Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος μετείχε σε Διαδικτυακή Συζήτηση, την οποία διοργάνωσε το γαλλόφωνο Πανεπιστημιακό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Szeged – σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου (EPLO) – με θέμα: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Κράτη-Μέλη, οι Πολίτες». Στην ίδια συζήτηση, εκτός από τον κ. Παυλόπουλο, μετείχαν ο πρώην Πρωθυπουργός της Γαλλίας κ. Jean-Pierre Raffarin, ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας κ. János Martonyi και οι Ευρωβουλευτές κ.κ. László Trócsányi και François-Xavier Bellamy. Την συζήτηση συντόνισε ο Αναπληρωτής Διευθυντής επιστημονικών υποθέσεων του Ιδρύματος Otto Habsburg κ. Gergely Fejérdy, ενώ τα συμπεράσματά της συνόψισε ο Καθηγητής κ. Péter Kruzslicz, Διευθυντής του γαλλόφωνου Πανεπιστημιακού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Szeged. Κατά την παρέμβασή του ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Η τρέχουσα, ραγδαίως μεταβαλλόμενη, διεθνής συγκυρία – από τα τραγικά γεγονότα στο Αφγανιστάν ως την «εταιρική», στην πραγματικότητα αναμφισβητήτως και «στρατηγική», τριμερή «αμυντική», κατά τους ισχυρισμούς τους, σχέση μεταξύ Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ («AUKUS») – αποδεικνύει, στην πράξη, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν κάνει αποφασιστικά βήματα προς την τελική Ενοποίηση και Ολοκλήρωσή της αλλά, όλως αντιθέτως, οδηγείται, σχεδόν «παθητικώς», σ’ ένα είδος «περιθωρίου». Αυτό δε συμβαίνει και από δικά της λάθη. Πλην όμως και διότι είναι πλέον φανερό, ότι ορισμένοι «πρωταγωνιστές» στην Διεθνή Σκηνή επιδιώκουν – ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν λαμβάνουν υπόψη κατά τον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής τους – την «συρρίκνωση» και, εν τέλει, την προαναφερόμενη περιθωριοποίησή της.
Α. Συγκεκριμένα, πασιφανείς ολιγωρίες στο πλαίσιο της οργάνωσης και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύουν, ότι η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση είτε κάνει «βήματα σημειωτόν» είτε, ακόμη χειρότερα, βήματα προς τα πίσω. Όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στην Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και όσα συμβαίνουν σήμερα στο Αφγανιστάν – πραγματικό πλήγμα για τον Άνθρωπο, για την Δημοκρατία και για τον Πολιτισμό μας εν γένει – καθώς και στον Ειρηνικό Ωκεανό με πρωταγωνίστρια τις ΗΠΑ και με πρώτο «στόχο» την Κίνα, εν απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δείχνουν, π.χ. και μεταξύ άλλων, ότι ένας θεμελιώδης πυλώνας της πορείας προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Ολοκλήρωση, εκείνος της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας («ΚΕΠΠΑ»), κατά τις διατάξεις των άρθρων 23 επ. της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μένει, το λιγότερο, «ατροφικός». Με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση, διανύοντας μια περίοδο απραξίας διεθνώς, που παραπέμπει στον μυθολογικό «Επιμενίδειο ύπνο», να είναι ουσιαστικώς απούσα, και μάλιστα σε κρισιμότατες στιγμές, από το διεθνές γίγνεσθαι. Κάτι το οποίο, προφανώς και αναμφιβόλως, πλήττει καιρίως αυτό τούτο το κύρος της, τόσο “intra muros” όσο και στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον.
Β. Για όσο χρονικό διάστημα δεν διαθέτει έναν ισχυρό πυλώνα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται, κυριολεκτικώς, «άθυρμα» ιδίως στους υπολογισμούς εκείνων, οι οποίοι είτε δεν επιθυμούν να συμπράξουν μαζί της είτε – πράγμα ακόμη πιο δυσοίωνο – κατά βάθος την υποβλέπουν. Κάτι το οποίο είναι στις μέρες μας «ορατό δια γυμνού οφθαλμού», μεσ’ από την «ξαφνική» σύμπηξη της προμνημονευόμενης «εταιρικής-στρατηγικής» τριμερούς «αμυντικής» σχέσης μεταξύ Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ. Σχέσης, η οποία αλλάζει ουσιωδώς τις στρατηγικές προτεραιότητες των τελευταίων, επιφέροντας ευρύτερες γεωστρατηγικές ανακατατάξεις παγκοσμίως. Προδήλως, η σχέση αυτή καταλήγει να στρέφεται και εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε και κρίνεται απολύτως δικαιολογημένη η χωρίς περιστροφές αντίδραση και καταγγελία του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Αντίδραση και καταγγελία, την οποία κάθε συνειδητοποιημένος Ευρωπαίος πρέπει να στηρίξει χωρίς επιφυλάξεις.
Γ. Είναι αδιανόητο για την Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίζει μια τέτοια «διολίσθηση» στην Διεθνή Σκηνή. Είναι λοιπόν ανάγκη, εδώ και τώρα, να ολοκληρώσει, με ταχύτατους ρυθμούς, το «ημιτελές» Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.
