Συγκεκριμένα στοιχεία από τις χιλιάδες σελίδες που συγκέντρωσε ο ανακριτής που διενήργησε κύρια έρευνα για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, επικαλείται στην πρόταση του ο εισαγγελέας Γιώργος Πολυκράτης επιμερίζοντας τις ευθύνες για τις οποίες θεωρεί ότι πρέπει να λογοδοτήσουν οι κατηγορούμενοι. Η εισαγγελική εισήγηση αφορά την παραπομπή 27 κατηγορουμένων οι οποίοι στην συντριπτική πλειονότητά τους είναι από την Πυροσβεστική.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, συνολικά 14 στελέχη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας πρέπει να δικαστούν για τα δύο πλημμελήματα που έχουν αποδοθεί για την υπόθεση. Στους 14 κατηγορούμενους από την Πυροσβεστική περιλαμβάνονται ο νυν αρχηγός του Σώματος, ο τότε αρχηγός επιχειρήσεων καθώς και ο υπαρχηγός του, ο τότε διοικητής του ΕΣΚΕ, οι τότε διοικητές της 1ης ΕΜΑΚ και της Πυροσβεστικής Πειραιά ως αρμόδιας για τα πλωτά μέσα του Σώματος, δύο ιπτάμενοι σε ελικόπτερα της υπηρεσίας κ.α.
Η πρόταση του εισαγγελέα αφορά επίσης τέσσερις κατηγορούμενους από την ΕΛ.ΑΣ, μεταξύ των οποίων ο τότε γενικός αστυνομικός διευθυντής της ΓΑΔΑ. Αφορά επίσης τον τότε Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας.
Οι κατηγορούμενοι από την Αυτοδιοίκηση που ο κ. Πολυκράτης εισηγείται παραπομπή σε δίκη είναι συνολικά 7, ανάμεσα στους οποίους η πρώην περιφερειάρχης Αττικής, μία περιφερειακή σύμβουλος και οι τότε δήμαρχοι Μαραθώνος, Ραφήνας-Πικερμίου και Πεντέλης. Παραπομπή ζητά επίσης για δύο αντιδημάρχους, έναν του Δήμου Μαραθώνα και έναν του Δήμου Ραφήνας-Πικερμίου. Ο 27ος κατηγορούμενος είναι ο ηλικιωμένος άντρας που στάθηκε η αιτία της πυρκαγιάς.
Ο εισαγγελικός λειτουργός ανάμεσα σε άλλα επισημαίνει πως η Πυροσβεστική καθυστέρησε πολύ να θέσει σε γενική επιφυλακή τις δυνάμεις της για την πυραγιά «πλην όμως η ως άνω ενέργεια ήταν απρόσφορη, καθώς είχε ήδη παρέλθει μία τουλάχιστον ώρα από την εκδήλωση της πυρκαγιάς», όπως τονίζει ενώ αναφέρει: «Επισημαίνεται ότι από την ώρα αναγγελίας της πυρκαγιάς (16:41) μέχρι και 18:20, όταν δηλαδή το μέτωπο της πυρκαγιάς πέρασε σε διάφορα σημεία την Λ. Μαραθώνος με κατεύθυνση προς το Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι, ο συνολικός αριθμός των πυροσβεστικών υδροφόρων οχημάτων του Π.Σ. που επιχειρούσαν στην περιοχή, ήταν μόνο δεκατρία (13), χωρίς μάλιστα να υπάρξει παρέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων στον οικισμό Μάτι.. Το πρώτο υδροφόρο πυροσβεστικό όχημα στην Λ. Μαραθώνος και πιο συγκεκριμένα στο ύψος του συνοικισμού της Αγίας Βαρβάρας Ραφήνας αφίχθη στις 18:44, ενώ ένα άλλο πυροσβεστικό όχημα αφίχθη στην διασταύρωση Λ. Μαραθώνος και Φλέμινγκ στις 19:09, όταν πλέον ήταν πολύ αργά, διότι ήδη το πύρινο μέτωπο είχε περάσει την Λ. Μαραθώνος και εξαπλωνόταν ανεξέλεγκτα προς το Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι».
