Μοναδικά ευρήματα που αφορούν στη Θεσσαλονίκη των ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων ανακαλύφτηκαν, κατά τη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας, που ξεκίνησε σε οικόπεδο στις οδούς Δουμπιώτη και Φιλώτα, στο δυτικό τμήμα της πόλης.
Οι αρχαιότητες που διατηρούνται σε καλή κατάσταση εκτείνονται στο σύνολο του οικοπέδου και ακόμη παραπέρα, δίνοντας καινούργια στοιχεία για την τοπογραφία της πόλης των υστερορωμαϊκών χρόνων, μιας άγνωστης και ιδιαίτερα σημαντικής εποχής για τη Θεσσαλονίκη.
Το σημαντικότερο όλων είναι ένα τεράστιο παλαιοχριστιανικό οικοδόμημα, πιθανότατα χριστιανικής λατρείας που πλαισιώνεται από στοές, μια πολύ μεγάλη αυλή -της οποίας σώζονται τμήματα της προσεγμένης πλακόστρωσης- και μια μνημειώδης μαρμάρινη κλίμακα που σε σημεία φτάνει τις οκτώ βαθμίδες.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη του κτηρίου που φέρουν τεκτονικά σύμβολα, μάρτυρες των διαδοχικών χρήσεών τους. Αυτό σημαίνει ότι το αρχιτεκτονικό υλικό μεταφέρθηκε από αλλού και πιθανότατα χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της πόλης. Κάποια άλλα σύμβολα, όπως γράμματα και σταυροί, που βρέθηκαν χαραγμένα στους πλίνθους της κλίμακας και θυμίζουν παρόμοια σύμβολα άλλων παλαιοχριστιανικών κτηρίων της Θεσσαλονίκης, δίνουν μαζί με ένα νόμισμα από την εποχή του Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) μια πρώτη ένδειξη ως προς τη χρονολόγηση του κτηρίου.
Στο οικόπεδο βρέθηκαν επίσης περίτεχνα κιονόκρανα, πεσμένοι κίονες κι ένα κρηναίο τοξωτό οικοδόμημα, πλάτους 80 εκατοστών, που εντοπίστηκε νότια του μνημειακού κρηπιδώματος. Το κτήριο φέρει στο εσωτερικό του επίχρισμα από υδραυλικό κονίαμα, ενώ εξωτερικά έχει επένδυση από μαρμάρινες πλάκες, πάχους 12 εκατοστών.
Στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. χρονολογείται το δάπεδο από χονδρό ψηφιδωτό που βρέθηκε μέσα στο οικοδόμημα και το οποίο εικονίζει γεωμετρικά σχέδια σε λευκό φόντο. Μέσα στο κτήριο, παράλληλα, όπως και στην ανατολική και βόρεια στοά, εντοπίστηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι μεταγενέστερης εποχής με πολλαπλές ταφές, χωρίς όμως άλλα ευρήματα.
Επιμέλεια: Φίλιππος Καραμέτος