1. Το οφείλει, κατ’ αρχάς, στους Ιδρυτές της. Οι οποίοι οραματίσθηκαν – χωρίς βεβαίως να αιθεροβατούν – μιαν Ενωμένη Ευρώπη προκειμένου να μην βιώσουμε ξανά τους εφιάλτες ενός Τρίτου, οπωσδήποτε μοιραίου για την Ανθρωπότητα, Παγκόσμιου Πολέμου.
2. Το οφείλει, επίσης, στους Λαούς της και στον Πολιτισμό της. Τους οποίους πρέπει να υπερασπισθεί, στο ακέραιο, απέναντι στις «τραυματικές», γι’ αυτούς και για την Ευρωπαϊκή μας «ταυτότητα», προκλήσεις τρίτων, που πλήττουν στον πυρήνα της την Ευρωπαϊκή «αξιοπρέπεια» και «υπερηφάνεια». Και στο σημείο αυτό δεν μπορώ, ως Έλληνας αλλά και ως Ευρωπαίος, να μην επισημάνω την ως τώρα άκρως παθητική στάση των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι των απαράδεκτων προκλήσεων της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας και, κυρίως, της Κύπρου, της οποίας ένα σημαντικό μέρος τελεί ακόμη και σήμερα υπό τουρκική κατοχή! Γεγονός απαράδεκτο και για την ίδια την ουσία της Κυριαρχίας Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την Κυριαρχία αυτή κατοχυρώνει το ίδιο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ιδίως δε η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
3. Το οφείλει, τέλος, στην ίδια την Ανθρωπότητα. Για χάρη της οποίας έχει χρέος να διαδραματίσει έναν πραγματικά «πλανητικό» ρόλο. Ρόλο σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, για την υπεράσπιση του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Δ. Αυτή την «πλανητική» αποστολή μόνον η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να φέρει σήμερα σε πέρας, υπό τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η σοβαρότητα και η κρισιμότητα των στόχων της. Τούτο προκύπτει από το ότι άλλες Δυνάμεις παγκοσμίως, όπως δυστυχώς και οι ΗΠΑ, θέτουν σε δεύτερη μοίρα την προοπτική υπηρέτησης της ως άνω αποστολής. Πρέπει δε να τονισθεί ότι οι ΗΠΑ, μέσω της «AUKUS», δείχνουν πώς η αντιπαλότητα, κατά την επιεικέστερη έκφραση, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση επί Ντόναλντ Τραμπ μάλλον δεν ήταν συγκυριακή. Και αυτό διότι φαίνεται να συνεχίζεται επί Τζο Μπάϊντεν – μακάρι ν’ αναστραφεί στο άμεσο μέλλον – ώστε να παίρνει πια όλα τα χαρακτηριστικά μιας «στρατηγικής», καθώς προεξέθεσα, επιλογής που, επιπλέον, οδηγεί σ’ ένα είδος «κατακερματισμού» του ΝΑΤΟ. Επιλογής, η οποία παρά τον κατ’ αρχήν αμυντικό της προσανατολισμό ανοίγει, εμμέσως πλην σαφώς, και την «Κερκόπορτα» ενός «οικονομικού πολέμου», παγκοσμίως. «Πολέμου» ο οποίος, κατά τούτο, αποκτά σταδιακώς, με βάση και συγκεκριμένες προηγούμενες προς την ίδια κατεύθυνση παρενέργειες μιας εντόνως στρεβλωμένης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, ορισμένα χαρακτηριστικά ενός Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή την φορά οικονομικού, πλην όμως όχι λιγότερο επικίνδυνου για τον Άνθρωπο και την Ανθρωπότητα.
Καταλήγω με μια έκκληση που θυμίζει, τηρουμένων φυσικά των ιστορικών και άλλων αναλογιών, την ανάγκη υπεράσπισης της «παρακμάζουσας Ευρώπης», όπως την διατύπωσε ο Raymond Aron στο περίφημο δοκίμιό του, «Plaidoyer pour l’ Europe décadente» (έκδ. Robert Laffont, Παρίσι, 1977): Πρέπει ν’ αγωνισθούμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να υπερασπισθούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας πράξη την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Άρα την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος κατά τους στόχους των Ιδρυτών της και κατά το γράμμα και το πνεύμα των Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το χρέος αυτό αναλογεί όχι μόνο σ’ εκείνους, οι οποίοι ηγούνται είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε στα Κράτη-Μέλη. Ανήκει σε όλους, ανεξαιρέτως, τους συνειδητοποιημένους Πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι, με βάση την Ιστορία της και την προοπτική της, είμαστε και Πολίτες του Κόσμου. Κατά συνέπεια, η συντέλεση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χρέος μας και έναντι της Ανθρωπότητας, προκειμένου να υπερασπισθούμε, σε παγκόσμια κλίμακα, τον Άνθρωπο, τον Ανθρωπισμό, την Δημοκρατία και την Δικαιοσύνη. Σε τελική δε ανάλυση, προκειμένου να υπερασπισθούμε την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας. Κάθε «συμβιβασμός» με την σημερινή, δυσοίωνη, κατάσταση και προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ανεπίτρεπτος. Όλως αντιθέτως, ας ακολουθήσουμε το «παράδειγμα» αντίστασης του Βerenger στον «Ρινόκερο» του Ionesco. Και ας διδαχθούμε από την ρήση του Paul Bourget: «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε όπως σκεπτόμαστε. Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, θα μάθουμε να σκεπτόμαστε όπως ζούμε».»