την τσάντα της πίσω. Την κοπέλα δεν την είχα δει καθώς πρέπει να ήταν σ ένα παρεκκλήσι. Ακολούθησε πάλη με την κοπέλα κατά τη διάρκεια της οποίας πέσαμε στο έδαφος και οι δύο.

»Στη συνέχεια έβγαλα το μαχαίρι που είχα στην κατοχή μου για να την φοβερίσω για να με αφήσει να φύγω. Όταν όμως η παθούσα είδε το μαχαίρι θύμωσε περισσότερο και με το ένα χέρι προσπάθησε να με πιάσει από το λαιμό και με το άλλο χέρι προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι με που κρατούσα το μαχαίρι. Ενδεχομένως όμως πριν μου πιάσει το χέρι έπιασε τη λεπίδα του μαχαιριού και έτσι δικαιολογούνται οι αμυχές που βρέθηκαν στο χέρι της. Τελικώς μου έπιασε το χέρι κι εγώ στην προσπάθειά μου να την αποφύγω τίναξα το χέρι μου για να αποφύγω το δικό της και πρέπει να τη χτύπησα στο πρόσωπο. Επακολούθησε πάλη μεταξύ μας καθώς προσπαθούσα να ξεφύγω ενώ εκείνη δε με άφηνε. Το πλήγμα στη θωρακική χώρα που φαίνεται σοβαρό δε θυμάμαι πως ακριβώς επήλθε.

»Το πιθανότερο είναι ότι την χτύπησα εγώ όταν βρισκόμουν επάνω της στην προσπάθειά μου να στηριχτώ γιατί μου κρατούσε τα χέρια. Έχασα την ισορροπία μου και ενδεχομένως τη χτύπησα στο στήθος με το μαχαίρι πέφτοντας πάνω της. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να έπεσε εκείνη πάνω στο μαχαίρι κατά τη διάρκεια της πάλης. Εκτιμώ ότι η πάλη με την παθούσα κράτησε 5-6 λεπτά. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε η παθούσα ότι έχει χτυπηθεί και με άφησε. Στηρίχτηκε στο ένα γόνατο για να σηκωθεί και άρχισε να περπατάει κρατώντας την κοιλιά και το αριστερό πλευρό της προς κάποιες γυναίκες από τις οποίες ζήτησε βοήθεια. Κατά τη διάρκεια της πάλης η παθούσα φώναξε δύο φορές «αστυνομία».

»Αμέσως αφού απομακρύνθηκε η παθούσα, πήρα την τσάντα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του νεκροταφείου, προς τις γραμμές του ΗΣΑΠ. Καθ οδόν διαπίστωσα ότι τα χέρια μου είχαν αίματα και τα σκούπισα με κάτι χαρτοπετσέτες που είχα στην τσέπη μου. Τις χαρτοπετσέτες τις πέταξα στο νεκροταφείο. Βγήκα από το νεκροταφείο και προχώρησα προς το γήπεδο της Ριζούπολης, σε ένα οικόπεδο πιο κάτω από το γήπεδο άδειασα την τσάντα και διαπίστωσα ότι μέσα είχε ένα πορτοφόλι το οποίο περιείχε 5 ευρώ και τραπεζικές κάρτες. Πήρα τα 5 ευρώ και το κινητό, ενώ την τσάντα την άφησα στο οικόπεδο. Ακολούθως κατέβηκα στην Ομόνοια και πήγα σε ένα μαγαζί Πακιστανών στην οδό Σοφοκλέους, όπου πούλησα το κινητό έναντι 20 ευρώ. Με τα χρήματα αυτά και τα 5 ευρώ αγόρασα από την πλατεία Βάθης ναρκωτικά. Μετά από λίγες ημέρες όταν έμαθα το θάνατο της κοπέλας, πήγα στο οικόπεδο που είχα αφήσει την τσάντα, έριξα λίγο πετρέλαιο και την έκαψα»…

Όταν ερωτήθηκε για την αλλαγή στην κατάθεσή του στην αστυνομία, που ήταν διαφορετική, εκείνος απάντησε: «Ουδέποτε ανέφερα τα παραπάνω κατά την προανακριτική μου κατάθεση. Οι αστυνομικοί μίλησαν μαζί μου ανεπίσημα σε ένα δωμάτιο και στην συνέχεια έγραψαν την κατάθεσή μου την οποία μου διάβασαν εν περιλήψει. Δεν είχα μαζί μου τα γυαλιά μου για να τη διαβάσω κι εγώ. Έτσι δεν ξέρω τι πραγματικά γράφτηκε. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έγινε. Επιθυμώ την εξέτασή μου από ψυχίατρο για να διαπιστωθεί η τοξικομανία μου».