Ο εισαγγελέας αναφέρεται επίσης στη νεοσύστατη υπηρεσία των Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών (ΣμηΕΑ – drones), τονίζοντας πως «έμεινε επιχειρησιακά ανεκμετάλλευτη την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς, ενώ η χρήση τους θα μπορούσε να παράσχει στο Ε.Σ.Κ.Ε. απευθείας εικόνες από τον τόπο της πυρκαγιάς, καθώς και σημαντικές πληροφορίες (σε πραγματικό χρόνο) για την συμπεριφορά της πυρκαγιάς, τον τρόπο εξάπλωσής της και άλλα δεδομένα, που θα συνέβαλαν στην λήψη ορθών επιχειρησιακά αποφάσεων».
Για τα εναέρια μέσα, ο εισαγγελικός λειτουργός τονίζει πως το πρώτο κρίσιμο 20λεπτο της φωτιάς επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο βαρέως τύπου Ericson, ενώ αναφέρεται και στην διαχείριση που έγινε με αφορμή φωτιά που είχε εκδηλωθεί στα διυλιστήρια Κορίνθου μετά την φωτιά στην Κινέττα: «Στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις έσπευσαν 10 πυροσβεστικά οχήματα και έγινε εκτροπή ελικοπτέρου που κατευθύνονταν προς την Πεντέλη, γεγονός που χαρακτηρίζεται ακόμη και από τον κατηγορούμενο σήμερα Β.Μ. (στελέχους της ΠΥ) “ολέθριο λάθος του αρχηγού”». Το στέλεχος, που επικαλείται ο εισαγγελικός λειτουργός, είχε αναφέρει πως «αυτή η εντολή για εκτροπή αποτελεί εγκληματικό επιχειρησιακό σφάλμα».
Ο εισαγγελέας διαπιστώνει την απόλυτη ασυνεννοησία μεταξύ των υπηρεσιών και κυρίως την έλλειψη σχεδίου για την διάσωση των ανθρώπων που βρίσκονταν σε κίνδυνο. «Κατόπιν κλήσεων στο 199 από πολίτες, οι οποίοι ανέφεραν σοβαρά και κρίσιμα περιστατικά για ανθρώπους, που κινδύνευε η ζωή τους από την εξελισσόμενη πυρκαγιά στους οικισμούς Νέος Βουτζάς, Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντί να προωθηθούν πυροσβεστικές δυνάμεις στις συγκεκριμένες διευθύνεις των κινδυνευόντων ατόμων για την διάσωσή τους, οι τηλεφωνητές – χειριστές του 199 δεν ενήργησαν προς διάσωση των ατόμων που κινδύνευαν από την πυρκαγιά, αλλά διαβίβαζαν τα περιστατικά αυτά στις αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες αφενός δεν είχαν σχετική αρμοδιότητα, αφετέρου δεν διέθεταν γνώσεις και μέσα, για να προβούν σε διάσωση ατόμων από πυρκαγιά» αναφέρει ο εισαγγελέας και παραθέτει τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
«α) περίπτωση κατά την οποία άτομα, που βρίσκονταν εντός οικίας στην οδό Κουντουριώτη αρ. 27 στον Νέο Βουτζά και εξωτερικά αυτής καίγονταν τα πάντα, ακόμη και το αυτοκίνητό τους, επικοινωνούν με το «199», στις 18:13:45, αναφέροντας κατά λέξη: «Γύρω γύρω τώρα καίγονται όλα, θα έχουν καεί όλα εμείς, είμαστε μέσα, έχει πολύ καπνό … Χάλασε το αυτοκίνητό μας, κάηκε, τι λέτε τώρα;», και ο χειριστής – τηλεφωνητής του «199» απάντησε: «Σιγά σιγά προς την παραλία δεν μπορείτε να πάτε; Έχετε αυτοκίνητο;» και μία γυναίκα του απάντησε: «Όχι ρε παιδιά, αφού έχω μωρό δεκατριών μηνών και πώς θα αναπνεύσει λίγο, δεν ξέρω, κάντε κάτι». Ακολούθως, στις 18:15:36, ο χειριστής – τηλεφωνητής του «199», αντί να προβεί στην αποστολή δυνάμεων για την διάσωση των κινδυνευόντων στην ως άνω οικία, διαβιβάζει το συμβάν στο Κ.