Ρεπορτάζ: Κορίνα Ντούβλη
Η Αγγελική! Ποια είναι; Είναι η κοπέλα που εκπροσωπεί τον πόνο, το αδιέξοδο των θυμάτων της νευρικής ανορεξίας, των υψηλών απαιτήσεων της κοινωνίας και πολλών άλλων παραγόντων με τους οποίους ως άνθρωποι συνδεόμαστε πολύ περισσότερο απ’ όσο πολλές φορές νομίζουμε. Εκπροσωπεί τη δύναμη και την αδυναμία συνάμα. Γιατί αυτά τα δύο πάνε μαζί.
Δεν θα μπορούσα να μη σεβαστώ αυτή τη νοσηρή συγκυρία στην οποία βρίσκεται, εξ ου και η συνομιλία μαζί της δεν αντιμετωπίστηκε ως μια καθαρά τυπική συνέντευξη με μορφή ερώτησης-απάντησης, αλλά ως μια ανθρώπινη προσέγγιση, με πραγματική ελευθερία λόγου και έκφρασης.
Οικογενειακά βιώματα
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου η αγάπη, η φροντίδα και η δοτικότητα μου προσφέρθηκαν απλόχερα από τα πρώτα κιόλας βήματα της παιδικής μου ηλικίας. Οι γονείς μου έκαναν το μέγιστο ώστε τόσο εγώ όσο και ο αδελφός μου να έχουμε τα πάντα και να μη μας στερηθεί τίποτα. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν ένα πολύ χαρούμενο και γελαστό παιδί με πολλά όνειρα και αγάπη για τη ζωή. Μέσα μου, όμως, αναπτύχθηκε από μικρή ηλικία ένα αίσθημα ανικανοποίητου, ένα κενό που σε συνδυασμό με την τελειομανία και τους υψηλούς μου στόχους δεν μπορούσε να καλυφθεί. Σε αυτό συνέβαλε και το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, που καλλιεργούσαν και ενίσχυαν τον ήδη υπάρχοντα υψηλό πήχυ που είχα θέσει από μικρή στον εαυτό μου. Παιδί δυο επιτυχημένων γιατρών και με αδελφό με εξαιρετικές επιδόσεις στα μαθήματα, η αριστεία ήταν μονόδρομος. Η επιτυχία στα μαθήματα συνδεόταν για μένα με την επιτυχία στη ζωή και την αξία μου ως άνθρωπος. Ήθελα πάντα να είμαι η πρώτη, η καλύτερη, η άριστη μαθήτρια και οι έννοιες “λάθος” και “αποτυχία” απουσίαζαν από το λεξιλόγιό μου».
Πώς ξεκίνησαν όλα
«Ως παιδί η σχέση μου με το φαγητό ήταν πολύ καλή. Το θεωρούσα ευχαρίστηση, το απολάμβανα και το αγαπούσα. Τα κιλά μου ήταν φυσιολογικά και ποτέ δεν υπήρξα υπέρβαρη. Στο τέλος του δημοτικού άρχισα να νιώθω κάποιες ανασφάλειες για το σώμα μου και η σύγκριση που έκανα με τις συμμαθήτριές μου με καταρράκωνε. Ωστόσο, οι σκέψεις αυτές δεν είχαν γίνει πράξεις και απωθήθηκαν σχετικά εύκολα.
Αρχές γυμνασίου και με την αρχή της έμμηνου ρύσης μου το σώμα μου άρχισε να αλλάζει λίγο, να γίνομαι σιγά-σιγά έφηβη και αυτό αποτυπώθηκε με την προσθήκη 7 κιλών. Δεν ήμουν έτοιμη για αυτή την αλλαγή. Οι ανασφάλειες εμφανίστηκαν και πάλι στο προσκήνιο και η εικόνα του σώματός μου με απασχολούσε όλο και περισσότερο. Τότε αποφάσισα, χωρίς τη βοήθεια κάποιου διατροφολόγου, να ξεκινήσω μια πιο υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή και σε συνδυασμό με γυμναστική κατάφερα να χάσω τα κιλά που είχα πάρει και να διατηρηθώ σε αυτά τα κιλά καθ’ όλη τη διάρκεια του γυμνασίου. Όλοι με επαινούσαν για το κατόρθωμά μου και εκθείαζαν το σώμα μου, εγώ όμως εξακολουθούσα να νιώθω χοντρή και ανασφαλής με την εικόνα μου. Το πρόγραμμα διατροφής που ακολουθούσα μέχρι τότε ναι μεν μου επέτρεπε να διατηρούμαι στα κιλά μου, αλλά από την άλλη ήταν πολύ στερητικό. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου καμία απόκλιση από τη διατροφή, και όταν συνέβαινε με κατακυρίευαν τύψεις, ενοχές και μια αίσθηση απόλυτης απαξίας. Από τότε συνέδεα το νούμερο στη ζυγαριά με το πόσο μετρούσα ως άνθρωπος και πόσο επιτυχημένη ήμουν.
