Ανατροπή έφερε στην υπόθεση του Απόστολου Λύτρα η εισαγγελική πρόταση προς το δικαστικό συμβούλιο για την έκδοση του βουλεύματος για την παραπομπή του σε δίκη, καθώς ζητά να γίνει μετατροπή της κατηγορίας από κακούργημα σε πλημμέλημα και να αποφυλακιστεί με όρους. Η «Ζούγκλα» φέρνει στο φως για πρώτη φορά όλη την εισαγγελική πρόταση, η οποία ξεκινά από την περιγραφή του ξυλοδαρμού της Σοφίας Πολυζωγοπούλου.

«Κυριεύτηκε από ζήλια»

«Ο κατηγορούμενος Απόστολος Λύτρας και η παθούσα – παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, Σοφία Πολυζωγοπούλου, είναι σύζυγοι από το έτος 2015 και έχουν αποκτήσει μία ανήλικη θυγατέρα, ηλικίας 9 ετών. Τους τελευταίους μήνες αντιμετώπιζαν μεταξύ τους προβλήματα και γενικότερα υπήρχε ένταση στις σχέσεις τους από τα τέλη του έτους 2017. Στις 15/6/2024, ημέρα Σάββατο και ώρα 23:00, οι ανωτέρω μετέβησαν για γεύμα σε εστιατόριο στην περιοχή της Βουλιαγμένης, παρουσία μεγάλης παρέας, όπου περί ώρα 23:30 λογομάχησαν για ασήμαντη αφορμή και δη επειδή η παθούσα ασχολείτο με το κινητό της τηλέφωνο.

Η ίδια υποστήριξε ότι επικοινωνούσε με την αδερφή της, στην οποία αυτή και ο κατηγορούμενος είχαν αναθέσει τη φύλαξη της ανήλικης θυγατέρας τους, όσο θα απουσίαζαν και η οποία (αδερφή της) της έστελνε βίντεο με την ανήλικη. Ο κατηγορούμενος τότε, κυριευμένος από ζήλια, ζήτησε επιτακτικά από την παθούσα το κινητό της τηλέφωνο, πλην όμως αυτή αρνήθηκε. Τότε αυτός της ζήτησε να αποχωρήσουν και επειδή ο τελευταίος ήταν σε έξαλλη κατάσταση, η παθούσα συμφώνησε, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρότερου επεισοδίου μεταξύ τους παρουσία των γνωστών τους και των θαμώνων του εστιατορίου».

«Εκλιπαρούσε τον κατηγορούμενο να σταματήσει»

«Ο κατηγορούμενος και η παθούσα επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό τους με οδηγό τον κατηγορούμενο, ο οποίος μόλις έθεσε σε κίνηση το όχημα, εξύβρισε την παθούσα και της κατάφερε μία γροθιά στο πρόσωπο, εν συνεχεία δε της πήρε το κινητό της τηλέφωνο, άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου ακινητοποίησε το όχημα, καταφέρνοντας απανωτά χτυπήματα στο πρόσωπο και στο σώμα της παθούσας. Η τελευταία προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου, πλην όμως ήταν κλειδωμένη, φώναζε για βοήθεια και εκλιπαρούσε τον κατηγορούμενο να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό της είχε γεμίσει αίματα τα οποία κατάπινε και ένιωθε να πνίγεται.

Όταν ο κατηγορούμενος συνειδητοποίησε την κατάσταση της παθούσας σταμάτησε να βιαιοπραγεί εις βάρος της και κατευθύνθηκε στη συζυγική τους οικία στο Γέρακα Αττικής, εξακολουθώντας να κατακρατεί το κινητό της τηλέφωνο. Όταν κατέφθασαν στην οικία τους, η παθούσα ανέβηκε στο δωμάτιο για να ενεργοποιήσει το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με το συναγερμό και δίνει απευθείας σήμα στην αστυνομία, πλην όμως ο κατηγορούμενος την πρόλαβε, ζητώντας της να πλυθεί και να αλλάξει ρούχα, προκειμένου να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο, αφού πρώτα η παθούσα τον διαβεβαίωσε ότι θα ανέφερε στο νοσηλευτικό/ιατρικό προσωπικό ότι η ίδια είχε πέσει μόνη της, χωρίς να του επιρρίψει κάποια ευθύνη».

Στη συνέχεια της εισαγγελικής πρότασης αναφέρονται τα όσα έγιναν στην ιδιωτική κλινική. «Σε ερώτηση του γιατρού προς την παθούσα εάν ο άνθρωπος που την είχε χτυπήσει ήταν ο ίδιος που τη μετέφερε στο ΤΕΠ, η παθούσα απάντησε θετικά και εν συνεχεία ο γιατρός ενημέρωσε την άμεση δράση για το συμβάν».

Το σκεπτικό της μετατροπής της κατηγορίας σε πλημμέλημα

Στην εισαγγελική πρόταση αναφέρονται όλες οι ιατρικές γνωματεύσεις για το θύμα του προφυλακισμένου δικηγόρου, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν έδειχναν ότι τα χτυπήματα ήταν συμβατά με πτώση από σκάλα. Ο Απόστολος Λύτρας ομολογεί τον ξυλοδαρμό και κατηγορείται για το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Για τις προθέσεις του προφυλακισμένου δικηγόρου αναφέρεται:

«Ομολογεί βέβαια ότι αυτός προκάλεσε στην παθούσα τις διαπιστωθείσες σωματικές κακώσεις, πλην όμως το αναφερόμενο από τον ίδιο ότι ενήργησε ενστικτωδώς και μάλιστα χωρίς να αντιληφθεί το σημείο που κατάφερε χτυπήματα στην παθούσα, το οποίο ελέγχεται ως αβάσιμο, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του αυτός παραπέμπει στην έννοια της άμυνας, ήτοι η ενστικτώδης κίνηση που επικαλείται ο κατηγορούμενος προϋποθέτει κατά ανάγκη μία πράξη επίθεσης που εν προκειμένου δεν έλαβε χώρα, ούτε ο ίδιος φυσικά επικαλείται κάτι τέτοιο.

Αντίθετα, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που επιτέθηκε στην παθούσα, ενώ η “ζήλια που ένιωσε” σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά, ακόμη και αν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου των διαδίκων, η παθούσα ήταν υποδειγματική σύζυγος, ως και ο ίδιος ο κατηγορούμενος αναφέρει, ενώ γεγονός ικανό που να οδήγησε την επίμαχη ημέρα σε συναίσθημα αψιθυμίας και να δικαιολογεί την αντίδρασή του, δεν προέκυψε».

Στη συνέχεια παρατίθεται το σκεπτικό για τη μετατροπή της κατηγορίας – που βασίζεται στις βλάβες που υπέστη η Σοφία Πολυζωγοπούλου.

«Η συμπεριφορά του δράστη, δεν προκάλεσε στην παθούσα τέτοια σωματική ή διανοητική πάθηση, ώστε να τεθεί υπό αμφιβολία η ίδια η επιβίωσή της ή αρρώστια που της επέφερε σοβαρή κατάπτωση του οργανισμού της, συνοδευόμενη από δυσβάστακτα ενοχλήματα, για μακρύ χρονικό διάστημα ή απότμηση εξωτερικού ή εσωτερικού μέλους του σώματός της, το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη, ξεχωριστή λειτουργία στον οργανισμό και που συνεπάγεται, κατ’ αντικειμενική κρίση, αναπηρία, δηλαδή την έκπτωση μίας σημαντικής λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος, η οποία δεν επιδέχεται ισοδύναμη αναπλήρωση ή τέλος, αχρήστευση ή ουσιώδης δυσχέρανση της λειτουργίας εκείνων των οργάνων του σώματος των οποίων η απότμηση συνιστά σοβαρό ακρωτηριασμό για μεγάλο χρονικό διάστημα που κρίνεται σε σχέση και με τη βαρύτητα της βλάβης».