Ε.Π.Π. αναφέροντας: «Ο Δήμος δεν μπορεί να βάλει ένα αυτοκίνητο να βοηθήσει; τα δικά μας σβήνουν» και το Κ.Ε.Π.Π. απαντά: «Ναι παιδιά, όμως δεν γίνεται όλοι εσείς να παίρνετε μόνο το δικό μου τηλέφωνο … Έχει και δίπλα τρία τέσσερα εδώ πέρα» και συνεχίζοντας αναφέρει: «Αυτή η κυρία δεν γίνεται να πάρει τηλέφωνο το εκατό να πάει ένα περιπολικό; αυτά που είπε σε εσένα δεν μπορούσε να τα πει στο εκατό;»
β) Στην οδό Μυκόνου αρ. 41 στο Μάτι, όταν πολίτης ειδοποίησε, στις 18:57:03, το «199» για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν τρεις γυναίκες στην ως άνω διεύθυνση, όπου εξωτερικά της οικίας καίγονταν τα δένδρα και ζήτησε βοήθεια για την διάσωση και μεταφορά τους σε ασφαλή περιοχή, του απάντησε ο τηλεφωνητής: «Ντάξει …, πάρα πολλά περιστατικά όμως που είναι έτσι αντίστοιχα με τα δικά σας και κατασκηνώσεις προσπαθούμε να εκκενώσουμε και γίνεται χαμός» και «Να σας πω, πάρτε και το εκατό την αστυνομία, αν μπορούν και αυτοί να κάνουν μεταφορά» και
γ) Τέλος, όταν κάποια γυναίκα – υπάλληλος του ξενοδοχείου με την επωνυμία «RAMADA» ζήτησε από το «199» την εκκένωσή του, επειδή καίγονταν τα αυτοκίνητα στον εξωτερικό χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου, ο χειριστής – τηλεφωνητής του «199» κάλεσε το Κ.Ε.Π.Π., για να διαβιβάσει στην Αστυνομία το περιστατικό».
Ο εισαγγελέας καταγράφει το χάος που επικράτησε στη Λεωφόρο Μαραθώνα σημειώνοντας μάλιστα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις την κυκλοφοριακή διαχείριση έκαναν και ιδιώτες. Το αποτέλεσμα «ήταν τελικά να εισέλθει μεγάλος αριθμός οχημάτων στο Μάτι, πλέον αυτών που ήδη υπήρχαν εκεί και κινούνταν ή ήταν σταθμευμένα και κινήθηκαν στην συνέχεια, όταν οι κάτοικοι προσπαθούσαν, υπό το κράτος του πανικού, να απομακρυνθούν από την περιοχή, ήτοι η κίνηση των οχημάτων γινόταν άτακτα, με συνέπεια να δημιουργηθεί κυκλοφοριακή συμφόρηση στους στενούς δρόμους και τελικά να εγκλωβιστούν τα οχήματα και οι επιβαίνοντες σε αυτά, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα» αναφέρει τονίζοντας παράλληλα πως «η αρμόδια Λιμενική Αρχή (Λιμεναρχείο Ραφήνας) δεν έδωσε εντολή στα πλοία της γραμμής, που κατέπλεαν από τις 17:30 και έπειτα, όταν δηλαδή η πυρκαγιά από τον οικισμό Νταού Πεντέλης ήταν οπωσδήποτε ορατή από τους καπνούς, να μην αποβιβαστούν οχήματα και επιβάτες στον λιμένα της Ραφήνας, αλλά στον πλησιέστερο λιμένα ή σε κάθε περίπτωση να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, έτσι ώστε να κινηθούν όλα τα οχήματα και οι επιβάτες, ανεξάρτητα από τον προορισμό τους, υποχρεωτικά προς Αρτέμιδα».
Τον τελευταίο λόγο για την παραπομπή ή όχι των κατηγορουμένων έχει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας, στο οποίο διαβιβάστηκε η εισαγγελική πρόταση.