Μπαίνοντας στο λύκειο συνέχισα να διατηρούμαι σε κιλά, όμως το σώμα μου εξακολουθούσε να με γεμίζει ανασφάλειες και να αποτελεί για μένα μέτρο της αξίας μου. Τέλη Α’ Λυκείου και κατά τη διάρκεια των στρεσογόνων ενδοσχολικών εξετάσεων έχασα σχεδόν ασυνείδητα τα τρία πρώτα κιλά. Ήμουν ήδη αδύνατη, οπότε τα τρία αυτά κιλά που χάθηκαν έγινα αισθητά από τον περίγυρό μου. Πολύ σταδιακά, και σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνω, άρχισα σιγά-σιγά να περιορίζω το φαγητό, να αποκλείω ομάδες τροφών και η σχέση μου με το σώμα μου να γίνεται, από υγιής, εμμονική. Η τελειοθηρία μου στα μαθήματα μεταφέρθηκε και στην εικόνα του σώματός μου, αυτή τη φορά όχι απλώς ως σκέψη, αλλά και ως πράξη. Από νωρίς κατάλαβα ότι κάτι άρχισε να μην πηγαίνει καλά, οι εμμονές εκείνο το καλοκαίρι έγιναν όλο και πιο έντονες, και το φαγητό μετατράπηκε σε εφιάλτη που με γέμιζε άγχος, τύψεις και απέχθεια για τον εαυτό μου. Τότε ζήτησα για πρώτη φορά βοήθεια από τη μητέρα μου, η οποία είχε αρχίσει να βλέπει τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας, αλλά δεν ήθελε να τα παραδεχτεί.
Στα 16 μου πλέον και μπαίνοντας στη Β’ Λυκείου, παρά τις συνεδρίες μου με ψυχίατρο, η αρρώστια γινόταν όλο και πιο έντονη. “Πάσχει από νευρική ανορεξία” αποφάνθηκαν οι γιατροί. Εγώ συνειδητοποιούσα την κατάσταση, αλλά αδυνατούσα να λύσω τις χειροπέδες με τις οποίες με κρατούσε δέσμια η ανορεξία. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να βλέπω το νούμερο στη ζυγαριά να πέφτει και τους βαθμούς μου μόνιμα υψηλούς. Είχα παγιδευτεί στον ιστό της ανορεξίας και η μόνη ικανοποίησή μου προερχόταν από τη στέρηση του φαγητού. Πόσο παράλογο να στερείς από τον εαυτό σου το βασικό μέσο επιβίωσής του, ζώντας στην πλάνη ότι έτσι καταφέρνεις κάτι και έχεις αξία ως άνθρωπος… Στο τέλος της Β’ Λυκείου, και αφού ακολουθούσα συνεχόμενη πτωτική πορεία κιλών, συνειδητοποίησα πως παρά τις συνεδρίες δεν μπορούσα να βγω από αυτόν τον γολγοθά. Ήθελα να λάβω βοήθεια, αλλά η φωνή της αρρώστιας ήταν πιο ισχυρή. Γινόμουν όλο και πιο αδύναμη, η κατάθλιψη εντεινόταν. Έχανα σταδιακά τα πάντα, όμως η φωνή της αρρώστιας ήταν παντοδύναμη. Ήμουν ανίκανη να ξυπνήσω από τον λήθαργό μου. Έτσι, στα 38 κιλά πλέον κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία μου σε ψυχιατρική κλινική του Νοσοκομείου Παίδων, η οποία διήρκεσε 3,5 μήνες».
Περιγραφή της καθημερινότητας στο νοσοκομείο
«24 Απριλίου… Το καθοριστικό ραντεβού που μετατράπηκε στον εφιάλτη μιας οικογένειας. Τέσσερις μέρες πριν είχα γίνει 17. Πηγαίνοντας για μια απλή συνάντηση στο Παίδων, ανυποψίαστη για τα όσα έμελλε να συμβούν, βρέθηκα να νοσηλεύομαι στο Τμήμα Ενδονοσοκομειακης Νοσηλείας για σχεδόν τρεισήμισι μήνες. Εκεί βίωσα τον εγκλεισμό, την απομόνωση από την οικογένειά μου και τους φίλους μου και την αποκοπή από ό,τι θεωρούσα σημαντικό. Σε μια μέρα τα δεδομένα της ζωής μου, αλλά και της οικογένειάς μου, άλλαξαν. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ήταν ο μονόδρομος της σωτηρίας και της επιβίωσής μου. Τα πάντα είχαν ανατραπεί, όλα αναθεωρούνταν μέσα μου, και πλήθος ερωτημάτων ζητήσαν να απαντηθούν. Η ανάγκη της οικογένειάς μου ήταν για μένα επιτακτική και η στέρησή της με είχε καταρρακώσει. Πώς έχασα μέσα από τα χέρια μου την οικογένειά μου; Εισήχθην 37 κιλά, και στο τέλος της νοσηλείας μου έφτασα τα 55 χάρη στην προσπάθειά μου, η οποία πραγματικά ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, εκπλήσσοντας τους πάντες και πρωτίστως εμένα. Ούτε ενοχές ούτε τύψεις, παρά ακατανίκητη επιθυμία να θεραπευτώ και να βγω από εκεί, ξεκινώντας και πάλι τη ζωή μου.
Οι κανόνες της κλινικής ήταν πάρα πολύ αυστηροί, καθώς, εκτός από παιδιά με διατροφικές διαταραχές, νοσηλεύονταν και παιδιά με τάσεις αυτοκτονίας και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα ήταν επιτρεπτά: κινητά και ηλεκτρονικές συσκευές ήταν απαγορευμένα και οι συναντήσεις με τους γονείς μας ξεκινούσαν από μία φορά την εβδομάδα για μισή ώρα το πολύ και σταδιακά αυξάνονταν.
Η καθημερινότητά μας στην κλινική ήταν αυστηρά προγραμματισμένη και μελετημένη από τους γιατρούς. Είχαμε εγερτήριο συγκεκριμένη ώρα, τρώγαμε όλα τα παιδιά μαζί υπό την επιτήρηση των νοσηλευτών και έπειτα ξεκινούσαμε διάφορες δραστηριότητες, οι οποίες, εκτός από δημιουργική απασχόληση και διαφυγή από τα προβλήματά μας, είχαν και θεραπευτικό πρόσημο και δρούσαν ενισχυτικά της ατομικής μας ψυχοθεραπείας. Οι δραστηριότητες περιλάμβαναν μουσικοθεραπεία, χορό, εργοθεραπεία, θεατρική ομάδα, καλλιτεχνικά κ.λπ. Σχεδόν καθημερινά είχαμε ολιγόλεπτες συνεδρίες με τους θεραπευτές μας και όταν εκείνοι απουσίαζαν μπορούσαμε να απευθυνθούμε και στους νοσηλευτές. Μέσα σε όλο τον βούρκο της αρρώστιας, οι γιατροί προσπαθούσαν ώστε να υπάρχει μια υποτυπώδης κανονικότητα στην καθημερινότητά μας. Μέσα στο νοσοκομείο γνώρισα εξαιρετικά παιδιά με τα οποία με ένωναν πολλά, αλλά κυρίως ο πόνος, οι δυσκολίες μας και η υπέρμετρη θέληση να καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε επιτυχώς τη θεραπεία μας και να βγούμε από εκεί. Μάλιστα, με ορισμένα από τα παιδιά που ήμασταν πιο κοντά ηλικιακά διατηρώ ακόμη επαφές».
Στιγμές αυτοκαταστροφής και απόγνωσης
«Η ανορεξία αποτελεί ύψιστη μορφή αυτοτιμωρίας και αυτοκαταστροφής με έναν ύπουλο και σταδιακό τρόπο, καθώς οδηγείσαι με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο και έχοντας πάρει όσα κιλά έπρεπε για να θεωρούμαι πλέον κανονική, υποτροπίασα σχεδόν αμέσως, και καθ’ όλη τη διάρκεια της Γ’ Λυκείου έχασα πάλι όσα κιλά είχα πάρει και έφτασα ξανά στα 38, έχοντας ύψος 1,68. Η τότε γιατρός μου με προειδοποίησε ότι, αν δεν αναλάμβανα δράση εγώ η ίδια, θα το έκανε εκείνη πάλι με τον εγκλεισμό μου στο νοσοκομείο. Καθώς οι μνήμες από την προηγούμενη φρικτά επώδυνη ενδονοσοκομειακή νοσηλεία εξακολουθούσαν να είναι νωπές και μαύρες και μη θέλοντας να χάσω τις Πανελλήνιες, αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα ώστε να με παρακολουθεί πιο συστηματικά η γιατρός μου. Τότε, στο πλαίσιο της ανάρρωσης, άρχισα να κάνω τα πρώτα υπερφαγικά επεισόδια, που συνεπάγονταν αύξηση βάρους. Αισθανόμουν απόλυτη απέχθεια και αποστροφή προς τον εαυτό μου. Εκεί δημιουργήθηκαν και οι πρώτες σκέψεις αυτοκαταστροφής, πιο άμεσης όμως με τη μορφή αυτοτραυματισμού και αυτοκτονικών σκέψεων.
