Την παρέμβαση της Εισαγγελίας προκάλεσε η διαρροή στον Τύπο στοιχείων της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί για τον θάνατο των τριών αδικοχαμένων παιδιών από την Πάτρα και τη δολοφονία της 9χρονης Τζωρτζίνας με κατηγορούμενη τη μητέρα της Ρούλα Πισπιρίγκου.
Η Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας έδωσε παραγγελία να ξεκινήσει προκαταρκτική εξέταση για όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας με στοιχεία από την υπόθεση που ερευνάται από τη Δικαιοσύνη.
Στο «στόχαστρο» μπαίνουν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που «σπάνε» το απόρρητο της έρευνας, οι ηθικοί αυτουργοί, καθώς και όσοι ευθύνονται για την παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Έτσι, θα ερευνηθεί ο ρόλο των δικηγόρων που χειρίζονται την υπόθεση και έχουν λάβει στα χέρια τους αντίγραφα της δικογραφίας, αλλά και δημοσιογράφοι που φέρονται να έχουν ανακριτικό υλικό στη διάθεσή τους. Στο πλαίσιο της έρευνας θα εξεταστεί αν και με ποιον τρόπο διέρρευσε απόρρητο ανακριτικό υλικό, αλλά και το ενδεχόμενο να υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί πίσω από την ενέργεια αυτή.
Αφορμή ήταν σειρά δημοσιευμάτων που αφορούν στην υπόθεση της δολοφονίας της 9χρονης Τζωρτζίνας, για την οποία είναι προσωρινά κρατούμενη η μητέρα της.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας και έγιναν «φύλλο και φτερό» από τα ΜΜΕ, βρίσκονται ήδη στα χέρια του εισαγγελέα Ν. Στεφανάτου, που ανέλαβε την έρευνα με σκοπό να εξακριβώσει το ενδεχόμενο «παραβίασης δικαστικού απορρήτου από πρόσωπο στο οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία και ηθικής αυτουργίας σε αυτήν, καθώς και παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων».
Εισαγγελικές πηγές επικαλούνται τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 251) για το δικαστικό απόρρητο, στις οποίες ορίζεται ότι:
«Γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με: α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου, β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία, γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης, δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής του ενός μέρους».
Η προβλεπόμενη τιμωρία για τους παραβάτες του άρθρου προσδιορίζεται σε φυλάκιση και χρηματική ποινή εφόσον με την παραβίαση του δικαστικού απορρήτου ο δράστης:
«Σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή». Με την ίδια ποινή τιμωρείται «και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου».