Πενήντα επτά χρόνια πριν, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος, είχε «υπογράψει» ένα στυγερό έγκλημα στην Πάτρα, που έρχεται και πάλι στην επιφάνεια, λόγω της πολύκροτης πλέον υπόθεσης της εγγονής του και του θανάτου των τριών παιδιών της.
Ο 20χρονος τότε παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου, στραγγάλισε με τα ίδια του χέρια την 18χρονη εν διαστάσει σύζυγο του, Σωτηρία, δίνοντας τέλος σε μια ιστορία που ξεκίνησε στραβά, εξελίχτηκε χειρότερα και κατέληξε ως μία ακόμη εγκληματική αναφορά στα κατάστιχα των ανθρωποκτονιών στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, ο 18χρονος Παναγιώτης Πισπιρίγκος, οδηγήθηκε στις φυλακές Πατρών, με την κατηγορία της αποπλάνησης ανηλίκου, αφού η Σωτηρία, ήταν μόλις 15 ετών, όταν σχετίστηκε μαζί της. Για να αποφύγει την καταδίκη και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, πείθει την Σωτηρία να τον παντρευτεί, μέσα στο τμήμα Μεταγωγών! Ωστόσο, ο γάμος, κάθε άλλο παρά ευτύχησε…
Οι εφημερίδες περιγράφουν τον Πισπιρίγκο ως έναν άνθρωπο που δεν έχει σταθερή δουλειά και κατ’επέκταση δεν μπορεί να ζήσει την οικογένεια του, ενώ παράλληλα ζηλεύει πολύ την νεαρή σύζυγο του, κι έτσι οι καυγάδες ανάμεσα τους είναι καθημερινοί. Λίγο αργότερα, η Σωτηρία θα ζητήσει διαζύγιο. Ο Παναγιώτης αρνείται και μάλιστα την κατηγορεί – μετά από διάσταση τριών μηνών – ότι έχει εξωσυζυγικές σχέσεις με πολλούς εραστές. Στα δικαστήρια που ακολούθησαν, ο Παναγιώτης κέρδισε την επιμέλεια του μόλις 14 μηνών γιού τους, τον οποίον παρέδωσε στους γονείς του και στην αδελφή του Γεωργία, για να τον μεγαλώσουν.
Η Σωτηρία απελπισμένη, νοίκιασε ένα δωμάτιο απέναντι από το σπίτι που ζούσαν τα πεθερικά της και προσπαθούσε να βρίσκεται σε επαφή με το παιδί της, αλλά οι προστριβές και οι εντάσεις με την πεθερά της, τέντωσαν ακόμη περισσότερο το σχοινί. Δύο ημέρες μετά το τελευταίο δικαστήριο και τις εκατέρωθεν μηνύσεις, για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμιση αντίστοιχα, ο Παναγιώτης ζήτησε από την γυναίκα του να συναντηθούν και να κάνουν μία ακόμη προσπάθεια να τα βρουν. Παρά τις προτροπές των δικών της ανθρώπων να μην συναντήσει τον Παναγιώτη, η Σωτηρία αποφάσισε να κάνει το ραντεβού μαζί του.
Το μοιραίο ραντεβού έγινε στο Ρίο, σε μια απομονωμένη περιοχή κοντά στην θάλασσα. Στις 21 Ιουλίου του 1965. Ο Παναγιώτης υποστήριξε ότι την παρακάλεσε θερμά να επιστρέψει στο σπίτι τους και να αφήσει τον εραστή της, χωρίς να βρει ανταπόκριση. «Μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφιχτά από τον λαιμό. Σε λίγο το σώμα της παράλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν…» περιέγραψε στην κατάθεση του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι 15 ημέρες πριν το έγκλημα, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος, είχε πάρει αναβολή στράτευσης για «νευροψυχικές διαταραχές». Μετά το φονικό, πήγε στο σπίτι του γαμπρού του και λίγο αργότερα παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία. Όπως ο Τύπος αλλά και το κοινό μαρτυρούσε, ο Παναγιώτης, δεν έδειξε μεταμέλεια για την πράξη του σε καμία στιγμή στην διάρκεια της δίκης. Περιγράφεται ως «απαθής μέχρι αναισθησίας», ενώ γλύτωσε για λίγο το λιντσάρισμα από τους συγγενείς της Σωτηρίας. Ο πατέρας της μάλιστα, επιτέθηκε με μαχαίρι στον πατέρα του Παναγιώτη, και συνελήφθη έξω από τα δικαστήρια.
Ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος, καταδικάστηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε μετά από 15 χρόνια ωστόσο, λόγω «καλής διαγωγής». Ο γιός του Ανδρέας, όταν παντρεύτηκε, αποφάσισε να δώσει στην πρωτότοκη κόρη του το όνομα της μητέρας του, Σωτηρία (Ρούλα).