Ποτέ δεν πίστευα ότι θα περνούσα στο άλλο άκρο της ανορεξίας παρουσιάζοντας βουλιμικά επεισόδια. Με την ανορεξία υποφέρεις, όμως ταυτόχρονα εισπράττεις ένα αίσθημα υπερδύναμης και αυτοϊκανοποίησης που πηγάζει από την ικανότητα απόλυτου ελέγχου και αυτοσυγκράτησης. Τι γίνεται, όμως, όταν χάνεις εντελώς τον έλεγχο και αδυνατείς να τιθασεύσεις τον εαυτό σου από το να φας μετά μανίας ό,τι υπάρχει στο ψυγείο; Τότε επέρχονται η απόλυτη ταπείνωση και η αηδία για τον εαυτό σου, η απόγνωση και η απελπισία σε καταδυναστεύουν και νιώθεις τη μηδαμινότητα και την απαξία σου στο έπακρο. Ο εμετός φαντάζει η μοναδική λύση για να απαλλαγείς από το αβάσταχτο βάρος που σε βυθίζει. Με βουλιμικά και υπερφαγικά επεισόδια ακόμη παλεύω. Τελικά, αυτή η αρρώστια έχει πολλά πρόσωπα και σου υπενθυμίζει με ποικίλους τρόπους πόσο ανίκανη είσαι. Ένιωθα παγιδευμένη. Δεν άντεχα να αυτοτιμωρούμαι άλλο μέσω της σχέσης μου με το φαγητό, είτε αυτό εκδηλωνόταν ως στέρηση είτε ως ασυδοσία.
Οδύνη, πόνος, ματαιότητα με κατέκλυζαν και δεν με άφηναν να δω το φως στη ζωή μου, η οποία είχε γίνει αβίωτη και η σκέψη του θανάτου έμοιαζε λυτρωτική. Είχα κουραστεί να παλεύω. Ένιωθα μόνη και αβοήθητη. Ένα άθυρμα στις επιταγές της αρρώστιας. Μια φράση που είχα πει στη μητέρα μου αποτύπωνε με απόλυτη ωμότητα την κατάσταση που βίωνα: “Φεύγει η ζωή και μαζί της φεύγω και εγώ”».
«Το αβέβαιο παρόν μου» (σήμερα):
«Με ένα τέτοιο παρελθόν δεν θα μπορούσα να είμαι καλά. Δυστυχώς, ούτε το σώμα ξεχνά, ούτε η ψυχή. Είναι μια μορφή καταδίκης. Προφανώς, προσπαθώ ξανά να σωθώ. Δεν ξέρω το τέλος μου. Ίσως να μην το μάθω. Όμως, οφείλω να προσπαθήσω. Έτσι, συνεχίζω τις σπουδές μου στην Ιατρική, τις συνεδρίες μου στον γιατρό μου και κάθε μέρα είναι μια πρόκληση με αθέμιτο ανταγωνισμό. Ωστόσο, το μήνυμα δεν είμαι εγώ ως μεμονωμένη περίπτωση. Είναι κάθε Αγγελική που βιώνει κάτι παρόμοιο. Έχω ανάγκη να απευθυνθώ σε όλους με μήνυμα αισιοδοξίας, χωρίς να θεωρηθεί τίποτα δεδομένο. Οφείλω, αν δεν προστατέψω εν τέλει εμένα, να προλάβει να σωθεί κάποιος άλλος εκεί έξω. Τα άτομα με νευρική ανορεξία είναι ευάλωτα, ευπαθή. Και είναι μια ακόμη ομάδα την οποία η κοινωνία πρέπει να συμμεριστεί».
Πηγαίνοντας να βρω την Αγγελική, πίστευα πως πρόκειται για μια δύσκολη περίπτωση νευρικής ανορεξίας, μιας ακόμη ταλαιπωρημένης ψυχής. Φεύγοντας από την Αγγελική, ένιωσα πως είχα ζήσει έναν γολγοθά που μου στοίχειωσε το μυαλό, τη συνείδηση και μου σκλάβωσε την ψυχή. Κατάλαβα πως ο χρόνος για αυτούς που υποφέρουν δεν περνά ποτέ. Δεν υπήρχε παρηγοριά. Μια αγκαλιά δεν θα ήταν αρκετή για να γεμίσει το κενό της (στο σώμα και στην ψυχή). Εδώ χρειάζεται μια μεγάλη αγκαλιά, από πολλές αγκαλιές, από πολλούς ανθρώπους για να μπορούμε να λεγόμαστε άνθρωποι.